Κείμενο: Αντώνιος Καπετάνιος, δασολόγος-περιβαλλοντολόγος (ειδικευμένος στο αστικό πράσινο). Από το βιβλίο του “ΑΘΗΝΑ, ΖΕΙΣ; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει”, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2006).

Ας μιλήσουμε για τη θερμική νησίδα. Η δημιουργία της θερμικής νησίδας εμφανίζεται κατά τη θερινή περίοδο στην πρωτεύουσα. Η μεγάλη θερμοαγωγιμότητα και θερμοχωρητικότητα των χρησιμοποιούμενων σήμερα υλικών (άσφαλτος, σκυρόδεμα, γυαλί κ.λπ.), τα μετατρέπουν σε τεράστιους θερμοσυσσωρευτές που κάνουν, κατά τη θερινή περίοδο, το κλίμα της Αθήνας (της σύγχρονης πόλης γενικότερα) εξόχως βασανιστικό, αφού αυτή ομοιάζει κυριολεκτικά με καμίνι. Πιο συγκεκριμένα, τα υλικά κατασκευής των σύγχρονων κτηρίων, ακτινοβολούμενα από τον ήλιο θερμαίνονται, με την επιφάνειά τους να φτάνει σε μια θερμοκρασία της τάξης των 50-60° C, η οποία, συνδυασμένη με τις συνθήκες της θερμοχωρητικότητας και θερμοαγωγιμότητας των υλικών, διαμορφώνουν την κατάσταση του θερμοσυσσωρευτή, με τη δημιουργία της αποκαλούμενης «θερμικής νησίδας» (heat island).

Η λειτουργία του φυσικού θερμοσυσσωρευτή έγκειται στην αποταμίευση θερμότητας κατά τη διάρκεια της ημέρας από τα υλικά και μέσα του περιβάλλοντος και στην απόδοσή της κατά τη διάρκεια της νύχτας. Έχει διαπιστωθεί ότι οι περιοχές της υπαίθρου αποβάλλουν τη θερμότητα που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της ημέρας του θέρους το πολύ σε τρεις ώρες από τη δύση του ήλιου, ενώ οι αστικές περιοχές σε επτά τουλάχιστον ώρες. Τούτου δεδομένου, κι έχοντας σε λειτουργία τον φυσικό θερμοσυσσωρευτή, υπολογίστηκε από την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία των ΗΠΑ ότι η θερμοκρασία των πόλεων μπορεί ν’ αυξηθεί κατά 3° C κατά τη νύχτα του θέρους, ενώ υπολογίστηκε ότι αυξάνονται σε πέντε από δύο ώρες οι περίοδοι που δεν είναι υποφερτή η ζέστη κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Θερμική νησίδα νοείται όταν στο αστικό περιβάλλον καταγράφονται θερμοκρασίες αέρα τουλάχιστον κατά 2°C υψηλότερες σε σχέση με τις κανονικές τιμές, ενώ το φαινόμενο συνδέεται με τον υψηλό βαθμό δόμησης της περιοχής κι επικάλυψης της επιφάνειας του εδάφους (υπολογίστηκε ότι η κατάσταση της θερμικής νησίδας δημιουργείται όταν, συντρεχουσών και των λοιπών συνθηκών, το 30% της επιφάνειας του εδάφους είναι καλυμμένο από δομικά υλικά). Επίσης, η θερμική νησίδα συνδέεται με την κατανάλωση ενέργειας, κυρίως από τ’ αυτοκίνητα, καθώς και με τις μικροκλιματικές αλλαγές που πραγματοποιούνται με τη λειτουργία των κλιματιστικών μηχανημάτων. Η θερμική νησίδα διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνήθως σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, αν και το πρόβλημα εμφανίζεται εντονότερο προς το τέλος της θερινής περιόδου, διότι τότε έχει ήδη συσσωρευτεί στα υλικά η μεγαλύτερη ποσότητα θερμότητας. Η παραπάνω κατάσταση εξυπηρετείται από την μειωμένη κίνηση του αέρα μέσα στην πόλη, που δεν βοηθά στην πτώση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, καθώς και από τα σωματίδια της ρύπανσης, τα οποία με τον εγκλωβισμό τους για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ατμόσφαιρα, λόγω των θερμοκρασιακών αναστροφών που προκαλούνται από τις υψηλές θερμοκρασίες, συντελούν στη μείωση της διαφάνειας του αέρα.

