Η λογοκρισία τη δεκαετία του 1950 στην Ελλάδα εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Ο,τιδήποτε μπορεί να προκαλέσει τη συντηρητική τάξη πραγμάτων δαιμονοποιείται αγγίζοντας χορδές αντικομμουνιστικές και χρηστών ηθών. Τα εθνικο-πατριαρχικά αντανακλαστικά έχουν «ευαισθησίες» απέναντι σε γράμματα και τέχνες. Έτσι – ανάμεσα σε άλλες υποθέσεις – θα βρεθεί υπόλογος στην Δικαιοσύνη και ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988). Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση Λειβαδίτη εκδικάζεται τον Φεβρουάριο του 1955 στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Ο ποιητής είναι τότε 33 χρονών με πολιτική δραστηριότητα που ανέπτυξε στο χώρο της αριστεράς τα προηγούμενα χρόνια. Έχει παντρευτεί και έχει μια μικρή κόρη όταν θα συλληφθεί και εξοριστεί από το 1948 μέχρι το 1951 στον Μούδρο, στη Μακρόνησο και στον Αϊ Στρατή απ’ όπου θα μεταφερθεί στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα πριν αφεθεί ελεύθερος υπό ένα καθεστώς ιδιότυπης ομηρίας: οι αστυνομικές αναφορές τον χαρακτηρίζουν «αμετανόητο κομμουνιστή» και τον παρακολουθούν ενώ η άδεια αποφυλάκισης πρέπει να ανανεώνεται κάθε τόσο με αποφάσεις του υπουργείου Εσωτερικών. Πάντως μέσα στα επόμενα χρόνια, η λογοτεχνική φήμη του -με το έργο του κερδίζει πολλούς ανθρώπους- εν μέρει θα τον προστατέψει. Αργότερα στη Μεταπολίτευση θα τον αποκαλούν ποιητή του έρωτα και της επανάστασης.

Γράφει για το ασσόδυο ο Κίμωνας Θεοδώρου.

 

Πώς όμως φτάνει σε λογοτεχνική δίκη το 1955; Αφορμή στέκεται η ποιητική του σύνθεση «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» που κυκλοφορεί το 1953, βιβλίο για το οποίο θα συλληφθεί τον Δεκέμβριο του 1954. Στην Αθήνα πέρα από ένα κοινό που θα αγαπήσει το έργο, θα πέσει πάνω στη λογοκριτική τάση μιας συντηρητικής πολιτικά υποκινούμενης μερίδας. Θεωρείται ότι με το συγκεκριμένο «ιδεολογικό» και «αντιπολεμικό» ποιητικό έργο του στρέφεται εναντίον του καθεστώτος που «μάχεται» για τη χώρα. Κατηγορείται για εσχάτη προδοσία και βρίσκεται υπόλογος απέναντι στο κράτος με βάση τον αντικομμουνιστικό νόμο 509/1947 «Περὶ μέτρων ἀσφαλείας τοῦ Κράτους, τοῦ πολιτεύματος, τοῦ κοινωνικοῦ καθεστῶτος καὶ προστασίας τῶν ἐλευθεριῶν τῶν πολιτῶν».

Η δίκη του Λειβαδίτη θα συγκινήσει βαθιά. Πολλοί θα σπεύσουν να την παρακολουθήσουν και να προασπιστούν τον διωκόμενο. Τέσσερα μέλη της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, οι Άγις Θέρος (αντιπρόεδρος του Δ.Σ.), Στρατής Δούκας, Λέων Κουκούλας και Χρήστος Λεβάντας (μέλη του Δ.Σ.) θα μιλήσουν από τη θέση του μάρτυρα υπεράσπισης και θα τονίσουν την ανάγκη να αφεθεί ελεύθερη η καλλιτεχνική δημιουργία στον τόπο μας. Ο Άγις Θέρος αφού είπε για το βιβλίο ότι πρόκειται για «ένα υπέροχο λυρικό κομμάτι γεμάτο ανθρωπισμό», κατέληξε στη διαπίστωση: «Δεν ξέρω αν έχουμε αληθινή δημοκρατία στην Ελλάδα». Έπειτα ο Στρατής Δούκας παρατήρησε ανάμεσα σε άλλα πως «με το σύστημα της αποσπάσεως στίχων και ξεκομμένων φράσεων και το ίδιο το Ευαγγέλιο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαναστατικό». Με τη σειρά τους οι Κουκούλας και Λεβάντας χαρακτήρισαν το έργο σαν ύμνο προς την ειρήνη και εκφράσανε τον πόθο όλων των πνευματικών ανθρώπων να τεθεί τέρμα στη δίωξη της σκέψης και του λόγου. Από την άλλη πλευρά τη θέση ότι το βιβλίο είχε «ανατρεπτικό περιεχόμενο» και δικαίως κατασχέθηκε την προηγούμενη χρονιά και συνελήφθη ο ποιητής, υποστήριξαν οι αστυνόμοι κ.κ. Καραχάλιος και Τζαβέλας, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου κ. Σακελλαρίου και ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου κ. Ζερβόπουλος.

