“Ως κοινωνία, έχουμε επιλέξει να επενδύουμε δισεκατομμύρια δολάρια στην τιμωρία, μια επένδυση που συχνά οδηγεί στη λανθασμένη υπόθεση ότι το σύστημα κρατά τους ανθρώπους υπόλογους, ενώ στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά αυτό κάνει.”

Πώς ήταν η χειρότερη σχέση σας; Η δική μου μου κόστισε πάνω από 55.000 δολάρια και μου έδωσε σημαντικά μαθήματα για το τι σημαίνει να υπερασπίζεσαι την κατάργηση των φυλακών στη σημερινή κοινωνία.

Γράφει η Σία Χένρι, πρώτη δημοσίευση στο Yes!

 

Ο Ντρέ (δεν κάνω χρήση του αληθινού του ονόματος) μεγάλωσε ως επί το πλείστον με τους παππούδες του, καθώς η μητέρα του πάλευε με προβλήματα χρήσης ουσιών και ο πατέρας του ήταν στη φυλακή. Σε ηλικία 12 ετών αποβλήθηκε από το σχολείο, αφού οδήγησε τους φίλους του να κλέψουν άλλους μαθητές κατά τη διάρκεια του μαθήματος της γυμναστικής.

Τι συμβαίνει στα παιδιά όταν οι εκπαιδευτικοί που έχουν την ευθύνη να τα φροντίζουν καλούν την αστυνομία και τα αποβάλλουν από τη μαθητική κοινότητα; Αυτά τα παιδιά δεν παύουν να υπάρχουν, στέλνονται κάπου. Όπως  λέει μια αφρικανική παροιμία “Το παιδί που δεν αγκαλιάζεται από το χωριό, θα το κάψει για να νιώσει τη ζεστασιά του”. Παίρνουν λοιπόν μαζί τους το θυμό, τον εξευτελισμό, τον πόνο και την αποξένωση.

Στην περίπτωση του Ντρε, λίγους μήνες μετά την αποπομπή του σε ηλικία μόλις 13 ετών, πέρασε ένα χρόνο σε φυλακή ανηλίκων για απόπειρα δολοφονίας, αφού μαχαίρωσε ένα άλλο παιδί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια ενός καυγά. Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, εντάχθηκε σε μια συμμορία και άρχισε να πουλάει ναρκωτικά.

Γνώρισα τον Ντρε όταν ήμασταν και οι δύο 19 ετών. Εγώ, μια νεαρή μαύρη γυναίκα σε ένα κατά κύριο λόγο λευκό κολέγιο, προτιμούσα να κάνω παρέα με αυτόν και τους φίλους του από τα παιδιά της αδελφότητας στην πανεπιστημιούπολη. Καθώς συνέχισα τη νομική σχολή και τον χώρο της μεταρρύθμισης του ποινικού νομικού συστήματος, ο Ντρε μπαινόβγαινε στη φυλακή.

Τον επισκεπτόμουν στη φυλακή κατά καιρούς, αλλά αναπόφευκτα χάσαμε επαφή με την πάροδο των ετών. Ως κοινωνία, έχουμε επιλέξει να επενδύουμε δισεκατομμύρια δολάρια στην τιμωρία, μια επένδυση που συχνά καταλήγει στη λανθασμένη υπόθεση ότι το σύστημα καθιστά τους ανθρώπους υπόλογους, ενώ στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά αυτό κάνει. Ένας από τους πολλούς άγραφους στόχους αυτού του συστήματος είναι να απομονώσει τους ανθρώπους από την κοινότητά τους, καθιστώντας τους ακόμη πιο δύσκολο να αποφύγουν τις ψυχολογικές βλάβες που συνοδεύουν τη βία και την απανθρωπιά που ενδημούν στα τσιμεντένια και μεταλλικά ιδρύματα που έχουμε στήσει για να κρατήσουμε τους καλούς ανθρώπους ασφαλείς.

Ποιο είναι το νόημα της αστυνομίας αν δεν μπορεί να μας κρατήσει ασφαλείς;

Το καλοκαίρι του 2020, έλαβα μια κλήση από έναν τυχαίο αριθμό. Παραλίγο να μην απαντήσω, αλλά όταν το έκανα, αναγνώρισα το προηχογραφημένο μήνυμα από τη φυλακή “έχετε μια κλήση από έναν κρατούμενο”. Ήταν ο Ντρε.