Είναι, πάντως, λανθασμένη η άποψη ότι η θερμική νησίδα παρατηρείται κυρίως, ή είναι εντονότερη, στην περιοχή του κέντρου της Αθήνας. Έχει παρατηρηθεί με σχετικές μετρήσεις του εργαστηρίου Φυσικής Κτιριακού Περιβάλλοντος του Φυσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, ότι το φαινόμενο είναι εντονότερο στις δυτικές και νότιες περιοχές του λεκανοπεδίου, σε σχέση με το κέντρο. Μάλιστα υπολογίστηκε ότι αυτή η διαφορά μπορεί να είναι της τάξης έως και των 12°C σε σχέση με άλλες περιοχές του λεκανοπεδίου της Αττικής, όπως επί παραδείγματος χάριν συμβαίνει στην περίπτωση του Δήμου Αιγάλεω, που καταναλώνει μέχρι και 41,3 κιλοβατώρες το χρόνο περισσότερη ενέργεια για τη λειτουργία των κλιματιστικών μηχανημάτων, σε σχέση με τον κάτοικο της Ηλιούπολης, που τον επηρεάζει λιγότερο η θερμική νησίδα.

Η θερμοκρασιακή διαφορά περιοχών της πρωτεύουσας, υφίσταται και κατά τη χειμερινή περίοδο, που τότε η διαφορά μεταξύ προαστίων-κέντρου μπορεί να φτάσει τους 8°C. Σε αυτή την περίπτωση, ωφελημένοι είναι οι κάτοικοι του κέντρου, οι οποίοι εξοικονομούν έως και 30% ενέργεια, όμως σ’ ετήσια βάση η κατανάλωση ενέργειας από τα κλιματιστικά είναι σχεδόν διπλάσια στο κέντρο της πόλης απ’ ότι στα προάστιά της.

Μελέτη που διενεργήθηκε το έτος 1996 από τον τομέα Βιοκλιματολογίας του πανεπιστημίου του Βερολίνου και από το Εργαστήριο Γεωργικής Μετεωρολογίας της Γεωπονικής Σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών, κατέληξε στο συμπέρασμα πως, η κατά τη θερινή περίοδο μεγαλύτερη θερμοκρασία των 3-4°C στις δυτικές συνοικίες του λεκανοπεδίου, σε σχέση με τις βορειοανατολικές, οφείλεται στο γεγονός ότι το Αιγάλεω όρος, όντας γυμνό και βραχοποιημένο, λειτουργεί ως θερμοσυσσωρευτής, που επηρεάζει την ευρύτερη υποκείμενη αστική περιοχή. Μάλιστα διαπιστώθηκε ότι οι αρνητικές αυτές συνέπειες φτάνουν μέχρι το κέντρο της πρωτεύουσας!

Η λειτουργία της πόλης ως φυσικού θερμοσυσσωρευτή λοιπόν, έγκειται στην αποταμίευση θερμότητας κατά τη διάρκεια της ημέρας από τα υλικά της πόλης (μπετόν, άσφαλτος, γυαλί κ.λπ.) και στην απόδοσή της κατά τη διάρκεια της νύχτας (οι περιοχές που επηρεάζονται από τη θερμική νησίδα είναι λιγότερο ψυχρές τον χειμώνα και πολύ περισσότερο ζεστές το καλοκαίρι). Η θερμότητα που ακτινοβολείται κατά τη νύχτα, δημιουργεί ανοδικά ρεύματα θερμού αέρα, που απλώνονται πάνω από την αστική περιοχή και παραμένουν. Εκεί λοιπόν που θα περίμενε κανείς, όπως παλιά, να έλθει το βραδάκι για να δροσίσει, σήμερα όχι απλώς δεν δροσίζει, αλλά η ζέστη παραμένει, και μάλιστα, συνδυασμένη με την άπνοια και την υγρασία της ατμόσφαιρας, εμφανίζεται εντονότερη και μας τρελαίνει! – ανεξαρτήτως εάν είναι ημέρα ή νύχτα, η θερμοκρασία πλέον διατηρείται σε υψηλές τιμές.