Και ξαφνικά έγινε μεγάλη σιωπή.
Κι άρχισε ο ήλιος να κατεβαίνει μέσα στις φλόγες της δύσης.
Κι η απέραντη πυρκαγιά του δειλινού άπλωσε τις τρομαχτικές
λάμψεις της πάνω απ’ τον κόσμο.
Κι ο ουρανός έγινε κόκκινος. Και το χώμα πήρε ένα βαθύ χρώμα
κόκκινο. Κι έγινε σαν αίμα.
Και δεν ακουγόταν τίποτα σ’ όλη τη γη.

Τότε προβάλλοντας σιγά-σιγά πίσω απ’ τα υψώματα
μεγάλες σκοτεινές φάλαγγες φάνηκαν νάρχονται.
Απ’ τις πεδιάδες, απ’ τα φαράγγια, απ’ τις χαράδρες, απ’τα βουνά
απ’ όλους τους δρόμους του κόσμου φάνηκαν νάρχονται
οι νεκροί του πολέμου
(…)
Κι ανάβαν κόκκινοι οι ορίζοντες σα να καιγόταν ο κόσμος

Ερχόντουσαν απ’ τα χαρακώματα, απ’ τις υπόγειες στοές, απ’ τις τρύπες
ερχόντουσαν απ’ τους ομαδικούς τάφους τους ανοιγμένους στις πεδιάδες
(…)
Ερχόντουσαν ξεκοιλιασμένοι, σπαραγμένοι, σαπισμένοι
ανασαίνοντας δύσκολα με το κεφάλι ανεστραμμένο και το στόμα
σαν μια πληγιασμένη τρύπα ανοιχτό
Και προχωρούσαν αργά μέσα στο κόκκινο πελώριο ηλιοβασίμεμα
(…)
Που πάνε που πάνε
σταματήστε τους
οι στρατηγοί χειρονομούν
οι υπουργοί και οι πόρνες τρέμουν
σταματήστε τους (…)
Στρατιώτες επιτεθήτε
αξιωματικοί επιτεθήτε (…)
πώς να σκοτώσουμε τους σκοτωμένους εξοχώτατοι
χι – χι – χι
(…)
Κι ολάκαιρο το πλήθος σάλεψε κι άρχισε να προχωράει
ένα δάσος από σηκωμένες γροθιές
ένα απέραντο βουητό
ειρήνη
ειρήνη

 

Η απολογία του ποιητή
Ο Τάσος Λειβαδίτης στην απολογία του τόνισε τη μεγάλη σημασία της δίκης, λέγοντας πως «δεν δικάζομαι για κανένα συγκεκριμένο αδίκημα, αλλά για την ίδια την ποιητική μου ιδιότητα. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο θεωρώ ότι σαν ουσία της υποθέσεως πρέπει ν’ αναφερθώ στο θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια απ’ τις πιο δύσκολες και πολύπλοκες εκδηλώσεις του ανθρώπινου πνεύματος. Για να δημιουργηθεί ένα έργο τέχνης δεν φτάνει οι εξωτερικές παραστάσεις να γίνουν αντιληπτές απ’ τον καλλιτέχνη και απλώς να αντιγραφούν απ’ αυτόν, μα πρέπει αυτές οι παραστάσεις, όλο αυτό που λέμε με μια λέξη πραγματικότητα, να διοχετευθεί στην καλλιτεχνική συνείδηση, να υποστεί εκεί ένα πλήθος μεταβολές και αλλοιώσεις, να υποστεί μια αληθινή ζύμωση, ως ότου κάποτε να γεννήσει την καλλιτεχνική συγκίνηση που θα γίνει αφορμή και κίνητρο στη δημιουργία του καλλιτεχνικού έργου. Για να δημιουργηθεί αυτό το έργο που ο αναγνώστης το παίρνει και το διαβάζει για ένα βράδυ, ο συγγραφέας του μόχθησε και βασανίστηκε και μάτωσε, και πολλές φορές έκλαψε, για χρόνια».

