Στην Ισλαμική Δημοκρατία του Πακιστάν η αθεΐα τιμωρείται (ως βλασφημία) με την θανατική ποινή. Οι ελάχιστοι πολίτες που τολμούν να δηλώσουν δημόσια ότι δεν ανήκουν στην επίσημη κρατική θρησκεία διώκονται από τις τοπικές αρχές, φυλακίζονται ή και δολοφονούνται.
Το γραφείο μας εκπροσώπησε επιτυχώς πρόσφυγα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο εξέδωσε αμετάκλητη απόφαση, με την οποία αναγνωρίστηκε η αθεΐα ως λόγος ευαλωτότητας που επιβάλλει την παροχή ασύλου σε πρόφυγα, λόγω της άκρως επικίνδυνης κατάστασης στη χώρα του για τους αθέους πολίτες.

 

Γράφει ο Βασίλης Σωτηρόπουλος, πρώτη δημοσίευση elawyer.blogspot.com [7-5-2021]

Ο πρόσφυγας που εκπροσωπήσαμε στο Δικαστήριο είχε εξεταστεί από τις Ελληνικές επιτροπές ασύλου και το αίτημά του είχε κριθεί αβάσιμο. Συγκεκριμένα, τόσο η πρωτοβάθμια όσο και η δευτεροβάθμια επιτροπή είχαν κρίνει αναξιόπιστη την κατάθεσή του, κρίνοντας ότι η αθεΐα του δεν ήταν αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, καθώς και σε εντελώς δευτερεύοντα σημεία της όπως με ποιόν τρόπο εντοπίστηκε από τις διωκτικές αρχές της χώρας του. Με τις δύο αυτές απορρίψεις, ο πρόσφυγας κινδύνευε να απελαθεί και να αντιμετωπίσει κατηγορία που τιμωρείται με την θανατική ποινή για τις συνειδησιακές επιλογές και πεποιθήσεις του.

Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε την οριστική απόφασή του, η οποία κατέστη αμετάκλητη και δυνάμει της οποίας ο πρόσφυγας έλαβε τελικά άσυλο από την Ελληνική Δημοκρατία, ήτοι διεθνή προστασία λόγω ευαλωτότητας.

Το Δικαστήριο εφάρμοσε την Σύμβαση της Γενεύης του 1951, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Ν. Υόρκης του 1968 και κατά την οποία η έννοια του πρόσφυγα αφορά κάθε πρόσωπο

“όπερ συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης ή εάν μη έχον υπηκοότητά τινα και ευρισκόμενον εκτός της χώρας της προηγουμένης συνήθους αυτού διαμονής δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις ταύτην”.

Το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι από την Σύμβαση της Γενεύης “ συνάγεται ότι ο αλλοδαπός, ο οποίος επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της εν λόγω Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στην Διοίκηση, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης, λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων (βλ. ΣτΕ 633/2013, 4750/2012, 4565-6/2012, 4544/2012, 2904/2012, 2763/2012, 1303/2012 κ.ά.). Εξάλλου, στο άρθρο 4 παρ.5 του π.δ.141/2013 προβλέπεται ότι τα στοιχεία των δηλώσεων του αιτούντος διεθνή προστασία, ακόμη και όταν δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, εφόσον αυτός έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτηση του, έχει υποβάλει όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία διαθέτει, και έχει δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων, οι δηλώσεις του παρίστανται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του, αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το ταχύτερο δυνατό (εκτός εάν προέβαλε βάσιμο λόγο που τον εμπόδισε να το πράξει) και η γενική αξιοπιστία του είναι θεμελιωμένη, ενώ σε κάθε περίπτωση ισχύει το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Πάντως, η ως άνω διάταξη δεν αίρει την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να επικαλεσθεί ορισμένα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ικανά να στοιχειοθετήσουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων υπαγωγής του στο προαναφερθέν προστατευτικό καθεστώς (πρβλ. ΣτΕ 1303/2012, 1078/2012, 3463-5/2011, 3459/2011, 2911-3/2011, 2640/2011, 2591-2/2011 κ.ά.). Ενόψει δε της φύσης και της σημασίας των διακυβευομένων αγαθών, σε περίπτωση αναγκαστικής επιστροφής του αιτήσαντος διεθνή προστασία αλλοδαπού στη χώρα καταγωγής του, επιβάλλεται, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αίτησής του σε εξατομικευμένη βάση, η ενδελεχής εξέταση των προβαλλομένων, υπό την κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενη έννοια, ουσιωδών ισχυρισμών του και η ειδική και πλήρης αιτιολογία της τυχόν απορριπτικής του αιτήματός του απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 1303/2012, 1078/2012, 2512/2011, 1379/2011, 4154/2009, 3726/2009, 2534/2009, 817/2009, 1628/2007).”

