Η ζωή στην κατεχόμενη Παλαιστίνη εν μέσω καραντίνας και πανδημίας αποκαλύπτει μια κοινωνία αλληλεγγύης και ανθρωπιάς και αποδεικνύει ότι οι πολιτικοί μπαίνουν στο περιθώριο όταν οι άνθρωποι παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους. Μια περιγραφή από τη βραβευμένη παλαιστίνια σκηνοθέτιδα Σούχα Αράφ, που ξεδιπλώνεται σαν κινηματογραφική ταινία.

Της Suha Arraf(*)

Χιλιάδες εθελοντές έχουν κινητοποιηθεί και χιλιάδες δωρεές έχουν προσφερθεί για τη στήριξη της κλειστής πόλης της Βηθλεέμ, αναβιώνοντας μνήμες της παλαιστινιακής αλληλεγγύης που θυμίζει την Πρώτη Ιντιφάντα.

Η νεοεμφανιζόμενη έκρηξη του κορονοϊού δημιούργησε δύο νικητές: τον Μπένζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την κρίση για να αναβάλει τη δίκη του για διαφθορά, και την Παλαιστινιακή Αρχή (PA), η οποία έχει ανακτήσει την εμπιστοσύνη του παλαιστινιακού λαού μέσω της αντίδρασής της στην πανδημία. Ξάφνου φαίνεται σαν να έχει περάσει ένας αιώνας από την ανακοίνωση της «Συμφωνίας του αιώνα».

Η παλαιστινιακή μάχη κατά του κορονοϊού ξεδιπλώνεται γύρω από τη Βηθλεέμ, όπου εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Στις 5 Μαρτίου, επτά υπάλληλοι του ξενοδοχείου Angel Hotel βρέθηκαν θετικοί στον ιό. Τρεις εβδομάδες αργότερα, αναφέρθηκαν 64 κρούσματα στη Δυτική Όχθη (σε σύγκριση με 2.660 στο Ισραήλ), συμπεριλαμβανομένων των 40 στη Βηθλεέμ. Μια Παλαιστίνια πέθανε από τον ιό την Τετάρτη (1η Απριλίου).

Ο παλαιστίνιος πρωθυπουργός δρ Mohammad Shtayyey συνειδητοποίησε πολύ γρήγορα ότι η Παλαιστινιακή Αρχή δεν είχε την υποδομή -ιδιαίτερα σε επίπεδο νοσοκομειακών υποδομών αλλά και προϋπολογισμού- για να αντιμετωπίσει την πανδημία. Ζήτησε λοιπόν το άμεσο κλείσιμο της πόλης, την απομόνωση των προσβληθέντων ατόμων καθώς και εκείνων που είχαν έρθει σε επαφή με το ξενοδοχείο και κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο κυβερνήτης της Βηθλεέμ, Kamel Hamid, κινητοποίησε επίσης τις υπηρεσίες του δήμου προκειμένου να ενισχύσει αυτά τα μέτρα.

Η πιο ενθαρρυντική απάντηση στην αντιμετώπιση της πανδημίας, ωστόσο, προέρχεται από τον παλαιστινιακό λαό. Ο λαός της Βηθλεέμ οργανώθηκε μαζικά με τρόπο που θυμίζει τις λαϊκές επιτροπές που λειτουργούσαν κατά την Πρώτη Ιντιφάντα. Μια πόλη έκτακτης ανάγκης έχει συσταθεί στην πόλη, με περισσότερους από 3.000 εθελοντές – νέους προσκόπους, ψυχολόγους, γιατρούς, ακαδημαϊκούς, κοινωνικούς και πολιτικούς ακτιβιστές και άλλους κατοίκους που είναι ευαισθητοποιημένοι. Στο προσκήνιο της δημόσιας ζωής επέστρεψαν επίσης και οι παλαιστίνιες γυναίκες.

«Θεωρούμε τον κορονοϊό ακόμη πιο επικίνδυνο εχθρό από την ισραηλινή κατοχή», δηλώνει η δρ Kifah Manasra, καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βηθλεέμ και ψυχολόγος. «Δεν τον βλέπεις. Δεν είναι ένας ένοπλος ισραηλινός στρατιώτης που στέκεται μπροστά σου».

«Φροντίζουμε ο ένας τον άλλον»

Η Manasra μιλάει για ένα πνεύμα που έχει αναγεννηθεί στη Βηθλεέμ. «Τα κίνητρα του πληθυσμού είναι ορατά», λέει. «Η εμπιστοσύνη μας έχει αποκατασταθεί, όπως και η αυτοπεποίθησή μας ότι μπορούμε να κερδίσουμε αυτή τη μάχη».

«Είναι η πρώτη φορά που έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στο ίδιο σκάφος με τους πολιτικούς μας ηγέτες», συνεχίζει η Manasra. «Η πρώτη φορά που μπορούμε να αποφασίσουμε για το πότε θα επιβάλουμε μια απαγόρευση κυκλοφορίας και πότε θα λάβουμε πιο αυστηρά μέτρα. Δεν μας ελέγχουν οι Ισραηλινοί – είμαστε εμείς που ελέγχουμε το πεπρωμένο μας, τους εαυτούς μας, την πόλη μας. Αν μπορούμε να νικήσουμε τον κορονοϊό, μπορούμε να νικήσουμε την κατοχή».