Στοιχείο καθοριστικό ως προς τα παραπάνω, αποτελεί το γεγονός ότι η λυτρωτική θαλάσσια αύρα του καλοκαιριού, δεν φτάνει πια στο εσωτερικό της πρωτεύουσας (η αύρα είναι άνεμος που δημιουργείται από τη διαφορά θερμοκρασίας και κατ’ επέκτασιν πίεσης μεταξύ θάλασσας και ξηράς ή μεταξύ πεδιάδας και όρους, σε χρονικό διάστημα εικοσιτετραώρου, και τούτο διότι η διαφορά πίεσης οδηγεί στο να κινούνται αέριες μάζες κοντά στην επιφάνεια του εδάφους από την ψυχρή στη θερμή περιοχή, ενώ στ’ ανώτερα στρώματα η διεύθυνση του ανέμου να έχει αντίθετη κατεύθυνση, και να δημιουργείται λόγω αυτής της διαφοράς συνεχής κίνηση αερίων μαζών). Οι αέριες μάζες κατευθύνονται από τη θάλασσα προς την ξηρά και μπορούν να εισχωρήσουν έως και σε απόσταση 20-40 χλμ στο εσωτερικό της οδηγώντας σε μείωση της θερμοκρασίας και σε δροσισμό της επιφάνειας επηρεσμού της. Όμως τούτο είναι δυνατό και φυσικά αντιληπτό από τον προσλήπτορα άνθρωπο όταν το ανάγλυφο είναι ομαλό και η διαφορά θερμοκρασίας θάλασσας και ξηράς μεγάλη. Στις περιπτώσεις π.χ. καύσωνα του θέρους στην περίπτωση της πρωτεύουσας, ενώ ικανοποιείται η δεύτερη συνθήκη, δεν ικανοποιείται η πρώτη, καθώς οι κορεσμένες με υδρατμούς δροσερές αέριες της θάλασσας συναντούν κινούμενες προς την ξηρά το έντονο ανάγλυφο των κτηρίων του πυκνοδομημένου μετώπου της πόλης κι αναστέλλεται έτσι η θετική τους λειτουργία σε αυτήν εν σχέσει με τον δροσισμό της.

Η αρνητική παραπάνω κατάσταση οφείλεται στη δομή της πόλης, στη διάταξη και στο ύψος των κτηρίων της (στα ψηλά και κακώς χωροθετημένα κτήριά της), στην κοντινή μεταξύ τους απόσταση, στο «τείχος» των κτηρίων που υψώθηκε μπρος από τη θάλασσα σταματώντας τις ευεργετικές της επιδράσεις στο εσωτερικό της πόλης, στους στενούς, κακώς χωροθετημένους και χωρίς πράσινο δρόμους που «τεμαχίζουν» την πόλη. Καθώς και στο γεγονός, ότι το αστικό πράσινο και τα ρέματα, που θα διευκόλυναν την πορεία αυτή ως φυσικοί αεραγωγοί, ως εξισορροπιστικοί παράγοντες του κλίματος και ως μηχανισμοί καθαρισμού της ατμόσφαιρας, δεν υπάρχουν πια.

Λύση ουσιαστική στο πρόβλημα της θερμικής νησίδας μπορεί να δώσει το αστικό και περιαστικό πράσινο, έχοντας την κατάλληλη εκτατική, χωροταξική και χλωριδική παρουσία και συγκρότηση. Το πράσινο, πέραν του ιδιαιτέρου μικροκλίματος που διαμορφώνει, διατηρεί «υπό σκιάν» τις επιφάνειες που δύνανται να λειτουργήσουν ως θερμοσυσσωρευτές, περιορίζοντας τις αρνητικές τους επιπτώσεις. Το καλοκαίρι η θερμοκρασία σε αστική περιοχή πρασίνου εμφανίζεται κατά 2-3°C χαμηλότερη σε σχέση με τις γύρω «μη πράσινες» περιοχές, και τις νύχτες του χειμώνα υψηλότερη. Εάν το θερμόμετρο στην πόλη δείχνει 39°C υπό σκιάν, τότε η θερμοκρασία σε άλσος της πόλης είναι 36-37°C, σε πάρκο αυτής 37-38°C, σε κεντρικό της δρόμο χωρίς σκίαση 43-45°C, στα Ι.Χ. αυτοκίνητα, ταξί και λεωφορεία χωρίς κλιματισμό που κυκλοφορούν στους δρόμους της 41-42°C, στα διαμερίσματα-ορόφους χωρίς κλιματισμό 31-32°C και στα υπόγεια διαμερίσματα 23-25°C (έχει μετρηθεί κατά το θέρος διαφορά θερμοκρασίας έως και επτά βαθμών Κελσίου στην πλευρά του δρόμου που βρίσκεται ο Εθνικός Κήπος σε σύγκριση με την αντίθετη, που είναι τα κτήρια).

