Γράφει ο Αντώνης Λιάκος για την Εφημερίδα των Συντακτών

Το ιδεολογικό στίγμα της επετείου των 200 χρόνων δεν το δίνει το εθνοπατριωτικό φολκλόρ, αλλά δυο φράσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, στο «Βήμα» (21 Μαρτίου 2021): «Αν όμως κάνουμε τον απολογισμό, θα δούμε ότι ξεκινήσαμε ως περιφέρεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και φτάσαμε 200 χρόνια μετά, να είμαστε η ισχυρότερη και πλουσιότερη χώρα στη στενή γειτονιά μας, αλλά και από τις δυναμικότερες της ευρύτερης περιοχής».

«Ποιο άραγε είναι το διακύβευμα για τα επόμενα 100 χρόνια; Οταν λοιπόν ρώτησα τον Στάθη Καλύβα μού απάντησε “Η ευτυχία”. Συμφωνώ. Είναι η ευτυχία ως έννοια που συνδέεται με τον τρόπο που εργαζόμαστε και με τον οποίο ζούμε την καθημερινότητά μας […] Και η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει την “ευτυχία” του μέλλοντος».

Η πρώτη θέση είχε διατυπωθεί επί εποχής εκσυγχρονισμού. Αποσύρθηκε στην κρίση, τότε που η Ελλάδα θεωρήθηκε χώρα μειονεκτικού μοντερνισμού και οι Ελληνες «τα κακά παιδιά της Ιστορίας», και επανήλθε όταν η Ελλάδα βγήκε από την επιτήρηση και με την επιστροφή της Ν.Δ. στην εξουσία, συνοδευόμενη από την απορία ότι είναι «παραδόξως μοντέρνα».

Εχει ιστορική βάση η θέση αυτή; Μπορεί γεωγραφικά η Ελλάδα του 1830 να ήταν περιφέρεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά οι Ελληνες δεν ήταν καθόλου περιφερειακή δύναμη. Χωρίς να έχουν συγκροτηθεί ακόμη σε πολιτικό έθνος έπαιρναν μέρος στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, είχαν στα χέρια τους την εκκλησιαστική οργάνωση των Ορθοδόξων όλης της αυτοκρατορίας, διέθεταν εμπορικό και ναυτικό δίκτυο με ισχυρή θέση σε τρεις επικράτειες, την Οθωμανική και Ρωσική αυτοκρατορία και τη Βενετική επικράτεια, υπολόγιζαν σε ενεργές οικονομικά και πολιτισμικά κοινότητες της δυτικής Ευρώπης και, τέλος, διέθεταν ένα μεγάλο πολιτισμικό κεφάλαιο: την αναβίωση της αρχαίας Ελλάδας στη νεότερη Ευρώπη.

Η συρρίκνωση της Ελλάδας σε «οθωμανική περιφέρεια» είναι μεγάλο λάθος. Δεν το πίστευαν ούτε οι ίδιοι οι Ελληνες, οι οποίοι ώς το 1922 θεωρούσαν τον εαυτό τους μια δύναμη που θα οργανώσει την αυτοκρατορία στην Ανατολή, ισοδύναμη των δυτικών μητροπολιτικών εθνών. Αυτή τη «Μεγάλη Ιδέα» είχαν για τον εαυτό τους.

Η δεύτερη θέση, ότι δηλαδή η πρώτη εκατονταετία ήταν αφιερωμένη στους πολέμους εθνικής αποκατάστασης, και η δεύτερη στην οικονομική ανάπτυξη, προέρχεται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με το κερασάκι του Καλύβα ότι η τρίτη εκατονταετία θα είναι της «ευτυχίας» (sic!). Ας δούμε λοιπόν τι έλεγε ο Βενιζέλος σε δυο λόγους που εκφώνησε την ίδια μέρα στην Τρίπολη, στην ανακομιδή των λειψάνων του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Θυμίζω ότι η επέτειος είχε αναβληθεί λόγω μικρασιατικής εκστρατείας το 1921, και εορτάστηκε το 1930.