Εκείνο το τηλεφώνημα στάθηκε αφορμή για την επανεκκίνηση της σχέσης μας. Αρχίσαμε να μιλάμε καθημερινά. Το φθινόπωρο, την επομένη της αποφυλάκισής του, πήγα να τον δω. Ήταν έξω υπό όρους για εννέα μήνες στις νότιες Πολιτείες, ενώ εγώ ζούσα τότε στο Μέριλαντ (ανατολικές Πολιτείες).

Επέτρεψα στον Ντρε να μισθώσει ένα όχημα στο όνομά μου, επειδή χρειαζόταν ένα μέσο μεταφοράς. Στη συνέχεια, για να τον βοηθήσω να ξεφύγει από έναν ρατσιστή αξιωματικό αναστολής που είχε σκοπό να τον στείλει πίσω στη φυλακή, του βρήκα ένα διαμέρισμα σε μια κοντινή Πολιτεία, το οποίο επίσης νοίκιασα στο όνομά μου. Μετά, χρειαζόταν έναν νόμιμο τρόπο να βγάζει τα προς το ζην. Τον άφησα να νοικιάσει ένα φορτηγό στο όνομά μου για να ξεκινήσει μια εταιρεία μετακομίσεων, τον έφερα σε επαφή με έναν φίλο που ήταν πρόθυμος να τον προσλάβει για μια προσωρινή απομακρυσμένη εργασία και του δάνεισα χρήματα.

Σίγουρα, κάποια από αυτά ήταν απερίσκεπτες αποφάσεις εκ μέρους μου, αλλά μερικές φορές κάνουμε τα λάθος πράγματα για τους σωστούς λόγους που υποθέτουμε ότι είναι σωστοί (δηλ. αγάπη και αίσθημα υποχρέωσης). Επιπλέον, υποσχέθηκε να επιστρέψει το δάνειο και να κάνει τις μηνιαίες πληρωμές για το διαμέρισμα και τα δύο αυτοκίνητα. Τον εμπιστεύτηκα.

Δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του, η γιαγιά του Ντρε, η γυναίκα που τον μεγάλωσε, απεβίωσε. Έπεσε σε κατάθλιψη, έπαιρνε ναρκωτικά, κοιμόταν όλη μέρα και ξεσπούσε τον θυμό του πάνω μου. Ήμουν τυχερή αν μπορούσα να περάσω πέντε λεπτά χωρίς να με βρίσει, να μου πει ότι ήμουν “ένα τίποτα” και ότι θα “πέθαινα μόνη” γιατί κανείς άλλος δεν θα με ήθελε. Μερικές φορές έφτανε στο σημείο να λέει πράγματα όπως: “Αν σε αφήσω έγκυο και σκοτώσεις το μωρό μου, θα σε χτυπήσω μέχρι θανάτου”. Όταν ανακάλυψα ότι με απατούσε σωρηδόν, έριξε το φταίξιμο σε μένα.

Ανεξάρτητα από την προσωπική ευθύνη, η ψυχική ασθένεια είναι πραγματική. Ωστόσο, έχουμε καταστήσει ευκολότερη την πρόσβαση σε ένα όπλο παρά την πρόσβαση σε υποστήριξη ψυχικής υγείας με βάση το τραύμα και την πολιτισμική καταλληλότητα. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με τους καθημερινούς στρεσογόνους παράγοντες που συσσωρεύονται ψυχικά και δημιουργούν το μετατραυματικό στρες εξαιτίας του ότι είσαι μαύρος στην Αμερική. Λίγες και λίγοι από εμάς έχουν μάθει πώς να αναγνωρίζουν ότι χρειάζονται βοήθεια.