Κείνο που ισχύει είναι ότι οι αστικές περιοχές με δενδρώδη βλάστηση εμφανίζουν διαφορετικές μικρομετεωρολογικές (βιομετεωρολογικές-βιοκλιματικές) συνθήκες σε σχέση με τις αντίστοιχες περιοχές με ποώδη βλάστηση (γκαζόν) ή με τις ακάλυπτες περιοχές από βλάστηση˙ και κατά κανόνα πιο ευνοϊκές για τον άνθρωπο ως προς τη θερμική αίσθησή του. Εκτός από τις χαμηλότερες θερμοκρασίες που παρατηρούνται κάτω από τις κόμες των δενδρωδών ειδών, λόγω της σκίασης και της έντονης εξατμισοδιαπνοής, που έχουν θετική επίδραση στην ανταπόκριση του ανθρώπου στην πόλη κατά τις καλοκαιρινές ζεστές ημέρες, παρατηρείται ότι η υψηλή βλάστηση συντελεί και στη μείωση των θερμοκρασιακών ακροτήτων λόγω της μείωσης της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας από το δενδροκαλυμμένο έδαφος σε σχέση με το καλυμμένο από ποώδη βλάστηση ή με το γυμνό. Τούτο δεικνύεται εκ του γεγονότος ότι οι ελάχιστες τιμές θερμοκρασίας παρουσιάζουν σημαντική διαφοροποίηση, ενώ οι μέγιστες εμφανίζουν χρονική υστέρηση στην πρώτη περίπτωση εν σχέσει με τις δεύτερες. Αντιστοίχως, ίδια είναι η εικόνα και ως προς τη σύγκριση αραιών δενδροφυτεμένων εκτάσεων εν σχέσει με τις πυκνοφυτεμένες, σε διαφορετική κλίμακα μεγεθών βεβαίως. Ενώ και το ημερήσιο θερμοκρασιακό εύρος στην πρώτη προηγούμενη περίπτωση είναι μεγαλύτερο εν σχέσει με τη δεύτερη. Ειδικότερα, στην αραιώς δενδρώδη περιοχή οι τιμές θερμοκρασίας του αέρα είναι μικρότερες κατά τις βραδινές και τις πρώτες πρωινές ώρες, και μεγαλύτερες κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Επίσης, η φυτεμένη με δενδρώδη είδη αστική περιοχή εμφανίζει μεγαλύτερη σχετική υγρασία εν σχέσει με την περιοχή χλοοτάπητα ή τη γυμνή, συναρτώμενες φυσικά οι τιμές αυτής από την εποχή του έτους. Η ένταση του ανέμου ακόμα, καθώς και οι συνθήκες φωτισμού και ηλιασμού είναι μικρότερες στην πρώτη περίπτωση σε σύγκριση με τη δεύτερη. Γενικώς, οι δενδροφυτεμένες αστικές επιφάνειες παρουσιάζουν εξισορρόπηση των θερμοκρασιακών ακροτήτων, ενώ δημιουργούν συνθήκες αύξησης της σχετικής υγρασίας του περιβάλλοντος, μείωσης του φωτισμού και της έντασης του ανέμου εν σχέσει με τις επιφάνειες με χαμηλή βλάστηση, τις γυμνές ή και τις δομημένες.

 

Τα φυτά απορροφούν το 80% της ηλιακής ακτινοβολίας και συμβάλλουν αποτελεσματικά στο δρόσισμα της πόλης.

