Για να καταλάβουμε τη σημερινή κατάσταση στη Μέση Ανατολή είναι αναγκαίο να κάνουμε μια ανασκόπηση ενός αιώνα ιστορίας. Είναι αναγκαίο να πάμε πίσω μετά το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου για να μελετήσουμε ένα μεγάλο όγκο γεωπολιτικών δεδομένων που εξηγούν την πολλαπλότητα και την περιπλοκότητα των σημερινών συγκρούσεων. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: αν οι μεγάλες δυνάμεις έχουν επηρεάσει εδώ και καιρό αποφασιστικά την πορεία των γεγονότων, οι περιφερειακοί και τοπικοί φορείς έχουν διεκδικήσει το χώρο τους καθόλη τη διάρκεια του αιώνα. Μετά την επικράτηση της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, ανέλαβαν δράση οι δύο υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 η αμερικανική παντοδυναμία τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η εποχή της παγκοσμιοποίησης βρίσκει τις περιφερειακές δυνάμεις να αυξάνουν διαρκώς την αυτονομία και την ανεξαρτησία της δράσης τους, πράγμα που οξύνει τις αντιπαλότητες μεταξύ τους.

Ας προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα πιο καθαρά.

Ιστότοποι που οδηγούν στα άλλα 2 άρθρα αυτής της ανάλυσης:
Κατανοώντας τη σημερινή κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο Δεύτερο (1/3) – κείμενο στα ελληνικά.
Κατανοώντας τη σημερινή κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Από το 1945 μέχρι το 1990 και η επιρροή του Ψυχρού Πολέμου (2/3) – κείμενο στα ελληνικά.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η αμερικανική κυριαρχία μικρής διάρκειας
Η πτώση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας το 1991 εγκαινίασε μια συγκεκριμένη περίοδο στην παγκόσμια και στην περιφερειακή ιστορία. Η αμερικανική υπερδύναμη θα ξεδιπλωνόταν χωρίς να βρίσκει ιδιαίτερες αντιστάσεις. Η επέμβαση στο Κουβέιτ από το Ιράκ του Saddam Hussein έκανε την αρχή σε μια σειρά γεγονότων. Πνιγμένος στα χρέη απέναντι στους πετρελαιομονάρχες του Κόλπου ως συνέπεια του πολέμου που έκανε με το Ιράν, ο Ιρακινός δικτάτορας σκέφτηκε ότι θα έβρισκε κεφάλαια, αν έπαιρνε στην κατοχή του τις πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ. Η κατοχή του Κουβέιτ καταδικάστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Στον αντίποδα ενεργοποίησε την στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ, υπό την ονομασία «Καταιγίδα της Ερήμου», που έγινε με την κάλυψη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό εξελίχθηκε στον πόλεμο του Κόλπου τον Ιανουάριο του 1991, που ολοκληρώθηκε με συντριπτική ήττα του Ιρακινού στρατού και το διωγμό του από το έδαφος του Κουβέιτ. Πολλά από τα κράτη της περιοχής υποστήριξαν την επιχείρηση που ήταν επιθυμία του George Bush. Στην πραγματικότητα αρκετά κράτη ευθυγραμμίστηκαν με αυτή την επιχείρηση για να απολαύσουν την εξασθένιση του καθεστώτος των Μπααθιστών στη Βαγδάτη. Στο Ιράκ ασκήθηκε εμπάργκο από τον ΟΗΕ. Ο πληθυσμός υπέφερε πολύ ενώ οι διευθύνοντες του καθεστώτος ισχυροποιούσαν τη θέση τους μέσα από παραβιάσεις του εμπάργκο.