Η Lucy Thaljiyeh, μέλος του δημοτικού συμβουλίου και φεμινίστρια πολιτική ακτιβίστρια, προσχώρησε στην επιτροπή έκτακτης ανάγκης και στην επιτροπή αμοιβαίας συνδρομής «Isnad». Λέει ότι λίγο μετά την ανακάλυψη των πρώτων κρουσμάτων πραγματοποιήθηκε έκτακτη συνάντηση στο δήμο.

«Λάβαμε αμέσως την απόφαση να απολυμάνουμε τις κεντρικές τοποθεσίες της πόλης: την Εκκλησία της Γεννήσεως και την πλατεία της, στάσεις λεωφορείων, αγορές, τζαμιά, εκκλησίες και ξενοδοχεία», λέει η Thaljiyeh. «Δεν έχουμε αφήσει κανέναν δρόμο ή δρομάκι στην πόλη της Βηθλεέμ (η οποία περιλαμβάνει τη Βηθλεέμ, το Beit Jala, το Beit Sahur, τα στρατόπεδα προσφύγων Dheisheh και Aida και άλλα 40 χωριά)».

«Ξεκινήσαμε με το πιο βασικό απολυμαντικό που είχαμε», συνεχίζει η Thaljiyeh. «Πήραμε τα σκουπίδια. Δώσαμε στους υγειονομικούς λειτουργούς μια σειρά μαθημάτων για τον τρόπο απολύμανσης και προστασίας τους με μάσκες, προστατευτικές στολές και απολυμαντικά. Είναι εκπληκτικό πόσο γρήγορα ανταποκριθήκαμε».

Μία από αυτούς τους εθελοντές είναι η Rawan Zghairi, κοινωνική και πολιτική ακτιβίστρια από το Dheisheh, 36 ετών, η οποία συντονίζει τις παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας και είναι η μόνη γυναίκα στο στρατόπεδο στην επιτροπή αμοιβαίας συνδρομής.

«Ήμουν εθελόντρια όλη μου τη ζωή», θα πει η Zghairi. «Όλοι οι άνθρωποι στο στρατόπεδο είναι τώρα εθελοντές. Θα πρέπει να δείτε πώς είναι όλοι ικανοί για κάθε περίσταση. Καθαρίσαμε το στρατόπεδο, τo απολυμάναμε και καταγράψαμε τις ευάλωτες οικογένειες, τους ηλικιωμένους, τους άρρωστους, όσους βρίσκονται σε καραντίνα. Τους παρέχουμε τρόφιμα και φάρμακα για τους ηλικιωμένους. Ξαφνικά, η αξία της ζωής αναβαθμίστηκε. Αγωνιζόμαστε για τη ζωή. Ο άνθρωπος έχει βρεθεί και πάλι στο επίκεντρο».

Ένας άλλος κάτοικος του στρατοπέδου προσφύγων Dheisheh, ο Mohammad al-Masri, 42 ετών, είναι ο επικεφαλής της επιτροπής κοινωνικής πρόνοιας. Εξηγεί ότι η Isnad είναι μία από τις πέντε επιτροπές που λειτουργούν ως μέρος της Επιτροπής Εκτάκτου Ανάγκης, μαζί με επιτροπές ιατρικής, ασφάλειας, καραντίνας και συναισθηματικής – ψυχολογικής υποστήριξης. Ο καθένας έχει τη δική του τοπική ομάδα σε κάθε χωριό, πόλη και προσφυγικό στρατόπεδο και όλοι εκπαιδεύτηκαν μέσα σε λίγες μέρες.

«Η πρόκλησή μας είναι να μετατρέψουμε τον πανικό και τον φόβο σε κάτι θετικό και αποτελεσματικό – να μην εγκαταλείψουμε τον αγώνα λέγοντας ‘αυτό είναι το πεπρωμένο μας’», εξηγεί ο al-Masri.

Ένα από τα πράγματα που κινητοποίησαν τόσο γρήγορα τους Παλαιστίνιους ήταν η απειλή ότι το Ισραήλ θα έπαιρνε τον έλεγχο της αντιμετώπισης της πανδημίας στην πόλη. Την ίδια ημέρα που καταγράφηκαν οι πρώτες περιπτώσεις στη Βηθλεέμ και επιβεβαιώθηκαν στο Ισραήλ, «ο κυβερνήτης έλαβε ένα τηλεφώνημα από τους Ισραηλινούς. Του είπαν ότι ο στρατός επρόκειτο να έρθει και να επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας», αναφέρει ο al-Masri. «Μας έκανε να αισθανθούμε πιο υπεύθυνοι. Δεν θέλαμε τον ισραηλινό στρατό στην πόλη μας και να υπακούμε στις αποφάσεις του για εμάς.”

