Με την κήρυξη Παγκόσμιου Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας το 2001, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ισχυρίστηκε ότι «η καταπολέμηση της τρομοκρατίας ήταν επίσης ένας αγώνας για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των γυναικών». Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο δυτικός πολιτικός λόγος αναφερόταν τακτικά στην ανάγκη «απελευθέρωσης» φαινομενικά καταπιεσμένων μουσουλμάνων γυναικών από τα δεσμά της θρησκείας και του τρόπου ζωής τους, αναζωπύρωση πολιτικών και κοινωνικών συζητήσεων σχετικά με την κάλυψη κεφαλιών, την ένταξη, την ισότητα των φύλων, τον κοσμικό και ουδετερότητα.

Στηριζόμενοι στα ισλαμοφοβικά στερεότυπα και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα στην ελευθερία της έκφρασης ή της θρησκευτικής ελευθερίας, θεσπίστηκαν νόμοι και πολιτικές σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες απαγόρευαν τη hijab και / ή τη niqab. Ίσως στο πιο ευδιάκριτο παράδειγμα του πώς έχει εδραιωθεί η ισλαμοφοβία, τα ευρωπαϊκά κράτη, στην πραγματικότητα, άρχισαν να νομοθετούν για τα σώματα των μουσουλμάνων γυναικών, υπαγορεύοντας ποια ρούχα θα μπορούσαν ή δεν θα μπορούσαν να φορέσουν.

Στην εποχή μετά την 9η Σεπτεμβρίου, ο πολιτικός λόγος έδειχνε ολοένα και περισσότερο προς μια προφανή ασυμβατότητα μεταξύ του πώς πρέπει να είσαι ως Ευρωπαίος/α και του πώς πρέπει να είσαι ως Μουσουλμάνος/α. Φαινόταν αδύνατο να είναι κανείς και τα δύο. Παρόλο που η αντι-μουσουλμανική (anti-muslim) ρητορική έχει επιπτώσεις σε όλους τους μουσουλμάνους, μεγάλο μέρος της νομοθεσίας που έχει εκδοθεί και οι πολιτικές που εφαρμόζονται, είτε στοχεύουν συγκεκριμένα – είτε δυσανάλογα, επηρεάζουν τις μουσουλμάνες γυναίκες.

Πολλά μπορούν να ειπωθούν για την αυξημένη αστυνόμευση των μουσουλμάνων συλλογικά και τη συστηματική στόχευση των ισλαμικών λατρευτικών χώρων, αλλά οι μουσουλμάνες γυναίκες, ιδίως, έχουν φέρει το βάρος των κρατικών ηγετικών, ρατσιστικών νόμων και πολιτικών. Όσες φορούν καλύμματα κεφαλής και ισλαμική ενδυμασία είναι εύκολα αναγνωρίσιμες και έχουν στοχοποιηθεί. Μετά τις απαγορεύσεις της ισλαμικής ενδυμασίας, οι μουσουλμάνες βρέθηκαν όλο και πιο ευάλωτες και εκτεθειμένες σε ισλαμοφοβικές επιθέσεις λόγω φύλου, ενώ τα δικαιώματά τους στη θρησκευτική ελευθερία, την ελευθερία της έκφρασης, την ισότητα και τη μη διάκριση έχουν παραμεληθεί ή αγνοηθεί. Οι επιθέσεις που προωθούνται κυρίως από τη θρησκεία και το φύλο έχουν σε μεγάλο βαθμό κανονικοποιηθεί.

Εκτός από τους νόμους που στοχεύουν ρούχα, ειδικά επειδή είναι θρησκευτική ενδυμασία, οι πολιτικοί έχουν επίσης χρησιμοποιήσει επιχειρήματα βασισμένα στην ασφάλεια και την ανάγκη να βλέπουν τα πρόσωπα των ανθρώπων ανά πάσα στιγμή. Οι νόμοι παρουσιάζονται ως ουδέτεροι, δεδομένου ότι κάθε είδος ρουχισμού που καλύπτει το πρόσωπο ενός ατόμου δυνητικά απαγορεύεται ή ότι ένα ένδυμα που εκφράζει σαφώς οποιαδήποτε θρησκεία θα μπορούσε σε αυτό το πλαίσιο επίσης να απαγορευθεί.

Ωστόσο, οι νόμοι που είναι εκ πρώτης όψεως ουδέτεροι μπορούν σαφώς να επηρεάσουν ορισμένες ομάδες πολύ πιο σοβαρά από άλλες. Ως αποτέλεσμα των απαγορεύσεων που συζητήθηκαν εδώ, είναι πολύ πιο πιθανό ότι οι μουσουλμάνες θα αντιμετωπίσουν όρια στη θρησκευτική και προσωπική τους έκφραση, ή θα αντιμετωπίσουν οικονομικές κυρώσεις, επαγγελματικές διακρίσεις ή εκπαιδευτικό αποκλεισμό λόγω της τήρησης της επιλογής τους για έκφραση.

Διαβάστε όλη την αναφορά του TNI στα αγγλικά εδώ.

 


Μετάφραση από αγγλικά: Pressenza Athens.

 

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