Οι πλουσιότερες χώρες του κόσμου έχουν επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν την παγκόσμια δράση για το κλίμα – στρατιωτικοποιώντας τα σύνορά τους. Όπως δείχνει ξεκάθαρα η πρόσφατη έκθεση του Transnational Institute, αυτές οι χώρες – οι οποίες είναι ιστορικά κυρίως υπεύθυνες για την κλιματική κρίση – ξοδεύουν περισσότερα για τον εξοπλισμό των συνόρων τους με σκοπό να κρατήσουν μακριά τους μετανάστες παρά για την αντιμετώπιση της κρίσης που αναγκάζει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

Αυτή είναι μια παγκόσμια τάση, αλλά επτά χώρες ειδικότερα – υπεύθυνες για το 48% των παγκόσμιων ιστορικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (GHG) – δαπανούν συλλογικά τουλάχιστον δύο φορές περισσότερα για την επιτήρηση των συνόρων και της μετανάστευσης (πάνω από 33,1 δισεκατομμύρια δολάρια) από ό,τι για τη χρηματοδότηση του κλίματος ( $14,4 δισεκατομμύρια). Η έρευνα αφορά τη χρονική περίοδο 2013 ως 2018.

Αυτές οι χώρες έχουν χτίσει ένα «τείχος για το κλίμα» για να αποτρέψουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, στο οποίο τα τούβλα προέρχονται από δύο διακριτές αλλά συναφείς δυναμικές: Πρώτον, η αποτυχία παροχής της υποσχεθείσας χρηματοδότησης για το κλίμα που θα μπορούσε να βοηθήσει τις χώρες να μετριάσουν και να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή. Δεύτερον, μια στρατιωτικοποιημένη απάντηση στη μετανάστευση που επεκτείνει τις υποδομές συνόρων και επιτήρησης πέρα από τα Ευρωπαϊκά σύνορα. Αυτό παρέχει αυξημένα κέρδη για μια βιομηχανία ασφάλειας των συνόρων, αλλά ανείπωτη ταλαιπωρία για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που κάνουν όλο και πιο επικίνδυνα –και συχνά θανατηφόρα– ταξίδια για να αναζητήσουν ασφάλεια σε έναν κόσμο που αλλάζει το κλίμα.

 

Σημαντικά ευρήματα

Η μετανάστευση που προκαλείται από το κλίμα είναι πλέον πραγματικότητα.

  • Η κλιματική αλλαγή είναι ολοένα και περισσότερο ένας παράγοντας πίσω από τον εκτοπισμό και τη μετανάστευση. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε ένα συγκεκριμένο καταστροφικό γεγονός, όπως ένας τυφώνας ή μια ξαφνική πλημμύρα, αλλά και όταν οι σωρευτικές επιπτώσεις της ξηρασίας ή της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, για παράδειγμα, καθιστούν σταδιακά μια περιοχή μη κατοικήσιμη και αναγκάζουν ολόκληρες κοινότητες να μετεγκατασταθούν.
  • Η πλειονότητα των ανθρώπων που εκτοπίζονται, είτε λόγω του κλίματος είτε όχι, παραμένουν στη χώρα τους, αλλά ένας αριθμός θα περάσει τα διεθνή σύνορα και αυτό είναι πιθανό να αυξηθεί καθώς αυξάνονται οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε ολόκληρες περιοχές και οικοσυστήματα.
  • Η μετανάστευση που προκαλείται από το κλίμα υφίσταται δυσανάλογα σε χώρες χαμηλού εισοδήματος και διασταυρώνεται και επιταχύνεται με πολλές άλλες αιτίες εκτοπισμού. Διαμορφώνεται από τη συστημική αδικία που δημιουργεί καταστάσεις ευπάθειας, βίας, επισφάλειας και αδύναμων κοινωνικών δομών που αναγκάζουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

 

Οι πλούσιες χώρες ξοδεύουν περισσότερα για τη στρατιωτικοποίηση των συνόρων τους παρά για την παροχή χρηματοδότησης για το κλίμα ώστε να μπορέσουν οι φτωχότερες χώρες να βοηθήσουν τα μεταναστευτικά ρεύματα.