Ο Ντρε τελικά απομάκρυνε τη δουλειά που του βρήκα και δεν έκανε τίποτα για να ξεκινήσει μια επιχείρηση με το φορτηγάκι. Ένας βουντουϊστής, ο οποίος είχε γίνει πατρική φιγούρα για τον Ντρε, τον έπεισε ότι μια μέρα θα γινόταν διάσημος ράπερ. Στο μεσοδιάστημα, επέστρεψε στην πώληση ναρκωτικών και ασχολήθηκε με την απάτη, συγκεκριμένα με τη μορφή της απάτης με πιστωτικές κάρτες και με την ανεργία. Ανεπιτυχής στις εγκληματικές του επιδιώξεις, δεν έβγαζε αρκετά χρήματα, και εγώ είχα κολλήσει να πληρώνω τους λογαριασμούς του, περίπου 2.500 δολάρια το μήνα, επιπλέον των δικών μου, για το μεγαλύτερο μέρος ενός έτους. Ξόδεψα ακόμη περισσότερα χρήματα – συμπεριλαμβανομένης μιας σημαντικής, πρόωρης ανάληψης από τον λογαριασμό συνταξιοδότησής μου – για να βγάλω τα δύο οχήματα και το διαμέρισμα από το όνομά μου. Η λεκτική κακοποίηση και η οικονομική πίεση έγιναν τόσο αγχωτικές που συχνά ξυπνούσα στη μέση της νύχτας πανικόβλητη.

Ένα βράδυ, ο Ντρε έψαξε το τηλέφωνό μου και βρήκε μια συνομιλία, στην οποία εξέφρασα σε έναν φίλο μου πόσο συγκλονισμένη ένιωθα από το γεγονός ότι στηριζόταν σε μένα για τα πάντα. Μου πέταξε το τηλέφωνο στο πάτωμα και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, με ακολούθησε στην κρεβατοκάμαρά μου. Στάθηκε από πάνω μου φωνάζοντας καθώς καθόμουν στο κρεβάτι μου. Παλέψαμε για το τηλέφωνο στο έδαφος,  το πήρε και το κατέστρεψε. Τελικά ηρέμησε αρκετά ώστε να βγει στο μπαλκόνι για να καπνίσει ένα τσιγάρο, αλλά όταν επέστρεψε μέσα, στάθηκε ανάμεσα σε μένα και την μπροστινή πόρτα (τη μόνη έξοδο από το διαμέρισμά μου στον 11ο όροφο) και μου είπε, με αναμμένο τσιγάρο στο χέρι, ότι επρόκειτο να “σκοτώσει κι εμένα και τον σκύλο μου”. Είχε περιγράψει προηγουμένως πώς είχε σκοτώσει ανθρώπους, οπότε αυτό δεν μου φάνηκε σαν μια κενή απειλή. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν τρεις αστυνομικοί.

Προφανώς, οι γείτονές μου από κάτω μου είχαν ακούσει τη διαμάχη και κάλεσαν την άμεσο δράση. Είπα στην αστυνομία ότι ήμουν καλά. Δεν ήμουν. Δεν ήθελα, ωστόσο, να διοχετεύσω άλλον έναν μαύρο άνδρα στο ποινικό νομικό σύστημα, καθώς ήξερα ότι η εκ νέου φυλάκισή του θα επιδείνωνε την κατάστασή του και σίγουρα δεν θα έλυνε μακροπρόθεσμα τα προβλήματά του.

Προσπάθησα να εξηγήσω το δίλημμά μου σε έναν από τους αστυνομικούς, επίσης μαύρο άνδρα. Μου είπε ότι θα μπορούσα να καταθέσω περιοριστικά μέτρα. Του απάντησα ότι, ως δικηγόρος, ήξερα ότι μια περιοριστική εντολή δεν θα με κρατούσε ασφαλή. Προς έκπληξή μου, μου έγνεψε παραινετικά. Ποιο είναι το νόημα της αστυνομίας αν μπορεί να απαντά σε βλάβες – συχνά με ακόμη πιο βλαβερούς τρόπους – αλλά δεν είναι ικανή να μας προστατεύσει;

Ένα από τα τελευταία Σαββατοκύριακα που είδα τον Ντρε, γρονθοκόπησε και κράτησε από το λαιμό την αδελφή του και χτύπησε τον φίλο της με ένα σίδερο επειδή τον έκλεψε. Το επόμενο βράδυ, περίμενε έξω από το σπίτι μου με ένα μαχαίρι για να μαχαιρώσει ένα μέλος της οικογένειάς μου.

Τελικά κατάφερα να απομακρυνθώ οικονομικά και σωματικά από τον Ντρε. Παρόλα αυτά, ο χρόνος που πέρασα μαζί του με κατέστρεψε με τρόπους που ακόμα δεν έχω καταλάβει. Σε ήσυχες στιγμές, κάθομαι με τον εαυτό μου, αναλογιζόμενη τη δύναμη που δεν ήξερα ότι είχα και την κοινότητα που δεν ήξερα ότι χρειαζόμουν τόσο απεγνωσμένα για να τα ξεπεράσω όλα αυτά.