 

Ο κρύος αέρας είναι βαρύτερος και μένει στο έδαφος, με αποτέλεσμα η θερμοκρασία του αέρα κάτω από τα δένδρα να είναι μέχρι και 14°C χαμηλότερη σε σχέση με αυτή πάνω από την κόμη τους. Μελέτες του Lawrence Berkeley Laboratory έδειξαν ότι οι ημερήσιες μέσες θερμοκρασίες αέρα είναι 2-3°C χαμηλότερες σε γειτονιές με δένδρα, σε σχέση με αντίστοιχες που δεν έχουν δένδρα. Υπολογίζεται ότι η καθαρή θεραπευτική επίδραση ψύξης ενός δένδρου στην πόλη είναι ισοδύναμη με 10 κλιματιστικά μεγέθους δωματίου, που λειτουργούν επί 20 ώρες την ημέρα.

Η βλάστηση των πόλεων λειτουργεί ως μηχανισμός παθητικού δροσισμού τους. Και τούτο διότι τα φυτά και ιδίως τα δενδρώδη είδη, με την εξατμισοδιαπνοή ως βασική διεργασία λειτουργίας τους, επηρεάζουν ενεργειακά το γύρω τους πεδίο, λόγω των μεγάλων ποσών ενέργειας που απαιτούνται για τη μετατροπή του νερού από την υγρή στην αέρια μορφή του. Τούτη η μετατροπή επηρεάζει τοπικά τη θερμοκρασία του αέρα, με αποτέλεσμα τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών λειτουργίας του φυτού, από την οποία μεταβολή επωφελείται ο άνθρωπος, με δημιουργία συνθηκών δροσιμού του που διαμορφώνονται. Ο βαθμός δροσισμού συναρτάται με την έκταση και τον όγκο της βλάστησης (όσο μεγαλύτερες οι τιμές τους τόσο πιο έντονος ο βαθμός δροσισμού), από τη σύνθεση αυτής (όσο συνθετότερη είναι, τόσο πιο αποτελεσματικά τ’ αποτλέσματα του δροσισμού), καθώς και με την πυκνότητα της φυλλικής επιφάνειας (στοιχείο που δεικνύει ότι η συνεχής, κατ’ έτος, κι αυστηρή κλάδευση των δένδρων της πόλης, ιδίως, αυτών των δενδροστοιχιών, λειτουργεί αρνητικά στη βιοκλιματική απόδοσή της). Από έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Ισραήλ διαπιστώθηκε ότι, μείωση της θερμοκρασίας του αέρα στην πόλη κατά 1 έως 2° C λόγω της αστικής βλάστησης που αναπτύχθηκε, οδηγεί κατά τις μεσημβρινές ώρες στη διάρκεια του θέρους σε αποδεκτές συνθήκες θερμικής άνεσης στις περιοχές αυτές (Swaid et al. 1993).

Το πράσινο, με το μεγάλο πορώδες που διαθέτει, αφήνει το νερό να διεισδύσει στο έδαφος για ν’ αποθηκευθεί, εμποδίζοντας την διά της επιφανείας του ενεργοβόρο εξάτμιση. Συγκρατεί, επίσης, μεγάλο ποσοστό ρυπαντών και μικροσωματιδίων του αέρα, λειτουργώντας ως ένα φυσικό φίλτρο και απορροφά το βλαπτικό διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται στην πόλη, με τις δραστηριότητες που ασκούνται σε αυτήν. Ενώ, αποστειρώνει την ατμόσφαιρα από τη βλαπτική μικροχλωρίδα της.

Ένα δένδρο μέσης ηλικίας διαπνέει περίπου 400 λίτρα νερού/24 ώρες, καταναλώντας σε ενέργεια 250.000 kcal περίπου, όση δηλαδή εννιά (9) μέσης απόδοσης συσκευές κλιματισμού, που λειτουργούν επί εικοσιτετράωρο (χωρίς αυτές ν’ απομακρύνουν τη θερμική ενέργεια –αντίθετα την ενισχύουν). Η σχετική υγρασία του αέρα υπολογίζεται ότι είναι κατά 7-14% μεγαλύτερη σε μια αστική περιοχή πρασίνου από τη γύρω περιοχή της. Η συμβολή της βλάστησης συνίσταται στ’ ότι αμβλύνει τις υψηλές θερμοκρασίες της θερινής περιόδου και συμβάλλει εξισορροπιστικά στα χειμερινά κλιματικά φαινόμενα. Όμως, οι πολύ υψηλές τιμές σχετικής υγρασίας του αέρα, λειτουργούν ανασταλτικά σε περιόδους υψηλών θερμοκρασιών και κάνουν τη ζέστη αφόρητη, ενώ παράλληλα εμποδίζουν τον αυτοκαθαρισμό της ατμόσφαιρας. Είναι λάθος, για παράδειγμα, να δημιουργούμε υδάτινους χώρους στην πόλη, χωρίς να τους συνδιάζουμε με επαρκές πράσινο, ώστε να διαμορφώνεται ένα ιδιαίτερο μικροκλίμα, διότι η εξάτμιση των νερών λόγω της ζέστης, αυξάνει σε μεγάλο βαθμό τη σχετική υγρασία του συγκεκριμένου περιβάλλοντος.