Επτά από τους μεγαλύτερους εκπομπούς αερίων του θερμοκηπίου – Ηνωμένες Πολιτείες, Γερμανία, Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδάς, Γαλλία και Αυστραλία – δαπάνησαν συλλογικά τουλάχιστον δύο φορές περισσότερα για την επιτήρηση των συνόρων και τη μετανάστευση (πάνω από 33,1 δισεκατομμύρια δολάρια) από ό,τι για τη χρηματοδότηση του κλίματος (14,4 δολάρια δισεκατομμύρια) μεταξύ 2013 και 2018.[1]

Ο Καναδάς ξόδεψε 15 φορές περισσότερα (1,5 δισεκατομμύρια δολάρια για τα σύνορα σε σύγκριση με περίπου 100 εκατομμύρια δολάρια για το κλίμα). Η Αυστραλία 13 φορές περισσότερα (2,7 δισεκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με 200 εκατομμύρια δολάρια). Οι ΗΠΑ σχεδόν 11 φορές περισσότερα (19,6 δισεκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια). Το Ηνωμένο Βασίλειο σχεδόν δύο φορές περισσότερο (2,7 δισεκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια).

Οι συνοριακές δαπάνες των επτά μεγαλύτερων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αυξήθηκαν κατά 29% μεταξύ 2013 και 2018. Στις ΗΠΑ, οι δαπάνες για την επιβολή των συνόρων και τη μετανάστευση τριπλασιάστηκαν μεταξύ 2003 και 2021. Στην Ευρώπη, ο προϋπολογισμός για την υπηρεσία συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), Frontex, έχει αυξηθεί κατά ένα επιβλητικό 2763% από την ίδρυσή του το 2006 έως το 2021.

Αυτή η στρατιωτικοποίηση των συνόρων έχει εν μέρει τις ρίζες της στις εθνικές στρατηγικές για την ασφάλεια του κλίματος, οι οποίες από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 στη συντριπτική τους πλειοψηφία χαρακτηρίζουν τους μετανάστες ως «απειλές» και όχι ως θύματα της αδικίας. Ο κλάδος της ασφάλειας των συνόρων βοήθησε στην προώθηση αυτής της διαδικασίας μέσω πολιτικών πιέσεων, που οδήγησαν σε όλο και περισσότερες συμβάσεις για τη συνοριακή βιομηχανία και σε όλο και πιο εχθρικά περιβάλλοντα για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.

Η χρηματοδότηση για το κλίμα θα μπορούσε να βοηθήσει στον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και να βοηθήσει τις χώρες να προσαρμοστούν σε αυτήν την πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης ατόμων που πρέπει να μετεγκατασταθούν ή να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό. Ωστόσο, οι πλουσιότερες χώρες έχουν αποτύχει ακόμη και να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους για τα πενιχρά 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, που αφορούν χρηματοδότηση για το κλίμα.

Τα τελευταία στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ανέφεραν 79,6 δισεκατομμύρια δολάρια σε συνολική χρηματοδότηση για το κλίμα το 2019, αλλά σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε από την Oxfam International, πρέπει να ληφθούν υπόψη αναληθή στοιχεία στις αναφορές και δάνεια που έχουν δοθεί αντί για επιχορηγήσεις. Ο πραγματικός όγκος της χρηματοδότησης για το κλίμα μπορεί να είναι μικρότερος από το ήμισυ αυτού που αναφέρουν οι ανεπτυγμένες χώρες.

Οι χώρες με τις υψηλότερες ιστορικές εκπομπές οχυρώνουν τα σύνορά τους, ενώ αυτές με τις χαμηλότερες πλήττονται περισσότερο από τη μετακίνηση πληθυσμού. Η Σομαλία, για παράδειγμα, είναι υπεύθυνη για το 0,00027% των συνολικών εκπομπών από το 1850, αλλά είχε περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους (6% του πληθυσμού) εκτοπισμένους από μια καταστροφή που σχετίζεται με το κλίμα το 2020.

Εφτά από τις χώρες που ιστορικά μολύνουν περισσότερο με αέρια θερμοκηπίου ξοδεύουν τα διπλά σχεδόν κονδύλια στον έλεγχο των συνόρων παρά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

 

Ο κλάδος της ασφάλειας των συνόρων επωφελείται από την κλιματική αλλαγή.