Συνέχισε αναφερόμενος στο εκτενές του ποίημα: «Προσπάθησα να δείξω τη φρίκη και την αθλιότητα που επισωρεύει ο πόλεμος. Να δείξω τη δραματική πείρα των δύο παγκοσμίων πολέμων. Κάθε πόλεμος μαζί με τις φρικαλεότητες που διαπράττει, μαζί με τους χιλιάδες σκοτωμένους, τη διαταραχή που φέρνει στην οικονομία των χωρών, την έκλυση των ηθών και γενικά την αναστάτωση στην ψυχολογία των ανθρώπων πούχει σαν επακόλουθο, φέρνει συγχρόνως μαζί του κι ένα ισχυρό αντιπολεμικό ρεύμα, που εκδηλώνεται σ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Έτσι μαζί με τα εκατομμύρια ξύλινους σταυρούς που φύτεψαν στη γη οι δυο τελευταίοι πόλεμοι, σκόρπισαν συγχρόνως και τους σπόρους για μια πλούσια άνθιση της αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Αυτό το αντιπολεμικό ρεύμα δεν είναι μια θεωρητική άρνηση του πολέμου αλλά μια φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση απέναντι σ’ έναν κίνδυνο. Είναι, θα μπορούσε κανείς να πει, η εξέγερση του παγκόσμιου ενστίκτου αυτοσυντηρήσεως μπροστά στον αφανισμό και την καταστροφή».

Κι αφότου μίλησε για έργα της αντιπολεμικής λογοτεχνίας πρόσθεσε: «Ανάμεσα στα έργα αυτά φιλοδόξησα έστω και σε μια μικρή θέση πλάι τους να μπει και το δικό μου έργο». Ύστερα αναφέρθηκε στο θέμα του διωγμού του πνεύματος που παρατηρείται στη χώρα τον τελευταίο καιρό –με κατασχέσεις βιβλίων και διώξεις συγγραφέων– και κατέληξε υπογραμμίζοντας το πόσο μια χώρα έχει ανάγκη απ’ την τέχνη όπως επίσης το πόσο η τέχνη έχει ανάγκη από ελευθερία για ν’ αναπτυχθεί. Και ακόμα πως από κάθε ιστορική περίοδο δεν μένουν παρά τα έργα τέχνης και τα έργα πολιτισμού και ότι το ποσοστό του πολιτισμού μιας χώρας είναι ανάλογο με το ποσοστό της πνευματικής ελευθερίας που υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα. Ανέφερε σαν παράδειγμα την αρχαία Ελλάδα «που τα μεγάλα καλλιτεχνικά της αριστουργήματα τα χρωστάει στην ελευθερία του λόγου και της συνειδήσεως –αξία που οι αρχαίοι Έλληνες την τοποθετούσαν στην κορυφή της πυραμίδας όλων των ανθρώπινων αξιών».

