Δελτίο Τύπου 03.08.2023

Οι έντονα αποκλίνουσες αφηγήσεις επιζώντων και ελληνικών αρχών γύρω από τις συνθήκες του θανατηφόρου ναυαγίου της Πύλου υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη για αποτελεσματική, ανεξάρτητη και αμερόληπτη έρευνα, δήλωσαν σήμερα η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Το αλιευτικό σκάφος «Adriana» μετέφερε σύμφωνα με εκτιμήσεις 750 άτομα όταν βυθίστηκε στις 14 Ιουνίου ανοιχτά των ακτών της Πύλου. Στη συνέχεια, μαρτυρίες από αρκετούς από τους 104 επιζώντες δείχνουν ότι το σκάφος ρυμουλκήθηκε από πλοίο της ελληνικής ακτοφυλακής, προκαλώντας το μοιραίο ναυάγιο. Οι ελληνικές αρχές αρνήθηκαν σθεναρά τους ισχυρισμούς αυτούς.

«Οι αποκλίσεις μεταξύ των αφηγήσεων των επιζώντων για το ναυάγιο της Πύλου και της εκδοχής των αρχών για τα γεγονότα είναι εξαιρετικά ανησυχητικές», δήλωσε η Judith Sunderland, αναπληρώτρια διευθύντρια Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 

«Οι ελληνικές αρχές, με την υποστήριξη και τον έλεγχο της διεθνούς κοινότητας, θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι θα διεξαχθεί διαφανής έρευνα με σκοπό την παροχή της αλήθειας και της δικαιοσύνης στους επιζώντες και στις οικογένειες των θυμάτων, καθώς και ότι θα υπάρξει λογοδοσία των υπευθύνων».

Αντιπροσωπεία της Διεθνούς Αμνηστίας και του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επισκέφτηκε την Ελλάδα μεταξύ 4 και 13 Ιουλίου 2023 στο πλαίσιο της εν εξελίξει έρευνας για τις συνθήκες του ναυαγίου και για τα βήματα που ακολουθούνται για την απόδοση ευθυνών. Πήρε συνέντευξη από 19 επιζώντες του ναυαγίου, από 4 συγγενείς αγνοουμένων, καθώς και από μη κυβερνητικές οργανώσεις, οργανισμούς του ΟΗΕ και διεθνείς οργανισμούς, όπως επίσης από εκπροσώπους του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής (ΛΣ-ΕΛΑΚΤ) και της Ελληνικής Αστυνομίας. 

Οι αρχικές παρατηρήσεις των οργανώσεων επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες που αναφέρονται από πολλές άλλες αξιόπιστες πηγές σχετικά με τα χαρακτηριστικά του ναυαγίου. Οι επιζώντες που ερωτήθηκαν από τη Διεθνή Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δήλωσαν σταθερά ότι το σκάφος του Λιμενικού Σώματος που στάλθηκε στο σημείο προσάρτησε σχοινί στο «Adriana» και άρχισε να το ρυμουλκεί, με αποτέλεσμα το σκάφος να αρχίσει να ταλαντεύεται και στη συνέχεια να ανατραπεί. Οι επιζώντες δήλωσαν επίσης σταθερά ότι οι επιβάτες ζητούσαν να διασωθούν και ότι είδαν άλλους στο σκάφος να εκλιπαρούν για διάσωση μέσω δορυφορικού τηλεφώνου τις ώρες πριν από την ανατροπή του σκάφους τους. 

Σε συνάντηση με τη Διεθνή Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ανώτεροι αξιωματούχοι του Λιμενικού Σώματος δήλωσαν ότι τα άτομα που βρίσκονταν στο σκάφος περιόρισαν το αίτημά τους για βοήθεια σε τρόφιμα και νερό και εξέφρασαν την πρόθεσή τους να προχωρήσουν προς την Ιταλία. Είπαν ότι το πλήρωμα του σκάφους του Λιμενικού πλησίασε το «Adriana» και χρησιμοποίησε ένα σχοινί ώστε να προσεγγίσει το σκάφος και να εκτιμήσει αν οι επιβάτες ήθελαν βοήθεια, αλλά ότι μετά τις πρώτες «διαπραγματεύσεις», οι επιβάτες πέταξαν το σχοινί πίσω, και το σκάφος συνέχισε το ταξίδι του.

