Τάσος Σαραντής

Οικολογικές οργανώσεις καλούν το υπουργείο Περιβάλλοντος και προσωπικά τον πρωθυπουργό να απορρίψουν την καύση των αποβλήτων που προωθείται από το νέο ΕΣΔΑ, καθώς δεν πρόκειται για επιστημονικά τεκμηριωμένη μέθοδο, αλλά για μια επιλογή που ωφελεί ελάχιστους μεγαλοεπιχειρηματίες.

Το νέο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ), που κατατέθηκε για διαβούλευση, εμφανίζει την καύση ως «αναγκαία» μέθοδο διαχείρισης στη χώρα, ώστε να επιτευχθούν οι ευρωπαϊκοί στόχοι. Ωστόσο η απόφαση για καύση απορριμμάτων-υπολειμμάτων δεν είναι μια επιστημονικά τεκμηριωμένη επιλογή, αλλά μια πολιτική επιλογή που απλώς θα ωφελήσει κάποια ελάχιστα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και πρόσωπα, επισημαίνουν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις Οικολογική Εταιρεία Ανακύκλωσης, Μεσόγειος SOS, Greenpeace και WWF Ελλάς και καλούν το ΥΠΕΝ και τον ίδιο τον πρωθυπουργό να επανεξετάσουν και να απορρίψουν την επιλογή της καύσης η οποία τόσο πρόχειρα τέθηκε μέσα στο ΕΣΔΑ.

Δραστικά μέτρα

Όπως αναφέρουν, η «Πρόληψη» και η «Προετοιμασία προς Επαναχρησιμοποίηση» είναι φραστικά παρούσες στο ΕΣΔΑ, αλλά δεν φαίνεται να επηρεάζουν πρακτικά τη διαχρονική μείωση των αποβλήτων. Παρότι η ευρωπαϊκή οδηγία 2018/851 κάνει σαφές πως τα κράτη-μέλη πρέπει να λάβουν δραστικά μέτρα για την πρόληψη παραγωγής αποβλήτων προβλέποντας τη θέσπιση δεικτών και τη στενή παρακολούθηση αυτών, το νέο ΕΣΔΑ λαμβάνει ως δεδομένη τη σταθερή ή αυξητική παραγωγή αποβλήτων ώς το 2030, κάτι που έρχεται σε καταφανή αντίθεση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Όλα τα υπολείμματα από πολλές διεργασίες Διαλογής στην Πηγή (π.χ. ξύλου, απόβλητα ηλεκτρικού-ηλεκτρονικού εξοπλισμού, υφασμάτων, οργανικά, βιομηχανικά και εμπορικά απόβλητα συσκευασίας) θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε κατάλληλες εγκαταστάσεις ή και Μονάδες Επεξεργασίας Αποβλήτων (ΜΕΑ) -με βάση τον ορισμό της κυκλικής οικονομίας- και να ανακτηθεί και αξιοποιηθεί ένα σημαντικό μέρος τους, αντί να οδηγεί το ΕΣΔΑ αυτές τις ποσότητες στα υπολείμματα και στην ανάγκη της καύσης. Για παράδειγμα, το υπόλειμμα από μονάδες αξιοποίησης ρουχισμού μπορεί να μετατραπεί σε μονωτικό υλικό ή σε υλικό στρωμάτων με σημαντικά οφέλη για την κοινωνία, το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα των μονάδων επεξεργασίας.

Σύμφωνα με τις 4 περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι Μονάδες Επεξεργασίας Αποβλήτων εμφανίζονται να μπορούν να ανακτήσουν ανακυκλώσιμα υλικά μόνο στο 12,7% των εισερχομένων τους. Όμως είναι γνωστό ότι εάν σχεδιαστούν και ενσωματώσουν επαρκείς βέλτιστες τεχνολογίες και σύγχρονο εξοπλισμό ανάκτησης, μπορούν να ανακυκλώνουν και περισσότερο από το 20% των εισερχομένων τους και άρα να παράγουν λιγότερο RDF (σ.σ. καύσιμα υλικά των απορριμμάτων που δεν ανακυκλώνονται) και υπολείμματα. Το σημείο αυτό από επιστημονική, περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική άποψη ίσως είναι το πιο αρνητικό σημείο του ΕΣΔΑ, τονίζουν.

Αντί της περισσότερης ανάκτησης και επαναξιοποίησης των αστικών απορριμμάτων στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας, το νέο ΕΣΔΑ προβλέπει τη μεγάλη χρήση του υπολείμματος για καύση σε τσιμεντάδικα και, το σημαντικότερο, την επιπλέον δημιουργία τουλάχιστον 3-4 μονάδων για καύση τεράστιων ποσοτήτων υπολειμμάτων, που θα πρέπει να λειτουργήσουν για τουλάχιστον 30-40 χρόνια ώστε να είναι βιώσιμες.

Το ΕΣΔΑ δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι χρειάζεται η καύση και να μην υπολογίζει πόσο είναι το κόστος της. Το επενδυτικό κόστος των μονάδων καύσης κυμαίνεται στα 120-500 εκατομμύρια ευρώ ανά μονάδα, δηλαδή είναι πολλαπλάσιο από τις επενδύσεις που απαιτούνται για την πλήρη ανάπτυξη της Διαλογής στην Πηγή και των ενεργειών πρόληψης και οικολογικού σχεδιασμού. Έτσι θα προκύψει πολύ σημαντική αύξηση του συνολικού κόστους διαχείρισης των απορριμμάτων για πολλές δεκαετίες σε όλη την κοινωνία.

Σωστός σχεδιασμός

Δεδομένου ότι η Ε.Ε. δεν χρηματοδοτεί πλέον μονάδες καύσης, γίνεται αντιληπτό ότι αυτές θα χρηματοδοτηθούν από ελάχιστους εθνικούς και κυρίως από ιδιωτικούς πόρους και δανεισμό, γεγονός που θα επιφέρει ένα επιπλέον σημαντικό χρηματοοικονομικό κόστος, που θα κληθούν να πληρώσουν οι δήμοι και άρα οι δημότες, αναφέρουν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις.

Κι όλα αυτά συμβαίνουν όταν μέχρι σήμερα δεν υπάρχει συστηματική μέτρηση της σύστασης των απορριμμάτων. Και είναι να αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί να γίνει σωστός σχεδιασμός, όταν δεν γνωρίζουμε την ποιοτική σύσταση των αποβλήτων, όπως και τις ποσότητες των αποβλήτων που ανακυκλώνονται ανά δήμο;

Πηγή: efsyn.gr

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