  • Ο κλάδος της ασφάλειας των συνόρων επωφελείται ήδη από τις αυξημένες δαπάνες για την επιτήρηση των συνόρων και της μετανάστευσης και αναμένει ακόμη περισσότερα κέρδη από την αναμενόμενη αστάθεια λόγω της κλιματικής αλλαγής. Μια πρόβλεψη του 2019 από το ResearchAndMarkets.com έδειξε ότι η παγκόσμια αγορά εσωτερικής ασφάλειας και δημόσιας ασφάλειας θα αυξηθεί από 431 δισεκατομμύρια δολάρια το 2018 σε 606 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024 και ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5,8%. Σύμφωνα με την έκθεση, ένας παράγοντας που οδηγεί σε αυτό είναι η «αύξηση των φυσικών καταστροφών που σχετίζεται με την υπερθέρμανση του κλίματος».
  • Οι κορυφαίοι εργολάβοι στα σύνορα υπερηφανεύονται για την αύξηση των εσόδων τους εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Η Raytheon λέει ότι «υπάρχει δυνατότητα αύξησης στη ζήτηση για τα στρατιωτικά προϊόντα και τις υπηρεσίες της, καθώς μπορεί να προκύψουν ανησυχίες για την ασφάλεια, διότι τα αποτελέσματα ξηρασιών, πλημμυρών και καταιγίδων συμβαίνουν ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής». Η Cobham, μια βρετανική εταιρεία που εμπορεύεται συστήματα επιτήρησης και είναι ένας από τους κύριους ανάδοχους για την ασφάλεια των συνόρων της Αυστραλίας, λέει ότι «οι αλλαγές στους πόρους και τη δυνατότητα να κατοικούνται οι χώρες θα μπορούσαν να αυξήσουν την ανάγκη για επιτήρηση των συνόρων λόγω της αυξανόμενης μετανάστευσης πληθυσμού».
  • Όπως έχει αναφέρει το TNI σε πολλές άλλες εκθέσεις της σειράς Border Wars2, ο κλάδος της ασφάλειας των συνόρων ασκεί πίεση και υποστηρίζει τη στρατιωτικοποίηση των συνόρων και τα κέρδη από την επέκτασή τους.

 

Ο κλάδος της ασφάλειας των συνόρων παρέχει επίσης ασφάλεια στη βιομηχανία πετρελαίου, η οποία είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που συμβάλλουν στην κλιματική κρίση και ακόμη συμμετέχουν στα εκτελεστικά συμβούλια οι μεν των δε.

  • Οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο αναθέτουν επίσης υπηρεσίες στις ίδιες εταιρείς που κυριαρχούν στις συμβάσεις ασφάλειας των συνόρων. Η Chevron (το νούμερο 2 στον κόσμο) συνάπτει συμβόλαια με τις Cobham, G4S, Indra, Leonardo, Thales. Η Exxon Mobil (4η στην παγκόσμια κατάταξη) συνάπτει συμβόλαι με τις Airbus, Damen, General Dynamics, L3Harris, Leonardo, Lockheed Martin. Η BP (6η στην παγκόσμια κατάταξη) με Airbus, G4S, Indra, Lockheed Martin, Palantir, Thales. Η Royal Dutch Shell (7η στην παγκόσμια κατάταξη) με Airbus, Boeing, Damen, Leonardo, Lockheed Martin, Thales, G4S.
  • Η Exxon Mobil, για παράδειγμα, έκανε σύμβαση με την L3Harris (έναν από τους 14 κορυφαίους εργολάβους συνόρων των ΗΠΑ) για να παράσχει «ευαισθητοποίηση στον θαλάσσιο τομέα» για τις γεωτρήσεις της στο δέλτα του Νίγηρα στη Νιγηρία, μια περιοχή που έχει υποστεί τεράστια μετατόπιση πληθυσμού λόγω της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Η BP έχει συνάψει σύμβαση με την Palantir, μια εταιρεία που παρέχει αμφιλεγόμενο λογισμικό παρακολούθησης σε υπηρεσίες όπως το US Immigration and Customs Enforcement (ICE), για να αναπτύξει μια «αποθήκη δεδομένων και δεδομένων γεωτρήσεων σε πραγματικό χρόνο για κάθε εν ενεργεία γεώτρηση που υπάρχει αυτή τη στιγμή». Ο εργολάβος συνόρων G4S έχει μια σχετικά μακρά ιστορία στην προστασία των πετρελαιαγωγών, συμπεριλαμβανομένου του αγωγού Dakota Access στις ΗΠΑ.
  • Η συνέργεια μεταξύ των εταιρειών ορυκτών καυσίμων και των κορυφαίων εργολάβων για την ασφάλεια των συνόρων φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι στελέχη από κάθε τομέα συμμετέχουν στα διοικητικά συμβούλια του άλλου. Στη Chevron, για παράδειγμα, ο πρώην Διευθύνων Σύμβουλος και Πρόεδρος της Northrop Grumman, ο Ronald D. Sugar και η πρώην διευθύνουσα σύμβουλος της Lockheed Martin, Marilyn Hewson, συμμετέχουν στο διοικητικό της συμβούλιο. Η ιταλική εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου ENI έχει στο διοικητικό της συμβούλιο τη Nathalie Tocci, στο παρελθόν Ειδική Σύμβουλο της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ Μογκερίνι από το 2015 έως το 2019, η οποία βοήθησε στην εκπόνηση της Παγκόσμιας Στρατηγικής της ΕΕ που οδήγησε στην επέκταση της εξωτερίκευσης των συνόρων της ΕΕ σε τρίτες χώρες.