Οι ελληνικές αρχές έχουν ξεκινήσει δύο ποινικές διερευνήσεις, μία με επίκεντρο τους φερόμενους ως διακινητές και μία άλλη για τις ενέργειες του Λιμενικού Σώματος. Είναι ζωτικής σημασίας οι έρευνες αυτές να συμμορφώνονται με τα διεθνή πρότυπα αμεροληψίας, ανεξαρτησίας και αποτελεσματικότητας για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Για να ενισχυθεί η αξιοπιστία των δικαστικών ερευνών τόσο στην πράξη όσο και στην αντίληψη, θα πρέπει να τελούν υπό την εποπτεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι το Γραφείο του Έλληνα Συνηγόρου του Πολίτη θα λάβει άμεσα τις πληροφορίες και τους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του ως Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, σε σχέση με κάθε πειθαρχική έρευνα.  

Αρκετοί επιζώντες δήλωσαν ότι οι αρχές κατέσχεσαν τα τηλέφωνά τους μετά το ναυάγιο αλλά δεν τους έδωσαν κανένα σχετικό έγγραφο ούτε τους είπαν πώς να ανακτήσουν τα υπάρχοντά τους. Ο Ναμπίλ, επιζών συριακής καταγωγής, δήλωσε στις οργανώσεις: «Δεν μου πήραν μόνο τα αποδεικτικά στοιχεία του ναυαγίου, αλλά και τις αναμνήσεις των φίλων μου που χάθηκαν· μου πήραν τη ζωή μου». 

Η μακροχρόνια αποτυχία των ελληνικών αρχών να διασφαλίσουν τη λογοδοσία για τις βίαιες και παράνομες επαναπροωθήσεις στα σύνορα της χώρας δημιουργεί ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα και την προθυμία τους να διεξάγουν αποτελεσματικές και ανεξάρτητες έρευνες. 

Θα πρέπει να αντληθούν διδάγματα από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 2022 σχετικά με την υπόθεση του ναυαγίου στο Φαρμακονήσι το 2014, στην οποία οι επιζώντες υποστήριξαν ότι η βάρκα τους ανετράπη επειδή το Ελληνικό Λιμενικό χρησιμοποίησε επικίνδυνους ελιγμούς για να τη ρυμουλκήσει προς τα τουρκικά ύδατα. Το δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για τις αποτυχίες των αρχών να χειριστούν τις επιχειρήσεις διάσωσης καθώς και για τις ελλείψεις στη μετέπειτα διερεύνηση του περιστατικού, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι μαρτυρίες των θυμάτων.

Λόγω της σοβαρότητας και της διεθνούς σημασίας της τραγωδίας της Πύλου, οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να αναζητήσουν και να καλωσορίσουν τη διεθνή ή/και την ευρωπαϊκή βοήθεια και συνεργασία στη διεξαγωγή των εθνικών ερευνών ως πρόσθετη εγγύηση ανεξαρτησίας, αποτελεσματικότητας και διαφάνειας.

Μια πλήρης και αξιόπιστη έρευνα για το ναυάγιο θα πρέπει να επιδιώκει την αποσαφήνιση τυχόν ευθυνών τόσο για τη βύθιση του πλοίου όσο και για τις καθυστερήσεις ή τις ελλείψεις στις προσπάθειες διάσωσης που μπορεί να συνέβαλαν στην τρομακτική απώλεια ανθρώπινων ζωών. Η έρευνα θα πρέπει να περιλαμβάνει τη λήψη των μαρτυριών από όλους τους επιζώντες, υπό συνθήκες που να εγγυώνται την εμπιστοσύνη και την ασφάλειά τους. 

Όλα τα εγκληματολογικά στοιχεία, όπως ίχνη επικοινωνιών, βίντεο και φωτογραφίες, θα πρέπει να συλλεχθούν, να αξιολογηθούν και να διαφυλαχθούν, ώστε να διευκολυνθούν οι διαδικασίες απόδοσης ευθυνών. Οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, όπως κινητά τηλέφωνα, που έχουν αφαιρεθεί από τους επιζώντες για τους σκοπούς της διερεύνησης θα πρέπει να καταγράφονται κατάλληλα και να επιστρέφονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Όλοι οι φορείς που εμπλέκονται στο περιστατικό ή έχουν γνώση αυτού, συμπεριλαμβανομένου του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, της Frontex, των καπετάνιων και των πληρωμάτων των δύο εμπορικών πλοίων, και άλλων που συμμετείχαν στην επιχείρηση διάσωσης μετά το ναυάγιο, θα πρέπει να κληθούν ή να υποχρεωθούν να καταθέσουν, ανάλογα με την περίπτωση, και θα πρέπει να συνεργαστούν πλήρως και άμεσα με τις έρευνες. 