Σε σχέση με την Ισραηλινο-Παλαιστινιακή σύγκρουση, η αποτυχία της πρώτης ιντιφάντα σε συνδυασμό με της θέση ισχύος στην οποία βρέθηκε το Ισραήλ ως αποτέλεσμα της πτώσης του Σοβιετικού μπλοκ, ενεργοποίησε αμέσως διαπραγματεύσεις μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών. Το 1993, υπογράφτηκαν οι Συνθήκες του Όσλο. Με βάση αυτήν διαιρούνταν τα κατεχόμενα εδάφη σε 3 ζώνες: οι Παλαιστίνιοι έλεγχαν τη ζώνη Α, η ζώνη Β ήταν υπό μεικτό έλεγχο και η ζώνη Γ ήταν υπό τον έλεγχο του Ισραήλ. Η Παλαιστινιακή Αρχή διαχειριζόταν τη ζώνη Α. Στην πραγματικότητα το πιο γόνιμο έδαφος με πρόσβαση σε νερό παρέμενε υπό Ισραηλινό έλεγχο. Στη ζώνη Γ, το Εβραϊκό κράτος ισχυροποιήθηκε, πολλαπλασιάζοντας τις σφαίρες επιρροής του με τη δημιουργία αποικιών εντός του Παλαιστινιακού εδάφους. Η Παλαιστινιακή πλευρά, που εκπροσωπούνταν από το PLO, όφειλε να δεχθεί αρκετές παραχωρήσεις.

Όμως τα «γεράκια» αμφίπλευρα πίεσαν να χάσουν την ισχύ τους οι Συνθήκες του Όσλο. Ένας Εβραίος εθνικο-θρησκευτικός εξτρεμιστής δολοφόνησε τον Yitzhak Rabin, Ισραηλινό Πρωθυπουργό, που είχε υπογράψει τις Συνθήκες εκ μέρους του Ισραήλ. Οι Παλαιστινιακές οργανώσεις Χαμάς και Τζιχάντ, που αρνούνταν την συμφωνία, πολλαπλασίασαν τις επιθέσεις στους Ισραηλινούς πολίτες. Η δεξιά του Ισραήλ, όπως εκφραζόταν από τους ηγέτες της Sharon και Netanyahu, «άδειασαν» τις συμφωνίες και κυνήγησαν την αποικιοκρατία στην Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Μια δεύτερη ένοπλη ιντιφάντα μεταξύ του 2000 και του 2005, για μια ακόμα φορά σηματοδοτήθηκε από την ήττα των Παλαιστινίων και τελείωσε με την ανέγερση τείχους που χώριζε ως φυσικό σύνορο το Ισραήλ από τις αποικίες του, που βρίσκονταν εντός των Παλαιστινιακών εδαφών. Το 2006 οι Ισλαμιστές της Χαμάς κέρδισαν τις εκλογές στη Γάζα. Την επόμενη χρονιά κατέλαβαν την περιοχή, εκδιώχνοντας τους αντιπάλους τους από την Παλαιστινιακή Αρχή. Έτσι έμειναν δυο αντίπαλες Παλαιστινιακές οντότητες. Μία στη Δυτική Όχθη, με ηγέτη από την Παλαιστινιακή Αρχή τον Mahmoud Abbas, διάδοχο του Arafat από το 2004 και μια δεύτερη στη Γάζα, με ηγέτη τη Χαμάς. Το 2009, το 2012 και το 2014 ο Ισραηλινός στρατός βομβάρδισε επίμονα τη λωρίδα της Γάζας, κατόπιν πρόκλησης πυραύλων που εκτοξεύθηκαν από εκεί προς το Ισραήλ. Οι διάδοχοι στην Ισραηλινή εξουσία αρνήθηκαν κάθε παραχώρηση εδάφους στην Παλαιστινιακή πλευρά, πολλαπλασιάζοντας τις δράσεις εγκαθίδρυσής τους στα κατεχόμενα. Αν και αυτά τα εδάφη θα έπρεπε να αποτελούν τη βάση υποθετικά για ακόμα μεγαλύτερο Παλαιστινιακό κράτος, κατελήφθησαν από το Ισραήλ, παράνομα με βάση το διεθνές δίκαιο. Συνεπώς η παρεμπόδιση παραμένει.