Τελειώνοντας παρατήρησε πως το ιδανικό της Ειρήνης –που είναι το θέμα του έργου του- αποτέλεσε πάντοτε ένα από τα πιο ισχυρά καλλιτεχνικά κίνητρα. «Δεν υπάρχει καλλιτέχνης απ’ τον καιρό που εμφανίστηκε ο γραπτός λόγος πάνω στον πλανήτη μας που να μην αφιέρωσε τις πιο δημιουργικές του δυνάμεις στην εξύμνηση της Ειρήνης. Με το βιβλίο μου προσπάθησα να προσφέρω κι εγώ τις υπηρεσίες μου στην Ειρήνη. Να δείξω τους χιλιάδες ξύλινους σταυρούς. Να δείξω τα συρματοπλέγματα, τα κρεματόρια, το φόβο. Να δείξω τη φωτιά και τον θάνατο. Και πλάι σ’ αυτά να τραγουδήσω την ελπίδα και το μέλλον. Και την ακλόνητη απόφαση των ανθρώπων ν‘ αγωνιστούν για την ειρήνη. Το μεγάλο αυτό θέμα, βαρύ για τους ώμους ενός νέου ποιητή, το σήκωσα μ’ όσο πάθος και σεβασμό διαθέτω. Έχω ήσυχη την καλλιτεχνική μου συνείδηση ότι έκανα το καθήκον μου σαν υπερασπιστής της Ειρήνης… Γιατί ο ποιητής ή ο συγγραφέας απ’ τη στιγμή που θα χαράξει την πρώτη φράση του πάνω στο χαρτί είναι δεμένος με όρκο ακατάλυπτο να υπερασπίσει ό,τι πιο άξιο έχει η ζωή: τη δικαιοσύνη, την αλήθεια, την ομορφιά, την Ειρήνη».

Έκλεισε την απολογία του με αυτά τα λόγια: «Απευθύνομαι προς εσάς κ.κ. Δικασταί για να ζητήσω, όχι απλώς μια δικαστική απόφαση, μα τη συμπαράστασή σας, τόσο στην προστασία της ελευθερίας του πνεύματος, όσο και στην υπεράσπιση της Ειρήνης. Τελειώνοντας θάθελα να τονίσω, για μια ακόμα φορά τη μεγάλη σημασία της σημερινής δίκης, όπως επίσης και την πεποίθησή μου ότι η απόφασή σας θάναι υπέρ της πνευματικής ελευθερίας του τόπου μας και υπέρ της Ειρήνης».

Το Εφετείο πείστηκε και κατέληξε σε μια απόφαση που θεωρήθηκε σημαντική, δημοκρατική και φιλελεύθερη αθωώνοντας τον ποιητή και διατάζοντας να του αποδοθούν όλα τα βιβλία που είχαν κατασχεθεί. Ο Εισαγγελέας Εφετών κ. Λάσκαρης επαινέθηκε ως μια γνήσια και φλογερή φωνή της δημοκρατίας. Αδιαμφισβήτητα στην απόφαση πρέπει να έπαιξε ρόλο το κλίμα συμπαράστασης που είχε διαμορφωθεί υπέρ του Λειβαδίτη τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό κατά το τελευταίο δίμηνο της κράτησής του. Η κατακραυγή δεν βόλευε το πολιτικό καθεστώς καθώς μπορεί να φανερώνονταν χιλιάδες ακόμα υποθέσεις πολιτικών κρατουμένων. Στην ίδια δίκη αθωώθηκε επίσης ο Ανδρέας Πάγκαλος για την κυκλοφορία του βιβλίου του Στάλιν στα ελληνικά με τίτλο «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού την ΕΣΣΔ». Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης αφενός δεν προέτρεπε σε καμία βίαια ανατροπή του πολιτεύματος και αφετέρου επρόκειτο για οικονομολογική μελέτη και επιστημονικό έργο που κυκλοφορεί ελεύθερα σε όλες τις χώρες.