Παράλληλα με την έρευνα σε εθνικό επίπεδο, η Ευρωπαία Συνήγορος του Πολίτη ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει έρευνα σχετικά με τον ρόλο της Frontex στις δραστηριότητες έρευνας και διάσωσης (SAR) στη Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένου του ναυαγίου του «Adriana». Αυτό θα θέσει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο, τις πρακτικές και τα πρωτόκολλα του οργανισμού στο πλαίσιο των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης (SAR) και σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες προέβη για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη νομοθεσία της Ε.Ε. κατά τη διάρκεια αυτού και άλλων ναυαγίων.

Η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συνεχίζουν την έρευνα για το ναυάγιο της Πύλου και απαιτούν δικαιοσύνη για όλους εκείνους και εκείνες που επλήγησαν. 

«Αυτή η τραγωδία, που θα μπορούσε να έχει αποτραπεί, καταδεικνύει τη χρεοκοπία των μεταναστευτικών πολιτικών της Ε.Ε., οι οποίες βασίζονται στον φυλετικό αποκλεισμό των ανθρώπων που μετακινούνται και στη θανατηφόρα αποτροπή», δήλωσε η Esther Major, ανώτερη σύμβουλος ερευνών της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ευρώπη.

«Για να διασφαλιστεί ότι αυτή θα είναι η τελευταία τραγωδία, και όχι η πιο πρόσφατη, σε έναν ασυνείδητα μακρύ κατάλογο με τέτοιες τραγωδίες στη Μεσόγειο, η Ε.Ε. θα πρέπει να αναπροσανατολίσει τις συνοριακές πολιτικές της προς τη διάσωση στη θάλασσα και προς τα ασφαλή και νόμιμα περάσματα για τις/τους αιτούσες/-ντες άσυλο, τις/τους προσφύγισσες/-όσφυγες και τις/τους μετανάστριες/-άστες». 

Ιστορικό

Οι οργανώσεις, στο πλαίσιο της εν εξελίξει έρευνάς τους, έχουν αποστείλει επιστολές με τις οποίες ζητούν πληροφορίες από διάφορους βασικούς φορείς, μεταξύ των οποίων το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, η Εισαγγελία του Ναυτοδικείου Πειραιά και η Frontex.

Στις 13 Ιουνίου 2023, η Frontex δήλωσε ότι το αεροπλάνο παρακολούθησης που διαθέτει εντόπισε το «Adriana» στις 09:47 UTC (12:47 ώρα Ελλάδας) και ειδοποίησε τις αρχές στην Ελλάδα και την Ιταλία. Τις επόμενες ώρες, δύο εμπορικά πλοία και αργότερα ένα σκάφος της Ελληνικής Ακτοφυλακής αλληλεπίδρασαν με το «Adriana». Μετά την ανατροπή του σκάφους περίπου στις 2 π.μ. ώρα Ελλάδας στις 14 Ιουνίου, διασώθηκαν μόνο 104 επιζώντες, μεταξύ των οποίων και αρκετά παιδιά.

Η Εισαγγελία Καλαμάτας διέταξε τη σύλληψη εννέα Αιγύπτιων πολιτών που επέζησαν του ναυαγίου με την κατηγορία της λαθρεμπορίας, της συμμετοχής σε οργανωμένο εγκληματικό δίκτυο, της ανθρωποκτονίας και άλλων σοβαρών εγκλημάτων.
Έπειτα από εισαγγελική παραγγελία της Προϊσταμένης της Εισαγγελίας του Ναυτοδικείου Πειραιώς, εισαγγελέας διενεργεί προκαταρκτική εξέταση για τις συνθήκες του ναυαγίου και ενδεχόμενες αξιόποινες πράξεις από μέλη του Λιμενικού Σώματος − Ελληνικής Ακτοφυλακής. Οι οργανώσεις ζήτησαν ενημέρωση από τον Έλληνα Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής σχετικά με τυχόν πειθαρχική έρευνα που έχει ξεκινήσει για τις ενέργειες των μελών του Λιμενικού Σώματος.