Ο Βενιζέλος χαρακτήριζε τον πρώτο αιώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας ως «μάθημα υγιούς αισιοδοξίας», τονίζοντας ότι η χώρα από το 1830 είχε τριπλασιάσει την έκτασή της, είχε ενδεκαπλασιάσει τον πληθυσμό της και είχε πεντηκονταπλασιάσει τον πλούτο της. Τώρα, έλεγε, η Ελλάδα τερμάτισε τους αγώνες της με τη συμπλήρωση της «εθνικής αποκαταστάσεως».

Στον δεύτερον αιώνα της ανεξαρτησίας προσέβλεπε εις «στάδιον ειρηνικής προόδου με βήματα μεγάλα και σταθερά» και συμπλήρωνε: «Να καταλάβουμε θέσιν εις την οικογένειαν των πεπολιτισμένων εθνών, θέσιν ανάλογον του μεγάλου παρελθόντος μας». Το επανέλαβε αυτό το σχήμα λέγοντας ότι ο πρώτος αιώνας ήταν ο αιών των πολέμων, ο δε δεύτερος ο αιών της ειρήνης. Ορόσημο ανάμεσα στους δύο, η συμφωνία της Λωζάννης του 1923 και η αποκατάσταση των προσφύγων. Την ιδέα αυτή τη διατύπωσε και ως σύνθημα εθνικής πορείας: «Από τον Κολοκοτρώνη στον Παστέρ». (Πηγή: Νεολόγος Πατρών, 13.10.1930).

Δεν μπορούσε βέβαια να γνωρίζει τότε ο Βενιζέλος ότι ο κυκλώνας του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου θα άρπαζε βίαια τη χώρα και θα βύθιζε την ελληνική κοινωνία σε μια δεκαετία πολέμων, και σε ό,τι συνεπαγόταν αυτό σε αίμα, καταστροφές και πολιτικά τραύματα. Ούτε βέβαια μπορούσε να γνωρίζει πώς θα διαμορφωνόταν ο παγκόσμιος χάρτης του ψυχρού πολέμου, ούτε την πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση και τον επταπλασιασμό του ΑΕΠ της χώρας στα χρόνια της μεταπολεμικής οικονομικής ανόδου. Τότε υπογράμμιζε το κλείσιμο του πολεμικού αιώνα και της Μεγάλης Ιδέας γιατί εργαζόταν για την ελληνοτουρκική προσέγγιση που τη θεωρούσε, ευρύτερα, άξονα συνεργασίας των δύο χωρών στη ΝΑ Ευρώπη.

Ούτε μπορούσε να φανταστεί τότε ότι ναι μεν είχαν οριστικοποιηθεί τα χερσαία σύνορα, αλλά θα άνοιγε μια νέα περίοδος αντιπαραθέσεων και έντασης για τα θαλάσσια και υποθαλάσσια σύνορα. Δεν μπορούσε να τα γνωρίζει αυτά, όπως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σήμερα το μέλλον που μας επιφυλάσσεται και τα ιστορικά ενδεχόμενα. Μεγίστη αφέλεια, λοιπόν, η «ευτυχία» ως η «νέα μεγάλη ιδέα» του τρίτου αιώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας, μέσα μάλιστα από τις διαδοχικές και αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις από το 2010 και έπειτα.

Ωστόσο, μήπως η παραδοχή του απρόβλεπτου, που στα χρόνια της πανδημίας αφορά και το άμεσο μέλλον, σημαίνει υιοθέτηση παθητικής και μοιρολατρικής στάσης; Το ελάχιστο που η ιστορική εμπειρία μάς κάνει να σκεφτούμε είναι, πρώτο, ότι η εξέλιξη της Ελλάδας εξαρτάται από την εξέλιξη του κόσμου. Από την πρώτη στιγμή δημιουργίας της, η χώρα βρέθηκε στις διασταυρούμενες τροχιές διεθνών αναταράξεων. Δεύτερο, πως η θελημένη ή αθέλητη συμμετοχή της Ελλάδας στις διεθνείς αναστατώσεις, όπως συνέβη στους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα, προκαλεί εσωτερικούς διχασμούς και εμφυλίους.