 

Αγκαλιάζοντας την κατάργηση των φυλακών

Κάποιοι επέμειναν ότι η θέση του Ντρε είναι πίσω στη φυλακή. Αλλά ως δικηγόρος που έχω αφιερώσει την καριέρα μου στην αποδόμηση του ποινικού νομικού συστήματος, έχω περάσει υπερβολικά πολύ χρόνο σε φυλακές σε όλη τη χώρα, η καρδιά μου έχει σπαράξει με τα όσα έχω δει και είμαι μάρτυρας της πραγματικότητας που προέρχται από ρατσισμό αιώνων.

Αυτοπροσδιορίζομαι ως υπέρμαχος της κατάργησης της φυλακής, επειδή γνωρίζω ότι η φυλάκιση δεν ισοδυναμεί με ασφάλεια. Η κατάργηση δεν είναι τόσο αναγωγική όσο η απόλυση όλων των αστυνομικών και το κλείσιμο κάθε φυλακής αύριο. Όπως συνόψισε η συγγραφέας Ρέιτσελ Κάσνερ σε ένα άρθρο για την κατάργηση των φυλακών στους New York Times, “αντί να σκέφονται πώς, σε ένα μέλλον χωρίς φυλακές, θα αντιμετωπίσουμε τους λεγόμενους βίαιους ανθρώπους, οι άνθρωποι που υπερασπίζονται την κατάργηση των φυλακών αναρωτιούνται πώς θα επιλύσουμε τις ανισότητες και θα δώσουμε στους ανθρώπους τους πόρους που χρειάζονται πολύ πριν από την υποθετική στιγμή που θα τα κάνουν θάλασσα“. Οι κορυφαίοι υπέρμαχοι της κατάργησης των φυλακών Ρουθ Ουίλσον Γκίλμουρ και Τζέιμς Κίλγκορ το επιβεβαίωσαν αυτό σε ένα σχόλιο για το The Marshall Project, λέγοντας: “Η φυλάκιση των ανθρώπων δεν παρέχει επαρκή στέγαση, κατάλληλη θεραπεία ψυχικής υγείας ή θέσεις εργασίας με ικανοποιητικό μισθό”.

Πολλά από τα συστήματα υποστήριξης που θα βοηθούσαν να γίνει η κατάργηση των φυλακών πραγματικότητα είναι τα ίδια που θα ικανοποιούσαν τις ανάγκες του Ντρε και θα έκαναν λιγότερο πιθανό να προκαλέσει το είδος της βλάβης που προκάλεσε. Αλλά αυτά τα στηρίγματα δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν ακόμα γι’ αυτόν και για άλλους και άλλες σαν κι αυτόν. Έτσι, ως υπέρμαχοι της κατάργησης, πώς λειτουργούμε στον κόσμο που έχουμε σήμερα;

Είναι εύκολο να μιλάμε θεωρητικά για το να μην καλέσουμε την αστυνομία, ενώ ονειρευόμαστε μια κοινωνία όπου όλοι έχουν πρόσβαση στους πόρους που χρειάζονται για να ευημερήσουν. Τι συμβαίνει όμως σήμερα, που ζούμε στον κόσμο όπως είναι, αντιμέτωποι με το κακό και μας λένε ότι οι μόνες λύσεις που έχουμε στη διάθεσή μας είναι αυτές που γεννήθηκαν από τη λευκή υπεροχή (δηλαδή, αστυνομία, εισαγγελείς, φυλακές); Παραδινόμαστε και στρεφόμαστε σε συστήματα στα οποία δεν πιστεύουμε επειδή μας λένε ότι είναι το μόνο που έχουμε; Ή παραιτούμαστε από το να υποφέρουμε σιωπηλά; Νομίζω ότι υπάρχει άλλος τρόπος.