Μια άλλη σημαντική προσφορά του αστικού πρασίνου, η οποία όμως παραβλέπεται, είναι η λειτουργία του ως φυσικού ιονιστή του αέρα. Τα φυτά είναι φορτισμένα αρνητικά και δεσμεύουν τα θετικά ιόντα, που δεν ωφελούν ψυχολογικά τον άνθρωπο, ενώ ταυτοχρόνως απωθούν τ’ αρνητικά, που έχουν θετική επίδραση στον ανθρώπινο οργανισμό. Έτσι, ετούτα μπορούν να προσληφθούν από τον άνθρωπο, αφού είναι διαθέσιμα. Επιπλέον, τα πράσινα μέρη των φυτών, με την επίδραση του φωτός ενός ορισμένου μήκους κύματος, εκπέμπουν ηλεκτρόνια που ιονίζουν τον αέρα.

Γενικότερα, το αστικό και περιαστικό πράσινο επιδρούν θετικά στην υγεία του ανθρώπου, τόσον από παθολογικής απόψεως όσον και από ψυχολογικής. Εξάλλου η μία από τις προηγούμενες καταστάσεις είναι συναρτώμενη της άλλης, έτσι που το άτομο προσλαμβάνοντας το περιβάλλον θετικά να λειτουργεί σε αυτό υγιώς, κάτι που πέραν του σώματος έχει ανταπόκριση και στην ψυχολογία αλλά και στο πνεύμα του. Σύμφωνα με μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές της Ιατρικής Σχολής Norwich του Πανεπιστημίου της East Anglia κι ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2018, σε εξαιρετικά μεγάλο δείγμα περισσότερων από 290 εκατομμυρίων ατόμων από διάφορες χώρες της γης, σε όλα τα πλάτη της, διαπιστώθηκε ότι πληθυσμοί που ζουν σε αστικές περιοχές με περισσότερους χώρους πρασίνου δηλώνουν πως έχουν καλύτερη υγεία. Η ερευνητική ομάδα μελέτησε στοιχεία από 20 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Βρετανίας, των ΗΠΑ, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας – στην τελευταία το «Shinrin yoku» ή αλλιώς η «δασοθεραπεία» αποτελεί πολύ δημοφιλή πρακτική.

Από τα συμπεράσματα της παραπάνω μελέτης προέκυψε ότι, το να περνά κάποιος χρόνο σε χώρους πρασίνου ή το να ζει κοντά στη φύση συνδέεται με πολλαπλά, διαφορετικά και σημαντικά οφέλη για την υγεία του. Η επαφή με τη φύση μειώνει τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, για καρδιαγγειακά νοσήματα, πρόωρο θάνατο, πρόωρη γέννα, ενώ αυξάνει και τη διάρκεια και ποιότητα του νυχτερινού ύπνου. Συγχρόνως τα άτομα που ζουν κοντά στη φύση εμφανίζουν μειωμένη διαστολική αρτηριακή πίεση, καρδιακό παλμό και στρες. Είναι αξιοσημείωτο ότι ένα από τα άκρως ενδιαφέροντα ευρήματα της έρευνας ήταν πως η επαφή με τη φύση μειώνει σημαντικά τα επίπεδα κορτιζόλης στο σάλιο, που πρόκειται για έναν από τους κύριους δείκτες στρες. Αποδεικνύεται το λοιπόν περίτρανα από τα παραπάνω ότι το «πράσινο φάρμακο» είναι το καλύτερο φάρμακο για την υγεία του ανθρώπου.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