 

Αυτός ο δεσμός δύναμης, πλούτου και συμπαιγνίας μεταξύ των εταιρειών ορυκτών καυσίμων και της βιομηχανίας ασφάλειας των συνόρων δείχνει πώς η κλιματική αδράνεια και οι στρατιωτικοποιημένες αντιδράσεις στις συνέπειές της, λειτουργούν όλο και περισσότερο χέρι-χέρι. Και οι δύο βιομηχανίες κερδίζουν καθώς όλο και περισσότεροι πόροι εκτρέπονται για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής που αφορούν τη μετανάστευση, αντί για την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών της. Αυτό έχει τρομερό ανθρώπινο κόστος. Μπορεί να φανεί στον αυξανόμενο αριθμό θανάτων των προσφύγων, στις άθλιες συνθήκες σε πολλούς προσφυγικούς καταυλισμούς και στα κέντρα κράτησης, στις βίαιες απωθήσεις από ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα εκείνες που βρέχονται από τη Μεσόγειο, και συνορεύουν με τις ΗΠΑ, σε αμέτρητες περιπτώσεις περιττής ταλαιπωρίας και βαρβαρότητας. Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) υπολογίζει ότι 41.000 μετανάστες πέθαναν μεταξύ 2014 και 2020, αν και αυτό είναι ευρέως αποδεκτό ότι είναι μια σημαντική υποεκτίμηση, δεδομένου ότι πολλές ζωές χάνονται στη θάλασσα και σε απομακρυσμένες ερήμους, καθώς μετανάστες και πρόσφυγες ακολουθούν όλο και πιο επικίνδυνες διαδρομές προς την ασφάλεια.

Η ιεράρχηση των στρατιωτικοποιημένων συνόρων έναντι της χρηματοδότησης για το κλίμα απειλεί τελικά να επιδεινώσει την κλιματική κρίση για την ανθρωπότητα. Χωρίς επαρκείς επενδύσεις για να βοηθηθούν οι χώρες να μετριάσουν και να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή, η κρίση θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ανθρώπινη καταστροφή και θα ξεριζώσει περισσότερες ζωές. Όμως, όπως καταλήγει αυτή η έκθεση, οι κρατικές δαπάνες είναι πολιτική επιλογή, πράγμα που σημαίνει ότι είναι εφικτές επιλογές διαφορετικού τύπου. Η επένδυση στον μετριασμό των κλιματικών επιπτώσεων στις φτωχότερες και πιο ευάλωτες χώρες μπορεί να υποστηρίξει τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια – και, παράλληλα με τις βαθιές περικοπές των εκπομπών από τα μεγαλύτερα ρυπογόνα έθνη – να δώσει στον κόσμο την ευκαιρία να διατηρήσει τις θερμοκρασίες κάτω από 1,5°C αύξησης από το 1850 ή να τις επαναφέρει στην κατάσταση πριν από βιομηχανικά επίπεδα. Η υποστήριξη των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους με τους πόρους και την υποδομή για να ξαναχτίσουν τη ζωή τους σε νέες τοποθεσίες μπορεί να τους βοηθήσει να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή και να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Η μετανάστευση, εάν υποστηριχθεί επαρκώς, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέσο προσαρμογής στο κλίμα.

 

Η θετική αντιμετώπιση της μετανάστευσης απαιτεί αλλαγή κατεύθυνσης και πολύ αυξημένη χρηματοδότηση για το κλίμα, καλή δημόσια πολιτική και διεθνή συνεργασία, αλλά το πιο σημαντικό είναι ο μόνος ηθικά δίκαιος δρόμος για τη στήριξη όσων υποφέρουν από μια κρίση που δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο στη δημιουργία της.

 

 

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