Δελτίο Τύπου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Ένα από τα βασικότερα θεσμικά αντίβαρα που διαθέτει το δημοκρατικό μας πολίτευμα για την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών των πολιτών του απέναντι στην εκτελεστική εξουσία είναι οι ανεξάρτητες αρχές: ο Συνήγορος του Πολίτη, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Την ικανότητά των αρχών αυτών να εκπληρώνουν, τον κορυφαίο για το πολίτευμά μας ρόλο τους, τον οφείλουν, πάνω από όλα στην ανεξαρτησία τους, ανεξαρτησία προσωπική των μελών τους, όσο και λειτουργική του οργάνου, στο σύνολό του, από διοικητικά, πολιτικά, οικονομικά ή άλλα κέντρα αποφάσεων.

Για να διασφαλίσει ακριβώς αυτή την ανεξαρτησία, το Σύνταγμά μας στο άρθρο 101Α προβλέπει για την επιλογή των μελών των αρχών ειδική αυξημένη πλειοψηφία (3/5 των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, ενός οργάνου της Βουλής η συγκρότηση και σύνθεση του οποίου ορίζεται με τον Κανονισμό της Βουλής, με βάση την κοινοβουλευτική δύναμη των πολιτικών κομμάτων). Με αυτό τον τρόπο, ο καταστατικός χάρτης της χώρας υποδεικνύει στις πολιτικές δυνάμεις, που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο, την επιδίωξη ευρύτερης διακομματικής συναίνεσης, ώστε η εκάστοτε σύνθεση των ανεξαρτήτων αρχών να απολαμβάνει στον μέγιστο δυνατό βαθμό της εμπιστοσύνης του πολιτικού συστήματος. Συνεπώς κάθε παραβίαση των «διαδικαστικών» κανόνων για την ανάδειξη των μελών τους μοιραία αντανακλάται ευθέως στη θεσμική τους ικανότητα να προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματά μας και την υπονομεύει εκ βάθρων. Γιατί ακριβώς τις μετατρέπει σε υποχείρια της πολιτικής βούλησης που επικράτησε με αντικανονικό τρόπο στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας. Πρόκειται για ένα πλήγμα στη δημοκρατική νομιμοποίηση των ανεξάρτητων αρχών, μετά τη συρρίκνωση που η τελευταία υπέστη στη συνταγματική αναθεώρηση του 2020 όταν μειώθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία από τα 4/5 στα 3/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, προκειμένου να επιλέγονται τα μέλη των ανεξαρτήτων αρχών που προβλέπονται στο Σύνταγμα.

Η θητεία ορισμένων μελών ανεξαρτήτων αρχών της χώρας μας, όπως της ΑΔΑΕ και του ΕΣΡ, έχει λήξει από καιρό. Η νόμιμη αντικατάστασή τους καθυστερούσε καθότι η κυβέρνηση έχει αποδειχθεί απρόθυμη να εισηγηθεί υποψήφιες και υποψήφιους που θα γίνονταν αποδεκτοί και από τους/ις βουλευτές της αντιπολίτευσης που μετέχουν στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Παρά την πρόσφατη σημαντική εκλογική επιτυχία του κυβερνώντος κόμματος, η κοινοβουλευτική του δύναμη, αλλά και αυτή των εν δυνάμει πολιτικών του συμμάχων στην άκρα υπερσυντηρητική δεξιά, δεν επαρκεί για την κατά Σύνταγμα ανάδειξη νέων μελών ανεξαρτήτων αρχών. Τουλάχιστον όχι χωρίς την ευρεία συνδρομή περισσοτέρων κομμάτων της αντιπολίτευσης, όπως απαιτεί και η λογική του πολιτεύματός μας. Γι’ αυτό και η κυβερνητική παράταξη επέβαλε μέσα στο καλοκαίρι μια αθόρυβη τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής, αυξάνοντας τα μέλη της Διάσκεψης των Προέδρων σε 27 με την προσθήκη δύο επιπλέον Προέδρων λαμβανομένων από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Η κατά τα φαινόμενα απροσδόκητη άρνηση ακροδεξιού σχηματισμού να συμπράξει με την κυβερνητική πλειοψηφία οδήγησε την τελευταία δια του Προέδρου της Βουλής, που φυσικά προέρχεται από αυτή, σε μια ευθεία παραβίαση όχι απλώς του πνεύματος, αλλά του ιδίου του γράμματος του Συντάγματός μας και μάλιστα στην πιο σαφή του, καθότι αριθμητική αποτύπωση. Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος της Βουλής εξέλαβε, παρά τις έντονες αντιδράσεις πολλών μελών της Διάσκεψης, ότι η πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας για την αντικατάσταση των μελών ανεξαρτήτων αρχών, η θητεία των οποίων έχει λήξει, έγινε δεκτή τελικά από το συλλογικό αυτό όργανο της Βουλής, μολονότι απέσπασε μόνον 16 ψήφους μεταξύ των 27 μελών αυτού.

Ωστόσο, καθεμιά και καθένας μπορεί με μια απλή μαθηματική πράξη να αντιληφθεί ότι ο αριθμός 16 υπολείπεται των 3/5 του 27, που είναι και ο αριθμός των μελών της Διάσκεψης (3/5Χ27=16,2). Καθεμιά και καθένας μας μπορεί να αντιληφθεί ότι η ανάδειξη ανεξάρτητων και αξιόπιστων φυλάκων των θεμελιωδών μας ελευθεριών και του κράτους δικαίου στη χώρα μας είναι υπερβολικά σημαντική υπόθεση για να χωράνε σε αυτή μπακάλικοι υπολογισμοί και πολιτικές κουτοπονηριές αμφιθεάτρου του τύπου «πάνω κάτω» ή «έλα μωρέ τί 16, τί 16,2». Οι δημοκρατικές ελευθερίες ούτε «σκόντο» επιδέχονται, ούτε κόλπα στο ζύγι. Αν μάλιστα πιστέψει κανείς ότι η πρόδηλα αντισυνταγματική αυτή μεθόδευση επελέγη προκειμένου να αποτραπεί η επικείμενη, κατά την πληροφόρηση εγκρίτων μέσων ενημέρωσης, επιβολή υψηλού προστίμου από την ΑΔΑΕ σε βάρος της ΕΥΠ για την εμπλοκή της τελευταίας στο σκάνδαλο των υποκλοπών των συνομιλιών πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης (αλλά και συμμάχων), τότε η αγωνία μας για την προστασία των ελευθεριών στη χώρα μας, δυστυχώς, μετατρέπεται σε αγωνία για την ίδια τη δημοκρατία.