Η Κάη Τσιλιμίγκρα Ρένχουλντ γεννήθηκε στη Στοκχόλμη και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Σπούδασε Θεατρική Αγωγή στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης (Μπάτσελορ) και κινηματογράφο στην Σχολή Κινηματογράφου του Α.Π.Θ. (Μάστερ). Τα τελευταία 7 χρόνια έζησε στη Στοκχόλμη δουλεύοντας πάνω στον κινηματογράφο και το θέατρο. Τα θέματα που πραγματεύεται είναι κοινωνικής φύσεως, όπως περιβαλλοντικά και αντιρατσιστικά. Σήμερα βρίσκεται στη Ζάκυνθο και ασχολείται με το θέατρο σε σχέση με τη περιβαλλοντική κρίση, συμπεριλαμβάνοντας και συνδημιουργώντας με νέους/ες περιβαλλοντικούς ακτιβιστές/τριες.

 

Έχουμε συνηθίσει οι νέες/οι να εγκαταλείπουν την Ελλάδα για το εξωτερικό. Εσύ πώς αποφάσισες να επιστρέψεις στη Ζάκυνθο;

Μόλις είχα αποφοιτήσει από την σχολή θεατρικής αγωγής στη Στοκχόλμη και θέλησα να εργαστώ με περιβαλλοντικά και αντιρατσιστικά θέματα στην Ελλάδα. Ήταν ο στόχος μου αυτός από την αρχή να βρεθώ και να εργαστώ στην Ελλάδα απλά με την πανδημία αυτή η απόφαση ήρθε πιο σύντομα. Αυτήν την περίοδο βρίσκομαι στη Ζάκυνθο, όπου μεγάλωσα, και εργάζομαι με τη θεατρική αγωγή σε συσχέτιση με το θέμα της περιβαλλοντικής κρίσης. Μερικά από τα παιδιά υπήρξαν ενεργοί περιβαλλοντικοί ακτιβιστές και ακτιβίστριες τα τελευταία χρόνια. Παρόλες τις πραγματικά δύσκολες συνθήκες καταφέραμε να κρατήσουμε την ομάδα. Επί του παρόντος ολοκληρώνουμε κάνοντας κάποια ταινιάκια και τα παιδιά εργάζονται σαν πραγματικοί επαγγελματίες, δε νομίζω πως έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο!

 

Πες μας τι είναι αυτό που σε εμπνέει;

Οι μαθητές μου με εμπνέουν, οι φίλες και οι φίλοι μου. Υπάρχουν επίσης συγκεκριμένα άτομα, συγκεκριμένοι άνθρωποι που είναι ενεργοί κινηματικά και καλλιτεχνικά παράλληλα. Είναι φίλοι μου ακαδημαϊκοί και καλλιτέχνες, κάποιοι υπήρξαν δάσκαλοί μου. Ως προς την ευαισθητοποίηση για κοινωνικά θέματα πηγαία αντιδρούσα πάντα στην αδικία.

Πώς βλέπεις το περιβαλλοντικό κίνημα στην Ελλάδα;

Μοιάζει να αποτελείται από πολλά παράλληλα κινήματα. Έχει τα πάντα, από ΜΚΟ για το περιβάλλον, έφηβους ακτιβιστές, κίνημα κατά των αιολικών, κίνημα κατά των γεωτρήσεων. Ίσως χρειάζεται ακόμα περισσότερη κατεύθυνση και οργανωμένη πίεση προς την κυβέρνηση για να ληφθούν αποφάσεις που είναι σε αρμονία με την τεράστια αλλαγή που καλούμαστε να κάνουμε σαν ανθρωπότητα μέσα στα επόμενα χρόνια.

 

Υπάρχει κάτι θετικό που θα μας μείνει από την πανδημία;

Δεν γνωρίζω αλλά θέλω να πιστεύω πως θα μας κάνει πιο πράους και λιγότερο ρατσιστές, λιγότερο ομοφοβικούς, λιγότερο τρανσφοβικές, λιγότερο σεξιστές και λιγότερο φοβικές απέναντι σε αναπηρίες και διαφορετικές ψυχολογικές λειτουργίες. Έχω την αίσθηση πως βλέπω μια αλλαγή στο πως μιλάμε οι άνθρωποι μεταξύ μας, το ότι υπάρχει μια αλληλεγγύη μέσα σε όλο αυτό.

 

Μοιράσου μαζί μας μια φράση που σου δίνει δύναμη.

Θα είναι οποιαδήποτε φράση της bell hooks! Ίσως εκείνη που λέει, «μερικές φορές οι άνθρωποι προσπαθούν να σε καταστρέψουν, όχι επειδή δεν ξέρουν πόση δύναμη έχεις, αλλά επειδή βλέπουν την δύναμή σου και δεν θα ήθελαν να υπάρχει». Δεν είναι κάτι που στο λέει κάποιος αλλά το μαθαίνεις στη πορεία, αν θες να κάνεις κάτι, πάντα θα βρεθεί κάποιος να σε κάνει να αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου και αυτό είναι σκληρό. Πρέπει να πιστεύεις στον εαυτό σου γιατί κανείς δεν θα πιστέψει πραγματικά σε εσένα. Πρέπει να διεκδικήσεις τον χώρο σου και να τον κατακτήσεις, δεν θα σου δοθεί από μόνος του.

 

Η συνέντευξη δόθηκε στη Μαριανέλλα Κλώκα.

 


Take five

Αναφορά στο Take five από το δίσκο «Time Out»του David Brubeck. Η ιστορία λέει πως το μουσικό αυτό κομμάτι είναι γέννημα της «συνάντησης» του Brubeck με οργανοπαίκτες του δρόμου. Το μέτρο της παραδοσιακής μουσικής των Βαλκανίων εισήχθη στην κλίμακα των μπλουζ στο σαξόφωνο, τον αυτοσχεδιασμό στο πιάνο και το σόλο στα ντραμς, δίνοντας μας μια μοναδική μουσική δημιουργία και εμπειρία.

Η ποιότητα αυτής της «συνάντησης» όπως την εισήγαγε ο David Brubeck χάνεται σήμερα στο κυνήγι ενός βιαστικού, επιταχυνόμενου χρόνου εξοικονόμησης, που κυριαρχεί ως αίτημα του καιρού μας.

Η ενότητα Take five, είναι μια συμβολική έξοδος από τον χρόνο που τρέχει. Σηματοδοτεί μια απόπειρα «ακρόασης» έξω από το συνεχές του χρόνου, όπου το κάθε πρόσωπο «είναι» και «μετράει» (αντί του χρόνου) ως δυναμική διαδρομή με το ιδιαίτερο και μοναδικό που φέρει στη διαχρονία και συγχρονία του με τον κόσμο.

Διαβάζεται ως να «ακούγεται», με τη μετρική δομή, το ρυθμό, την τονικότητα, την εναλλαγή, τις παύσεις ενός μουσικού κομματιού.