Η θέση πως η χώρα επιλέγει στις παγκόσμιες αναστατώσεις τη «σωστή» ιστορική πλευρά είναι προβληματική, γιατί προϋποθέτει μια τελεολογία της Ιστορίας, την υποστασιοποιεί ως μια πορεία του κόσμου στην οποία άλλοι συμμετέχουν με τη «σωστή» πλευρά που προώρισται να νικήσει και άλλοι με τη «λάθος» που προώρισται να χάσει. Δημιουργεί μια αντίληψη ιστορικού πεπρωμένου. Βλέπει την ιστορική εξέλιξη μέσα από τα γυαλιά της επιτυχίας και της αποτυχίας. Ως μια μονογραμμική πορεία, ως βήματα μπρος – πίσω. Πάνω σ’ αυτήν βασίζεται και το success story της Ελλάδας.

Ωστόσο, είναι θεμιτό να αντιλαμβανόμαστε την Ιστορία μέσα από τη διάκριση επιτυχίας – αποτυχίας; Με τον τρόπο αυτόν αντιλαμβανόταν την Ιστορία ο κοινωνικός δαρβινισμός, κατά τον οποίο οι αποτυχημένες φυλές υποτάσσονταν και οι επιτυχημένες κυριαρχούσαν. Μπορούμε να θεωρούμε τα έθνη ως προσωπικότητες που είναι αποκλειστικά υπεύθυνες της μοίρας τους; Πώς λ.χ. θα χαρακτηρίζαμε τη Γερμανία επί Χίτλερ, όταν ανέκαμψε από την κρίση μετά το 1933; Πετυχημένη ή αποτυχημένη; Και πώς θα χαρακτηρίζαμε τις ΗΠΑ της εποχής του Τραμπ, ή τη Βρετανία του Brexit; Πετυχημένες ή αποτυχημένες χώρες;

Αν για τους ανθρώπους που έχουν βιολογικό τέλος ισχύει το «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» του Σόλωνα, το ίδιο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, και για τα έθνη που δεν έχουν ορατό τέλος ύπαρξης. Η Ιστορία χωρίς ενδεχομενικότητα υπάρχει μόνο στη θεολογική σκέψη. Και βέβαια το επιχείρημα είναι αποκλειστικά εσωτερικής κατανάλωσης. Πώς θα βγει κανείς στον κόσμο να διακηρύξει την Ελλάδα ως success story; Με εξαιρέσεις χωρών που έχουν διαλυθεί από πολέμους και βρίσκονται σε εμφύλιο, όλες οι χώρες του πλανήτη πολλαπλασίασαν τον πληθυσμό τους και τον πλούτο τους.

Ας δούμε όμως πού βρίσκεται συγκριτικά η Ελλάδα. Στο τέλος της περιόδου έντονης ανάπτυξης, δηλαδή στα 1970, βρίσκεται στο όριο ανάμεσα στην πρώτη ζώνη των πιο ανεπτυγμένων χωρών, η οποία περιλάμβανε τη βόρεια Αμερική, τη δυτική Ευρώπη, και την Ιαπωνία και Αυστραλία, και στη δεύτερη ζώνη των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, που περιλαμβάνει ενδεικτικά Ισπανία, Πορτογαλία, Ισραήλ κ.ά. Τα επόμενα τριάντα χρόνια σταθεροποιείται σε αυτή τη δεύτερη ζώνη.

