Έρευνα για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ψυχική υγεία των εργαζόμενων στον χώρο της υγείας  πραγματοποίησε το Κέντρο Ημέρας Βαβέλ (ΑμΚΕ Συν-ειρμός) και το Εργαστήριο Εφαρμογών Διαπολιτισμικής και Κοινωνικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ.  Η έρευνα μελέτησε τόσο τους συγκεκριμένους παράγοντες που εντείνουν το στρες, όσο και τους πόρους ανθεκτικότητας (ατομικούς και οργανωσιακούς) που ενδεχομένως αμβλύνουν τις αρνητικές επιπτώσεις του στρες. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2021 και η συγγραφή της παρούσας ερευνητικής αναφοράς ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 2021. Την ερευνητική ομάδα αποτέλεσαν ως επί το πλείστον συνεργάτες του Κέντρου Ημέρας Βαβέλ οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στην υλοποίηση του έργου “Υποστήριξη των εργαζομένων στην πρώτη γραμμή”. Το έργο αυτό, το οποίο ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2021, είχε στόχο την παροχή εργαλείων και εκπαίδευσης σε βασικές δεξιότητες για τη διαχείριση των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας. Υλοποιήθηκε με την υποστήριξη των HumanRights360, Foundation Open Society Institute και Open Society Foundations. Παραθέτουμε τα συμπεράσματα της έρευνας. Ολόκληρη μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.

 

Σχεδόν δύο χρόνια μετά τη ραγδαία εξάπλωση του κορωνοϊού SARS-CoV-2, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι η υπέρβαση της πανδημίας COVID-19 δεν θα σημάνει απλώς την επιστροφή σε μία οικεία «κανονικότητα», αλλά θα απαιτήσει νέους τύπους προσαρμογής σε πολλαπλά πεδία της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας παγκοσμίως. Με αυτό το δεδομένο, κρίνεται απολύτως σημαντική η διερεύνηση της εμπειρίας των εργαζόμενων στην πρώτη γραμμή για την υγειονομική διαχείριση της πανδημίας, μέσα από την οποία θα αναδειχθούν εκείνοι οι παράγοντες που θα βοηθήσουν στον εμπειρικά τεκμηριωμένο σχεδιασμό, την οργάνωση, εφαρμογή και αξιολόγηση παρεμβάσεων για την υποστήριξη των εργαζόμενων στον κρίσιμο τομέα της υγείας.

Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας είναι σαφή: Το εργασιακό στρες στην περίοδο της πανδημίας δεν είναι απλώς μία εσωτερική ψυχολογική κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι στον χώρο της υγείας, αλλά έχει άμεσες, ορατές και ανησυχητικές επιπτώσεις στη σκέψη, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά τους. Οι συνέπειες αυτές δεν αφορούν μόνο τους ίδιους προσωπικά, αλλά γεννούν προβληματισμό και ανησυχία ως προς τη δυνατότητά τους να συνεχίζουν να αντεπεξέρχονται στα απαιτητικά καθήκοντα της εργασίας τους υπό παρατεταμένα αντίξοες συνθήκες, παρά τις ενδείξεις ψυχικής ανθεκτικότητας που διαφάνηκαν στις απαντήσεις τους όσον αφορά την επιστράτευση οικείων πόρων και τη διεύρυνση του ρεπερτορίου των ικανοτήτων τους.

Ως ισχυρό προστατευτικό παράγοντα απέναντι στις διαβρωτικές επιπτώσεις του έντονου εργασιακού στρες η έρευνα αυτή ανέδειξε την επαρκή προετοιμασία, στελέχωση και υποδομή των υγειονομικών δομών. Η θετική επίδραση αυτών σχετίζεται τόσο με τη μείωση των ψυχοπιεστικών συνθηκών που οδηγούν σε αυξημένο εργασιακό στρες, όσο και με τη διευκόλυνση ενεργοποίησης ατομικών πόρων, όπως οι υγιεινές συνήθειες, ο ελεύθερος χρόνος, οι κοινωνικές επαφές και η επικοινωνία με την οικογένεια και τους οικείους. Μάλιστα, τα αποτελέσματα των αναλύσεων διαμεσολάβησης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ικανοποιητική προετοιμασία και η επαρκής στελέχωση του φορέα εργασίας παρέχει σαφώς ισχυρότερη προστασία από τις επιπτώσεις που επιφέρει το εργασιακό στρες κατά την περίοδο της πανδημίας, συγκριτικά με τις όποιες επιτυχείς ατομικές στρατηγικές διαχείρισης. Αυτές, αν και δεν μετριάζουν την αρνητική επίδραση του στρες, εξακολουθούν να είναι σημαντικές, καθώς προωθούν ανεξάρτητα την προαγωγή της υγείας και ευεξίας. Ωστόσο, και οι ατομικές στρατηγικές διαχείρισης φαίνεται ότι συνδέονται άμεσα με τη διαθεσιμότητα πόρων, όπως η οικονομική σταθερότητα, ο ελεύθερος χρόνος και οι υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, επομένως η χάραξη πολιτικών θα πρέπει να στοχεύσει και σε αυτούς τους παράγοντες. Τα ποιοτικά ευρήματα δείχνουν ότι η ευαλωτότητα των υγειονομικών, λόγω των αντίξοων εργασιακών συνθηκών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, συνυπάρχει με την ανθεκτικότητα η οποία αντλείται μέσω της αξιοποίησης προστατευτικών παραγόντων. Από την μία πλευρά, οι συμμετέχοντες σχολίασαν θετικά αναλλοίωτες πτυχές της ζωή τους που λειτούργησαν ως προστατευτικοί-σταθεροποιητικοί παράγοντες και από την άλλη, θετικές αντιδράσεις που τους επέτρεψαν να παραμείνουν αποτελεσματικοί παρά την αναπόφευκτη υποχώρηση της λειτουργικότητάς τους ή ακόμα και θετικές επιπτώσεις που πυροδότησαν περαιτέρω ανάπτυξη μέσα στη συνθήκη της αντιξοότητας.