Από το τέλος του πολέμου στο Αφγανιστάν εναντίον των Σοβιετικών, οι τζιχαντιστές ξεκίνησαν τις επιθέσεις τους εναντίον των Αμερικανών Συμμάχων τους αλλά και εναντίον των Αραβικών καθεστώτων που ήταν εκείνη την περίοδο στην εξουσία. Ακολούθησε μια αλυσσίδα επιθέσεων. Την 11η Σεπτεμβρίου η Αλ Κάιντα χτύπησε τις ΗΠΑ εντός των εδαφών της. Κατόπιν αεροπειρατίας στα αεροπλάνα επιτέθηκε στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο. Οι επιθέσεις στοίχησαν τη ζωή σε 3000 περίπου ανθρώπους. Όλος ο κόσμος έμεινε εμβρόνητος. Ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος George W. Bush, κήρυξε «πόλεμο στην τρομοκρατία» και κατέταξε το Ιράν και το Ιράκ στη λίστα των κρατών που αποτελούσαν τον «Άξονα του κακού». Για την Αμερικανική διαχείριση αυτή ήταν μια προσπάθεια να ξαναφτιάξει το χάρτη της Μέσης Ανατολής προς το συμφέρον της. Αρχικά έγινε η επίθεση στο Αφγανιστάν και η ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν, που έδιναν καταφύγιο στον Bin Laden και την Αλ Κάιντα, το Δεκέμβριο του 2002.

Στη συνέχεια ήρθε η εισβολή στο Ιράκ, που κατηγορήθηκε λανθασμένα για κατοχή πυρηνικών όπλων (παρά τις εκθέσεις των ειδικών απεσταλμένων του ΟΗΕ), τον Μάρτιο του 2003 και ανατράπηκε το καθεστώς του Saddam Hussein. Οι δομές της διακυβέρνησης των Μπααθιστών, τόσο ο στρατός όσο και το κόμμα, διαλύθηκαν. Η εξουσία στη Βαγδάτη πέρασε στην πλειοψηφία των Σιιτών, που είχαν παραμεληθεί από την ίδρυση του κράτους το 1920. Οι Κούρδοι του Ιράκ, εν τω μεταξύ, ενίσχυαν την περιοχή τους προς την ανάκτηση σχεδόν της ανεξαρτησίας τους. Κάποιοι από τους διευθύνοντες του ηττημένου καθεστώτος τότε πυροδότησαν έναν ανταρτοπόλεμο εναντίον των κατακτητών. Ξένοι τζιχαντιστές πήραν τη σειρά τους: ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν μια γνήσια πρόσκληση γι αυτούς. Η Αλ Κάιντα εγκαταστάθηκε έτσι στη χώρα, στην περιοχή που ζούσαν οι Άραβες Σουνίτες. Παρόλα αυτά η εξέγερση των Σουνιτών είχε σχεδόν κατασταλεί όταν υποχώρησαν τα αμερικανικά στρατεύματα επί Ομπάμα το 2011.

Σε όλο το μήκος του Αραβικού κόσμου και πιο πέρα σε μεγάλο μέρος του Μουσουλμανικού κόσμου αναπτύχθηκαν Ισλαμιστικά κινήματα ομάδες τζιχαντιστών, από το 1990 μέχρι και το 2000.