Προς το τέλος της δεκαετίας του 2000 και πριν από την κρίση, η Ελλάδα περνά στο όριο ανάμεσα στη δεύτερη ζώνη και στην τρίτη ζώνη ανάπτυξης, η οποία περιλαμβάνει χώρες όπως οι πρώην σοσιαλιστικές της κεντρικής ανατολικής Ευρώπης και Τουρκία, Μεξικό και Αργεντινή. Κατά τη διάρκεια της κρίσης σταθεροποιείται σε αυτήν την τρίτη ζώνη. Και οι τρεις ζώνες παρουσιάζουν μακροχρονίως ανοδική πορεία, αλλά οι ανακατατάξεις ανάμεσά τους δείχνουν τη συγκριτική πορεία της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Οι τελευταίες στατιστικές αποτιμήσεις σε μια σειρά από δείκτες φέρνουν την Ελλάδα ξανά πίσω στη γειτονιά της, μαζί με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, στις 4-5 τελευταίες θέσεις της Ευρώπης. Δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε επίσης ότι ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται σταθερά από το 2010. Δεν υπάρχει επομένως μια ευθύγραμμη πορεία ανάπτυξης. Και το ζήτημα δεν είναι να κυριαρχήσουμε αυξάνοντας την απόσταση από τους γείτονές μας. Σήμερα η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι μια πραγματικότητα, επομένως ζητούμενο είναι η ισόρροπη συνολική ανάπτυξη και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Απέναντι στην ιστορική ενδεχομενικότητα και την αβεβαιότητα του μέλλοντος υπάρχουν κάποιες σταθερές; Θα τις συνοψίσω σε τρεις.

  1. Παιδεία, όχι η χρησιμοθηρική αλλά η μακροπρόθεσμα και βαθιά ανθρωπιστική. Εκείνη που δημιουργεί προσωπικότητες με ολοκληρωμένη αντίληψη, λογικά συγκροτημένες, κριτικές, δημιουργικές, δημοκρατικούς πολίτες με αξίες και σεβασμό των δικαιωμάτων. Αντί, λ.χ., να αποκλείουμε από την τριτοβάθμια εκπαίδευση 25.000 παιδιά επειδή βρίσκονται κάτω από τη βάση, να εξετάσουμε πώς θα τα συμπεριλάβουμε για να γεφυρώσουμε το χάσμα για τη συνολική βελτίωση και τη ριζική μεταρρύθμιση της μάθησης. Η παιδεία θα δημιουργήσει ανθεκτικούς πολίτες σε όλες τις αναπάντεχες αναποδιές.

  2. Περιβάλλον. Πέρα από το γεγονός ότι η περιβαλλοντική κρίση είναι η κοινή μοίρα και της Ελλάδας και του πλανήτη, η χώρα αυτή υπέστη απίστευτες περιβαλλοντικές καταστροφές στην πορεία της ανάπτυξης, οι οποίες συνεχίζονται τώρα ακόμη και στο όνομα της πράσινης ανάπτυξης. «Το περιβάλλον και τα μάτια μας», είναι όρος της μελλοντικής αναπνοής μας, αλλά και ο χώρος ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας.

  3. Ανισότητες. Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις ανισότητες. Ανήκει στις 5 χώρες που το 40% του πληθυσμού έχει το μικρότερο εισόδημα και το 10% του πληθυσμού έχει το υψηλότερο εισόδημα. Και στα δύο αποκλίνει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Εχει μαζί με Βουλγαρία και Ρουμανία τον υψηλότερο πληθυσμό σε κίνδυνο φτώχειας (32,8%), τη μεγαλύτερη ανεργία μεταξύ των νέων, είναι πρώτη σε αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη, από τις πρώτες στον κόσμο, και τρίτη από το τέλος στην ελευθερία του Τύπου.

Πώς μπορεί να πορευτεί στο μέλλον, πώς μπορεί να είναι ανθεκτική ως χώρα και να μην τυλιχτεί σε νέους διχασμούς σε αναπάντεχες κρίσεις, πώς μπορεί να αποφύγει τους κινδύνους για τη δημοκρατία αν δεν φροντίσει για την κοινωνική συνοχή, για τη μείωση των ανισοτήτων; Αντί του ψεύτικου success story λοιπόν, ιστορική περίσκεψη για το πώς θα πορευτεί η Ελλάδα στην αχαρτογράφητη τρίτη εκατονταετία της.