Εν τέλει όχι μόνο επιστράφηκαν τα κατασχεθέντα βιβλία, αλλά τον ίδιο μήνα, και μετά τη δίκη της 9ης Φεβρουαρίου 1955, το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» σημείωσε τη δεύτερη έκδοσή του στην Αθήνα. Επιπλέον 3500 αντίτυπα θα έβγαιναν τον Μάιο από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, που ήταν ο εκδοτικός μηχανισμός του ΚΚΕ την περίοδο της παρανομίας και της πολιτικής προσφυγιάς του και που τύπωνε τα βιβλία κυρίως στη Ρουμανία. Για το έργο μάλιστα ο Λειβαδίτης θα διακρινόταν και στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία. Μεταγενέστερα θα γνώριζε πολλές ακόμα επανεκδόσεις. Ο φόβος ορισμένων ότι η δίκη τελικά θα διαφήμιζε το έργο επιβεβαιώθηκε. Πάντως οι λογοτεχνικές δίκες δεν θα έπαυαν άμεσα και συχνά οι αποφάσεις ήταν καταδικαστικές. Μοιάζει απίστευτο, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα, ότι ένα μήνα αργότερα βρέθηκαν σε μπλεξίματα οι υπεύθυνοι -Κ. Κοτζιάς, Ν. Καραγιώργος, Ε. Κρίτας- για την κυκλοφορία στα ελληνικά δώδεκα διηγημάτων από το κλασικό έργο της ιταλικής φιλολογίας «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, επειδή το περιεχόμενο θεωρήθηκε άσεμνο με αποτέλεσμα την καταστροφή του βιβλίου, ενός μηνός φυλάκιση και πρόστιμο 20.000 δραχμές. Δεν πρέπει να ήταν μόνο το «άσεμνο» αλλά και οι πολιτικές πεποιθήσεις των εμπλεκομένων στην έκδοση. Γενικά η ελληνική μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από την πλήρη ηγεμονία του αντικομμουνιστικού κράτους, όμως υπάρχουν και δημοκρατικές δυνατότητες διακίνησης ιδεών. Κατά τον Καρπόζηλο οι αστικές ελευθερίες βρίσκονταν υπό διαρκή περιορισμό και επιτήρηση, αλλά όχι στον απόλυτο βαθμό. Είναι τα χρόνια της «καχεκτικής δημοκρατίας» όπως την ονομάζει ο Ηλίας Νικολακόπουλος, μια ιδιότυπη σύζευξη αυταρχισμού και δημοκρατίας, αποκλεισμού και ευημερίας, ιδεολογικής οπισθοδρόμησης και πολιτιστικής άνοιξης.

Τέλος, ίσως η Δικαιοσύνη να αθώωσε τον Λειβαδίτη για έναν ακόμα λόγο που μόνο διαισθητικά ψυχανεμιζόμαστε: φοβήθηκε την εκδίκηση των νεκραναστημένων. Στο επίμαχο πόνημα ο ποιητής περιγράφει την αιματηρή φρικωδία που προηγήθηκε και έπειτα σηκώνει τους νεκρούς του πολέμου από τα χώματα μέσα σε μια ατμόσφαιρα αποκαλυπτική με ουρανούς κατακόκκινους από έναν φλεγόμενο ήλιο. Ξεχύνονται ολόγυρα καταλαμβάνοντας τον κόσμο και αξιώνοντας να χτίσουν μια οριστική κοινότητα ειρήνης. Η κατάσταση γίνεται ανεξέλεγκτη, το κράτος δεν μπορεί να σκοτώσει δεύτερη φορά τους νεκρούς που σχηματίζουν τρομακτικές ορδές. Κόβουν την ανάσα κάθε εξουσίας που πρέπει να παραδοθεί για να ανατείλει μια νέα πλάση χωρίς άλλο πια δεινά. Ο φόβος της εκδίκησης γίνεται όψη της χρωμοφοβίας απέναντι στο κόκκινο.

 

Λεπτομέρεια έργου του Πάνου Σκλαβενίτη, 2022, Φωτογραφία ασσόδυο.

 

κάλεσμα σε ρεβεγιόν ουτοπίας:

ΚΙ ΑΝΑΒΑΝ ΚΟΚΚΙΝΟΙ ΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
ΣΑ ΝΑ ΚΑΙΓΟΤΑΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ

FB EVENT

 

 

Πηγές:

ΕΜΠΡΟΣ, 5-2-1955
ΕΘΝΟΣ, 10-2-1955
Επιθεώρηση Τέχνης, τόμος Α’, 1954-1955
Γ. Πετρόπουλος, Ν. Ζηργάνος, Ν. Χατζηδημητράκος, Το αποτύπωμα της ποίησης στην ασφάλεια. Οι φάκελοι των ποιητών, έκδοση ΕΦΣΥΝ, 2017
Καρπόζηλος Κωστής, «Αντικομμουνισμός και λογοκρισία», στο Π. Πετσίνη, Δ. Χριστόπουλος (επιμ), Λεξικό Λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική δημοκρατία, Δικτατορία και Μεταπολίτευση, Εκδ. Καστανιώτη, 2017