Μεταξύ άλλων, η λευκή υπεροχή τρέφεται από τον μύθο του ατομικισμού. Ως υποστηρικτές της κατάργησης του νόμου πρέπει επομένως να έχουμε τις ρίζες μας στην κοινότητα. Πώς μπορεί λοιπόν να μοιάζει αυτό σήμερα, καθώς συνεχίζουμε να κάνουμε συλλογικά βήματα προς την υλοποίηση ενός πιο υγιούς κόσμου;

Η σχέση μου με τον Ντρε με δίδαξε τρία πράγματα που με βοηθούν να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα:

Πρώτον, όλοι και όλες πρέπει να έχουμε έτοιμα σχέδια ασφαλείας πριν συμβεί το κακό. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνδεθούμε με την οικογένειά μας, τους φίλους μας και άλλα μέλη της κοινότητας για να είμαστε ξεκάθαροι σχετικά με το ποιος μπορεί να προσφέρει τι είδους υποστήριξη, ώστε να ξέρουμε ποιον να καλέσουμε αν και όταν κάτι πάει στραβά.

Συναφώς, πρέπει να είμαστε σκόπιμα εκεί ο ένας για τον άλλον, διότι, όπως δήλωσε ο Άλεξ Μίνγκους, “Η αστυνομία δεν μας κρατάει ασφαλείς, εμείς μας κρατάμε ασφαλείς“. Το να μάθουμε πώς και πότε να επεμβαίνουμε σε βίαιες καταστάσεις μπορεί να πάρει χρόνο, αλλά μπορούμε να ξεκινήσουμε δημιουργώντας ριζοσπαστικά ασφαλείς, μη επικριτικούς χώρους για τους ανθρώπους που απλά θα μπορούν να υπάρξουν. Μερικές φορές, το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ένα μέρος όπου μπορούμε επιτέλους να σταματήσουμε να κρατάμε την αναπνοή μας. Οι άνθρωποι που δημιούργησαν ασφαλείς χώρους για μένα με δίδασκαν εν αγνοία τους πώς να ζητάω βοήθεια. Και όταν το έκανα, το αίτημά μου συχνά ικανοποιούνταν με προθυμία, χωρίς ερωτήσεις. Το χρειαζόμουν αυτό, καθώς οι ερωτήσεις σχετικά με το γιατί παρέμεινα να ασχολούμαι με ένα άτομο τόσο τραυματισμένο όσο ο Ντρε θα με έκαναν να κλειστώ περισσότερο στον εαυτό μου.

Τέλος, πρέπει να σταματήσουμε να πέφτουμε στην παγίδα της “κουλτούρας ακύρωσης”. Άνθρωποι σαν τον Ντρε δεν γεννιούνται καταχρηστικοί, γίνονται με την πάροδο του χρόνου, καθώς εκδιώκονται από τις κοινότητές τους. Πρέπει να αφήσουμε τον μύθο ότι η εξορία των ανθρώπων που επιδίδονται σε επιβλαβείς συμπεριφορές μας κάνει πιο ασφαλείς. Η μετακίνηση της βλάβης δεν είναι το ίδιο με την αντιμετώπισή της.

Όπως τόσο όμορφα εξήγησε η Αντριέν Μαρέ Μπράουν: “Η ακύρωση είναι τιμωρία, και η τιμωρία δεν σταματά τον κύκλο της βλάβης. … Αντί για τα κάγκελα της φυλακής τοποθετούμε ο ένας τον άλλον σε ένα ξεχειλισμένο κουτί ανέγγιχτων … και μας απογυμνώνουμε … από την πολυπλοκότητα του να είσαι χαρισματικός και προβληματισμένος, λαμπρός και σπασμένος”. Επιμένει ότι “αφήνουμε κάτω αυτό το τιμωρητικό μέτρο και σηκώνουμε ο ένας τον άλλον, χωρίς να αφήσουμε κανένα τραυματισμένο άτομο πίσω”. Ανήκουμε ο ένας στον άλλον. Και με αυτό το ανήκειν έρχεται η υποχρέωση να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον όπως θα κάναμε εμείς οι ίδιοι.

Υπάρχει κάτι όμορφο και θεραπευτικό στο να παίρνεις μια βαθιά οδυνηρή εμπειρία και να την αναδιαμορφώνεις ως μια ευκαιρία να καταλάβεις τι πραγματικά σημαίνει να είσαι σε κοινότητα και να κάνεις πράξη την κατάργηση, όχι απλώς να μιλάς γι’ αυτήν. Τελικά, ήταν οι πολλές πράξεις κατάργησης της τιμωρίας που έκανε η κοινότητά μου που με έσωσαν και που θα αλλάξουν τον κόσμο. Και αυτό αξίζει πολύ περισσότερο από 55.000 δολάρια.