Συνοπτικά, ένα συμπέρασμα που προκύπτει από μια πρώτη συστηματική προσέγγιση στις απαντήσεις των ανοιχτών ερωτήσεων, είναι ότι σε ατομικό επίπεδο σχολιάστηκαν οι περισσότερες θετικές αντιδράσεις ενώ σε διαπροσωπικό/κοινωνικό επίπεδο οι περισσότερες αρνητικές αντιδράσεις απέναντι στις αντιξοότητες της πανδημίας. Χάρη σε διάφορους παράγοντες, που στο παρόν στάδιο της ποιοτικής μελέτης δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, οι αναλλοίωτες εκφάνσεις ως πηγές ανθεκτικότητας ήταν ποικίλες. Οι υγειονομικοί μπορεί σε εργασιακό επίπεδο να αντιμετώπισαν παρόμοιες ψυχοπιεστικές καταστάσεις, αλλά τις βίωσαν διαφορετικά σε προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο.

Τα παραπάνω ενισχύουν πιθανώς την ανάγκη να προσεγγίζουμε τις αντιδράσεις και τις συνέπειες της έκθεσης σε αντιξοότητες και κρίσεις συζευκτικά και όχι διαζευκτικά («και ευάλωτος και ανθεκτικός»), να αναγνωρίζουμε την πολυπλοκότητα του φαινομένου στο επίπεδο των αντιδράσεων όσο και των συνεπειών (άρα, περιλαμβάνοντας στην εκτίμησή μας τη μελέτη όχι μόνο των αρνητικών αλλά και των αναλλοίωτων και των θετικών), τροποποιώντας κατά συνέπεια την κατανόησή μας και για το τι συμβαίνει σε μία κρίση και για το πώς βιώνεται αυτό που συμβαίνει διαφορετικά από κάθε άνθρωπο. Οι παράγοντες που επηρεάζουν το πώς βιώνουμε αυτό που συμβαίνει δεν περιορίζονται σε εκείνους που σχετίζονται με τα συμβάντα, αλλά περιλαμβάνουν ποικιλία άλλων, όπως ιδιοσυγκρασιακούς, συγκυριακούς, σχεσιακούς, πολιτισμικούς, κλπ. Η υιοθέτηση μιας τέτοιου τύπου προσέγγισης θα επιτρέψει τον σχεδιασμό παρεμβάσεων υποστήριξης των «πληττομένων» από μια κρίση, όπως αυτή της πανδημίας της COVID-19, κατά τρόπο ώστε αυτοί να μην ταυτοποιούνται μόνο ως θύματα, παθητικοί αποδέκτες υπηρεσιών, αντικείμενα υποστήριξης κλπ., αλλά, ταυτόχρονα, ως υποκείμενα υποστήριξης με πολλαπλά προσωπικά, και όχι μόνο, αποθέματα, με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά που απέκτησαν επειδή εκτέθηκαν στην αντιξοότητα, άρα, ως παραγωγοί ανθεκτικότητας και υποστήριξης για τον εαυτό τους και τους άλλους.

Περιορισμοί
Η έρευνα διεξήχθη την άνοιξη του 2021, προς το τέλος μιας μακράς περιόδου lockdown (Νοέμβριος 2020-Μάιος 2021), σε συνέχεια ενός πολύ δύσκολου πανδημικού κύματος και με την αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πανδημίας να παραμένει, παρά τη δημιουργία εμβολίων και την έναρξη των εμβολιασμών, ήδη από τις αρχές του έτους για τους εργαζόμενους στον χώρο της υγείας.

Σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο πλαίσιο, διερευνήσαμε ένα εύρος ψυχοπιεστικών παραγόντων, στρατηγικών διαχείρισης του στρες και ατομικών και οργανωσιακών πόρων ανθεκτικότητας, με την επιφύλαξη ότι σε μία τέτοια πρωτοφανή συνθήκη υπάρχουν περιορισμοί ως προς την ερμηνεία και αξιολόγηση των δεδομένων που συλλέχθηκαν, αλλά και ως προς πιθανούς νεοεμφανιζόμενους παράγοντες που δεν μπόρεσαν να καταγραφούν στην παρούσα έρευνα εξαιτίας αντικειμενικών περιορισμών. Για την ανάδειξη και καταγραφή αυτών των παραγόντων, καθώς και για την πληρέστερη ερμηνεία των ευρημάτων, μελλοντικές προσπάθειες θα ήταν σκόπιμο να στοχεύσουν σε εις βάθος ποιοτική έρευνα με προσωπικές συνεντεύξεις και ομάδες εστιασμένης συζήτησης. Επιπλέον, είναι σημαντικό να επεκταθεί η στόχευση των μελετών για να συμπεριλάβουν και άλλες ομάδες εργαζόμενων στην πρώτη γραμμή, οι ανάγκες των οποίων παραμένουν ενδεχομένως αχαρτογράφητες.