Απορρίπτοντας αυτό που αντιλαμβάνονται ως μια νέα «σταυροφορία» κατά του Ισλάμ – δηλαδή τη σύγχυση που προκαλεί η αμερικανική επιρροή στην περιοχή, τη δυτικοποίηση των ηθών, την ύπαρξη του Ισραήλ – οι τζιχαντιστές επιτέθηκαν τόσο στα καθεστώτα που βρίσκονταν στην εξουσία (πχ στην Αίγυπτο), όσο και στα δυτικά συμφέροντα και τις μειονότητες των Σιιτών. Αυτές οι κινήσεις χρηματοδοτήθηκαν από τα χρήματα από τις χώρες του Κόλπου: είτε από τα ίδια τα κράτη, είτε από τους πλούσιους δωρητές, είτε από γενναιόδωρα ιδιωτικά ιδρύματα. Δανείστηκαν την ιδεολογία από την Μουσουλμανική Αδελφότητα στην πιο ριζοσπαστική της εκδοχή όπως εκδηλώθηκε από τον Sayyid Qutb και από τους Wahhabis της Σαουδικής Αραβίας.

Η «Αραβική άνοιξη» και οι συνέπειες
Η «Αραβική άνοιξη» ήρθε να ταρακουνήσει την τάξη στην περιφέρεια. Από την αρχή της το 2011 επηρέασε μεγάλο μέρος των αραβικών κρατών. Η πτώση του Ben Ali στην Τυνησία και του Mubarak στην Αίγυπτο. Μετά ο Saleh στην Υεμένη, οι εμφύλιοι πόλεμοι σε Λιβύη και Συρία, οι διαδηλώσεις σε Μπαχρέιν και Μαρόκο, όλα αυτά είναι παραδείγματα του πώς εκδηλώθηκε η «Αραβική άνοιξη» που θα εξηγηθούν στη συνέχεια. Επηρεάστηκαν επίσης η Αλγερία, η Σαουδική Αραβία, το Ιράκ, το Λίβανο και η λωρίδα της Γάζας, παρόλο που εκεί η επιρροή ήταν πιο σύντομη και λιγότερο συναρπαστική. Στην περίπτωση των πρώτων δυο χωρών, τα χρήματα που έπεσαν από τα πετρέλαια σε συνδυασμό με επιλεκτική καταστολή, έφεραν την «κοινωνική ειρήνη».

Η αντιπαλότητα μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ αναδείχθηκε με την υποστήριξη που έδωσαν οι μεν στους Σαλαφιστές και οι άλλοι στη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Η Αιγυπτιακή περίπτωση απεικονίζει τέλεια αυτή την κατάσταση: η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ανατράπηκε τελικά από τον στρατό που υποστηρίζουν τόσο οι Σαλαφιστές όσο και οι λαϊκοί, αν και οι ιδεολογίες τους δεν έχουν καμία σχέση με αυτό. Η αδεξιότητα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που δεν μπόρεσε να δημιουργήσει γέφυρες με τη κοσμική δημοκρατική αντιπολίτευση, τους έκοψε εν μέρει από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Σε κάθε περίπτωση, τόσο για τους στρατιωτικούς όσο και για τους ισλαμιστές, επρόκειτο για την εξισορρόπηση των εξεγέρσεων και την αποτροπή της εμφάνισης μιας αυτόνομης κοινωνίας των πολιτών.

Στην περίπτωση του Μπαχρέιν επικράτησε η καταστολή. Η περίπτωση της Συρίας είναι η πιο τρομερή. Η κυβέρνηση, υποστηριζόμενη όλο και περισσότερο από τους ιρανούς και ρωσικούς συμμάχους της, επέλεξε να συντρίψει τη διαμαρτυρία χωρίς έλεος, ενώ οι κυβερνήσεις του Ριάντ, της Ντόχα και της Άγκυρας χορηγούσαν τη μετάβαση στον ένοπλο αγώνα ως τμήμα της αντιπολίτευσης υπό την αιγίδα των τζιχαντιστών. Οι οπαδοί της ειρηνικής αλλαγής διώχθηκαν και από την Αλ Κάιντα και στη συνέχεια από την Νταές, την ενσκάρκωσή της στη Συρία. Οργανώσεις τζιχαντιστών ήταν επίσης παρόντες στην Υεμένη. Επωφελήθηκαν και αυτές από το χάος που προκάλεσε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των χουτιαστών, που υποστηρίζονται λίγο πολύ από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν και κυβερνητικά από τις μοναρχίες του Κόλπου. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η Νταές είναι οι αντιφρονούντες της Αλ Κάιντα. Η Νταές αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στο Ιράκ, εκμεταλλευόμενη την ασυδοσία των πληθυσμών των σουνιτικών αραβικών μειονοτήτων και η εξουσία στη Βαγδάτη τους διέκρινε αρνητικά. Η Νταές κυριαρχείται από τους Σιίτες, που αποτελούν πλειοψηφία στη χώρα, οι οποίοι πήραν ενός είδους ιστορική εκδίκηση από τους Σουνίτες που είχαν κυβερνήσει το Ιράκ από το 1920.

Ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ του Ιράν και των Μοναρχιών του Κόλπου επηρέασε επομένως την Υεμένη και τη Συρία. Πρόκειται τόσο για κλασική αντιπαλότητα μεταξύ δυο κρατών που αποτελούν και δυνάμεις στην περιφέρεια όσο και μια αναβίωση του παλιού κοσμικού ανταγωνισμού μεταξύ της εξουσίας των Σουνιτών και των Σιιτών για την ηγεσία του μουσουλμανικού κόσμου, ανταγωνισμός που χρονολογείται από τις αρχές του Ισλάμ. Η αντιπαλότητα μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών είναι μέρος της πολιτικής ατζέντας της Νταές που κυνηγά τους Σιίτες, είτε είναι διασυνδεμένοι με το Ιράν είτε όχι, όπου αυτό είναι εφικτό σε εδάφη για παράδειγμα του Πακιστάν, του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της Συρίας, του Λιβάνου, της Υεμένης).

Το Ιράν έζησε ένα μεγάλο διαζύγιο μεταξύ του πληθυσμού και του καθεστώτος του. Οι νέες γενιές δεν αναγνώριζαν τους εαυτούς τους μέσα από τα ιδανικά της Ισλαμικής Επανάστασης του 1979. Η βίαιη καταστολή που ακολούθησε τον αγώνα της επανεκλογής του συντηρητικού προέδρου Ahmadinejad το 2009 αποτελεί απόδειξη αυτού. Στην Τουρκία, ο Ισλαμιστής-συντηρητικός πρόεδρος Erdogan, ο οποίος ανέλαβε διακυβέρνηση από το 2002, προσπάθησε να κερδίσει όλο και περισσότερη εξουσία. Η Τουρκία ζει μια αχαλίνωτη δικτατορία. Ωστόσο, ένα μέρος της κοινωνίας των πολιτών εκφράστηκε μαζικά κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων της πλατείας Γκεζί το 2013. Τόσο το Ιράν όσο και η Τουρκία, κληρονόμοι αξιόλογων αυτοκρατοριών και παραδοσιακές δυνάμεις του μουσουλμανικού κόσμου και της Μέσης Ανατολής, εμπλέκονται σε συγκρούσεις στις γειτονικές χώρες και αναπτύσσουν δυναμικές εξωτερικές πολιτικές, που κάνουν το σύνολο ή τα επιμέρους σημεία των συμφερόντων τους να επικρατούν παρά τις εξωτερικές πιέσεις.

Η πρόσφατη και σχετική απεμπλοκή της Προεδρίας Ομπάμα από την Μέση Ανατολή μπορεί να εξηγηθεί ως εξής:

Αρχικά για λόγους παγκοσμιοποίησης. Σημειώνουμε εδώ την αυξανόμενη σημασία της περιοχής Ασία-Ειρηνικός στην παγκόσμια οικονομία και σε γεωπολιτικά ζητήματα, κατά συνέπεια το μειωμένο ενδιαφέρον προς τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής εξαιτίας της ανακάλυψης μεγάλων αποθεμάτων σχιστολιθικού αερίου στη Βόρεια Αμερική και φυσικά το αυξανόμενο κόστος των στρατιωτικών αναγκών που αυξάνει το εύρος του εξωτερικού χρέους των ΗΠΑ. Προσθέτουμε παράγοντες που αφορούν συγκεκριμένα την περιοχή. Εδώ συναντάμε την δυσκολία της Ουάσιγκτον να τηρήσει τις επιλογές που έχει κάνει με τους βασικούς της συμμάχους (πχ, τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο), αλλά την έλλειψη εμπιστοσύνης που δείχνει προς τον ακτιβισμό των Σουνιτών και των Σαλαφιστών, που ήταν σύμμαχοί της κατά τον πόλεμο του Κόλπου αλλά και προς το Πακιστάν. Την ίδια στιγμή, οι αιτίες αλλά και οι συνέπειες αυτής της Αμερικανικής στάσης επιτρέπουν μεγαλύτερη εμπλοκή σε Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Ιράν και Κατάρ στις συγκρούσεις της περιοχής.

Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε μια σειρά αμερικανικών αποφάσεων:
–    Την συμφωνία για τα πυρηνικά με το Ιράν.
–    Την ήπια υποστήριξη στους ένοπλους εξεγερμένους στη Συρία, μια εξέγερση που δεν θεωρήθηκε αξιόπιστη από την Ουάσιγκτον.
–    Αντίθετα την προτίμηση ενασχόλησης με τους Κούρδους για να αντιμετωπιστή η εξάπλωση του Daesh.

Αυτές οι επιλογές ανέδειξαν ένα κενό στις συνεργασίες με τα συμμαχικά κράτη του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας. Αποτέλεσαν δε, μια ευκαιρία για τη Ρωσία να αναπτύξει τα δικά της συμφέροντα και να κερδίσει μέρος της χαμένης επιρροής που είχε χάσει με την πτώση της ΕΣΣΔ. Τέλος αυτές οι επιλογές ενθάρρυναν τους ηγέτες των χωρών της περιοχής, αφενός το Ιράν αφετέρου τους συμμάχους των ΗΠΑ, να προωθούν τις γεωπολιτικές τους επιλογές ακόμα και όταν έρχονται σε αντίθεση με την Ουάσιγκτον.

Στο τέλος αυτής της σύντομης αναφοράς ενός αιώνα ιστορίας, μπορεί κανείς να πει ότι οι πολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή τείνουν κατά κάποιο τρόπο να ανακτήσουν το πεπρωμένο τους. Κλασσικοί κρατικοί αλλά και μη κρατικοί παράγοντες – όπως οι οργανώσεις τζιχαντιστών – κοινωνίες, παρόλο που δεν βρίσκονται σε καθεστώτα άγριας καταπίεσης (Σ.τ.Μ.:σε σχέση με όσα συνέβαιναν στο παρελθόν) διευρύνουν τις επιρροές των κινήσεών τους εκμεταλλευόμενοι τις επιλογές των μεγάλων δυνάμεων εκτός της γεωγραφικής ζώνης, δηλαδή των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Παράλληλα οι παραδοσιακοί αγώνες για τη διεκδίκηση εξουσίας μεταξύ των πολιτικών κινημάτων ή οι παραδοσικές αντιπαλότητες μεταξύ των κρατών, υποστηρίζονται από τις φωνές της κοινωνίας των πολιτών αλλά και της νέας γενιάς. Παρόλα αυτά, όπως ακριβώς και στα γεγονότα του 2009 στο Ιράν, υπάρχει η «Αραβική Άνοιξη» του 2011 και οι Τουρκικές διαμαρτυρίες του 2013. Νέοι, γυναίκες, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, εθνικο-θρησκευτικές μειονότητες και όλοι όσοι μάχονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και την ειρήνη, αξίζουν την προσοχή μας και τη στήριξή μας, γιατί είναι το μέλλον αυτής της περιοχής, που τόσο συχνά έχει συνδεθεί με την εικόνα της βίας.