Ο πρόσφυγας στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε αποδείξει την αθεΐα του, επικαλούμενος βεβαίωση συμμετοχής του στην Ένωση Αθέων και Αγνωστικιστών του Πακιστάν, δημοσιεύματα σχετικά με αποκλεισμό των λογαριασμών του στο FACEBOOK λόγω “βλάσφημου περιεχομένου” και επικαλέστηκε απόφαση πακιστανικού δικαστηρίου που είχε διατάξει την σύλληψή του. Ο πρόσφυγας επικαλέστηκε την επέμβαση πακιστανικών αρχών σε οικίες φίλων του αθέων που τον ειδοποίησαν συνωμοτικά να διαφύγει, ενώ ήδη είχε ξεκινήσει επιχείρηση για την σύλληψή του. Ύστερα από συλλήψεις φίλων του, αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα για να διαφύγει την δίωξη.

Με την αρχική απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Θεσσαλονίκης, το αίτημα απορρίφθηκε ως αβάσιμο, με το σκεπτικό ότι αφενός οι καταδικασμένοι σε θάνατο άθεοι δεν εκτελούνται από τις αρχές κι αφετέρου ότι η αθεΐα του συγκεκριμένου πρόσφυγα «δεν είναι ουσιαστική και δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας και της ταυτότητάς του», ενώ “το προφίλ του, ως ατόμου που ασχολείται ερασιτεχνικά με το διαδίκτυο, δεν τον κατατάσσει σε προφίλ υψηλού κινδύνου για να ελκύσει το ενδιαφέρον των πακιστανικών αρχών, καθώς και ότι ο ισχυρισμός του περί δίωξης του από τις αρχές της χώρας του, λόγω της αποστασίας του από το Ισλάμ και των πεποιθήσεων του περί αθεϊσμού, στηριζόταν αποκλειστικά σε εικασίες του ίδιου και, άρα, ότι ο αιτών δεν διέτρεχε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων και δεν μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα.” Ο αιτών άσκησε προσφυγή στην Αρχή Προσφυγών του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη κατά της αρχικής απόρριψης.

Η Αρχή Προσφυγών έκρινε μη αξιόπιστους τους ισχυρισμούς του αιτούντος σχετικά με τον λόγο για τον οποίο είχε εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμούσε να επιστρέψει σε αυτή και συγκεκριμένα τους ισχυρισμοί του ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, διότι εκεί είχε στοχοποιηθεί και καταζητείτο από τις αρχές εξαιτίας των αθεϊστικών του πεποιθήσεων, λόγω «ασαφειών, αοριστιών και αντιφάσεων», οι οποίες έπλητταν την εσωτερική συνοχή τους. Αντιφατικές θεωρήθηκαν οι απαντήσεις του όσον αφορά τον λογαριασμό του στο FACEBOOK και μη ικανοποιητική η απάντηση του στην ερώτηση πώς τον εντόπισαν οι τοπικές αρχές και μη ευλογοφανής η κατάθεσή του για τον τρόπο ειδοποίησης και διαφυγής του από την δίωξη.

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ακύρωσε την παραπάνω απόφαση, κρίνοντας δεκτή την αίτηση ακύρωσης του προσφεύγοντος πρόσφυγα, κυρίως γιατί αμφισβητήθηκε η αθεϊα του χωρίς νόμιμη αιτιολογία από τις Ελληνικές αρχές. Το Δικαστήριο έκρινε ότι “ο ως άνω λόγος περί μη νόμιμης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος με το οποίο δεν έγιναν δεκτοί οι ισχυρισμοί του αιτούντος περί των αθεϊστικών του πεποιθήσεων, τυγχάνει βάσιμος, διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση με μη νόμιμη αιτιολογία απορρίφθηκαν, ως γενικόλογοι, αόριστοι και μη ερειδόμενοι σε προσωπικά βιώματα, οι εν λόγω ισχυρισμοί.

Συγκεκριμένα:

α) η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αιτών παρέθεσε μόνον έναν γενικό ορισμό για την έννοια της αθεΐας, χωρίς να παραθέσει βιωματικά στοιχεία της καθημερινότητάς του αναφορικά με την αποδοχή από τον ίδιο της προσωπικής θέσης του να μην πιστεύει σε καμία θρησκεία, δεν είναι νόμιμη, διότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι ο αιτών, κατά την προσωπική του συνέντευξη, ανέφερε αφενός συγκεκριμένες καταστάσεις και συγκεκριμένα βιώματα που τον οδήγησαν στη σχετική επιλογή, αφετέρου συγκεκριμένες προσωπικές συνθήκες της καθημερινότητάς του, σχετιζόμενες με τις αθεϊστικές του πεποιθήσεις. Ειδικότερα, ο αιτών ανέφερε ότι ένας από τους βασικούς λόγους της επιλογής του να γίνει αθεϊστής ήταν τα φαινόμενα θρησκευτικής βίας στη χώρα καταγωγής του (συγκεκριμένα ανέφερε ότι στο Πακιστάν υπάρχουν «πολλοί τρομοκράτες, που καταστρέφουν την ανθρωπότητα μέσω της θρησκείας»), ενώ επικαλέστηκε συγκεκριμένο περιστατικό που έλαβε χώρα το έτος 2014 στην πόλη Pesawhar, κατά το οποίο εξτρεμιστές μουσουλμάνοι (ταλιμπάν) είχαν εισβάλει σε σχολείο και είχαν δολοφονήσει περίπου 135 παιδιά (περιστατικό το οποίο ελέγχθηκε ως αληθές κατά τη διενεργηθείσα εκ μέρους της Υπηρεσίας Ασύλου έρευνα), εκθέτοντας ταυτόχρονα ότι το εν λόγω περιστατικό τον έκανε να αναρωτηθεί «πως μια θρησκεία μπορεί να επιτρέψει να σκοτώνονται αθώες ψυχές, χωρίς να έχουν φταίξει σε κάτι».

Περαιτέρω, ο αιτών αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες προσωπικές συνθήκες της καθημερινότητάς του, σχετιζόμενες με τις αθεϊστικές του πεποιθήσεις, όπως η μη συμμετοχή του στη μουσουλμανική λατρεία και ειδικότερα στην προσευχή της Παρασκευής, οι συναντήσεις και συζητήσεις με ομοϊδεάτες του σε πάρκα και ξενοδοχεία της πόλης Καράτσι και οι αναρτήσεις του σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά της μουσουλμανικής θρησκείας (συγκεκριμένα δήλωσε ότι είχε προβεί σε αναρτήσεις κατά του τζιχαντισμού, τον οποίο, κατά την άποψή του, επιτρέπει ο μουσουλμανισμός, και σε αναρτήσεις σχετικά με το ότι δεν είναι ανεκτό, κατά τη γνώμη του, να ακολουθεί κάποιος «τα βήματα ενός Προφήτη, ο οποίος έχει κάνει 11 γάμους και το χειρότερο έναν γάμο με μια εξάχρονη»), και

β) η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αιτών υποστήριξε μεν ότι έγινε αθεϊστής, αφού μελέτησε το Κοράνι και άλλες θρησκείες, χωρίς όμως να παραθέσει οποιοδήποτε παράδειγμα ή έστω αναφορά στη συγκριτική μελέτη λοιπών θρησκειών που τον οδήγησε στην αποδοχή του αθεϊσμού, και ότι στις αναρτήσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε περιοριστεί σε κριτική κατά του μουσουλμανισμού, δεν είναι νόμιμη, διότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι ο αιτών, κατά την προσωπική του συνέντευξη, επεξήγησε τον λόγο που τον οδήγησε στην απόρριψη όλων των θρησκειών και συγκεκριμένα δήλωσε πως, κατά τη γνώμη του, όλες οι θρησκείες είναι δημιουργήματα του ανθρώπου (ειδικότερα δήλωσε ότι «όλα αυτά τα βιβλία είναι γραμμένα από ανθρώπους»), ενώ μόνον το γεγονός ότι δεν ανέφερε κάποια άλλη, πέραν του μουσουλμανισμού, θρησκεία που μελέτησε και απέρριψε δεν αρκεί ώστε να καταστήσει νομίμως αιτιολογημένη την κρίση της Επιτροπής περί αοριστίας του σχετικού ισχυρισμού του, δεδομένου μάλιστα ότι δεν του είχε τεθεί σχετικώς κάποια διευκρινιστική ερώτηση.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η δήλωση του αιτούντος πως στις αναρτήσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε προβεί σε κριτική του μουσουλμανισμού δεν δύναται να καταστήσει νομίμως αιτιολογημένη την κρίση της Επιτροπής περί αοριστίας του ισχυρισμού του περί των αθεϊστικών του πεποιθήσεων, δεδομένου ότι παρίσταται εύλογο αυτός να προβαίνει, κατά κύριο λόγο, σε κριτική της επικρατούσας στη χώρα του θρησκείας και όχι άλλων θρησκειών.

Τέλος, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, κατά την αξιολόγηση για το βάσιμο του φόβου του αιτούντος διεθνή προστασία ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή εάν αυτός χαρακτηρίζεται πράγματι ή χαρακτηρίζεται σε συγκεκριμένο βαθμό έντασης από το θρησκευτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει τη δίωξη (εν προκειμένω από την αθεΐα), υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον φορέα της δίωξης, κατά τα ρητώς οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ.2 του π.δ.141/2013.”

Περαιτέρω, το Δικαστήριο ακύρωσε και τους ισχυρισμούς των Ελληνικών αρχών ότι δήθεν δεν ήταν ευλογοφανείς και σαφείς οι ισχυρισμοί του, με πλήρη επανέλεγχο των στοιχείων που προσκόμισε ο αιτών. Το Δικαστήριο διέταξε την επιστροφή του παραβόλου (150 ευρώ) και των δικαστικών εξόδων (405 ευρώ) στον αιτούντα. Σε προγενέστερο χρόνο, το ίδιο Δικαστήριο είχε χορηγήσει προσωρινή διαταγή και είχε αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, για να μην απελαθεί ο πρόσφυγας μέχρι να εκδοθεί η τελική δικαστική κρίση.