Η Thalijiyeh υποστηρίζει ότι το γεγονός πως ο κυβερνήτης της Βηθλεέμ ανέθεσε αρμοδιότητες στις διάφορες επιτροπές τούς έχει κάνει όλους να αισθάνονται περισσότερο υπεύθυνοι. «Η συλλογική ευθύνη έχει δώσει στους κατοίκους μια αίσθηση δέσμευσης, ότι όλοι είναι υπεύθυνοι για το τι συμβαίνει», εξηγεί. «Η αποφασιστικότητα ήταν απίστευτη. Τα ξενοδοχεία έχουν μετατραπεί σε εναλλακτικά νοσοκομεία. Τα αρτοποιεία δημοσιοποιούν μέσω Facebook, τηλεόρασης και άλλων μέσων ενημέρωσης ότι θα διανείμουν ψωμί δωρεάν. Ταμπέλες αναρτήθηκαν στην είσοδο των αρτοποιείων που σημειώνουν πως όσοι δεν μπορούν να πληρώσουν θα έχουν δωρεάν ψωμί. Οι ψαράδες κάνουν το ίδιο».

Όμως ο εθελοντισμός δεν περιορίζεται στη Βηθλεέμ. «Λάβαμε δύο φορτηγά λαχανικών από την Qalqilyah, μια πόλη φημισμένη για τη γεωργία της», λέει η Thalijiyeh. «Επίσης μας έδωσαν ρύζι, ζυμαρικά, λάδι, αλεύρι και ό,τι βάλει ο νους σου. Άλλες περιοχές, πόλεις και χωριά συμμετέχουν σ’ αυτή την προσπάθεια. Έχουμε λάβει πολλά δώρα από τη Χεβρώνα – τρόφιμα, απολυμαντικά, μάσκες, ολόσωμες φόρμες. Το Al-Zubeideh (κοντά στο Jenin στα βόρεια της Δυτικής Όχθης) έκανε το ίδιο».

Οι δωρεές από ολόκληρη τη Δυτική Όχθη έφθασαν επίσης στην Επιτροπή Ευημερίας. «Συγκεντρώσαμε τα πάντα στο σχολείο της Βηθλεέμ», λέει η Thalijiyeh. «Οι εθελοντές συσκευάζουν και διανέμουν τον εξοπλισμό… Οι δυνάμεις ασφαλείας κάνουν αυτό το ιερό έργο μαζί μας και οι ιατρικές ομάδες εργάζονται 24 ώρες την ημέρα. Έχουμε έναν στρατό εθελοντών και ακτιβιστών στην επαρχία, σε κάθε πόλη και στρατόπεδο της περιοχής. Καταρτίσαμε λίστες οικογενειών που έχουν ανάγκη στην πόλη ή στο στρατόπεδο όπου διαμένουν. Ο δήμος έχει καταστεί το κέντρο συντονισμού, λειτουργεί 24 ώρες την ημέρα, σε συνεργασία με την κεντρική επιτροπή».

«Είναι πολύ συγκινητικό και μας δίνει μεγάλη δύναμη να προχωρήσουμε», προσθέτει η Thalijiyeh. «Η αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων επέστρεψε, αυτή η αλληλεγγύη που είχαμε κατά τη διάρκεια της Πρώτης Ιντιφάντα και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ιντιφάντα. Ήμασταν όλοι παγιδευμένοι για άλλη μια φορά και φροντίζαμε ο ένας τον άλλον».

«Η ελπίδα έχει κάτι μεταδοτικό»

Ο al-Masri επιβεβαιώνει αυτά που λέει η Thalijiyeh. «Δεν έχουμε λάβει ούτε ένα δολάριο από το εξωτερικό», είπε. «Κινητοποιούμε τη βοήθεια των παλαιστινίων συμπατριωτών μας. Έχουμε για παράδειγμα ανάγκη από απολυμαντικά, φάρμακα, βιταμίνες, όλα έρχονται από τους Παλαιστινίους του Ισραήλ. Αυτό που μας εξέπληξε ήταν πως ό,τι λαμβάναμε ήταν παλαιστινιακής παραγωγής. Από το γάλα, το λάδι έως τα λαχανικά – όλα παράγονται τοπικά».

«Μας δίνει ελπίδα όλο αυτό εδώ στη Βηθλεέμ», λέει ο al-Masri, «γιατί νιώσαμε πολύ μόνοι στην αρχή. Η ελπίδα έχει όμως κάτι μεταδοτικό. Αφού δείτε όλη αυτή την υποστήριξη και αμοιβαία συνδρομή, δεν μπορείτε να εγκαταλείψετε την προσπάθεια. Πρέπει να συνεχίσεις να παλεύεις».

Αυτό που ο al-Masri βρήκε ιδιαίτερα συγκινητικό ήταν ότι ένα μέρος των δωρεών προέρχεται από πολύ μικρά χωριά, όπως ο τομέας Tubas – «τρία χωριά με συνολικά 3.000 κατοίκους, που ζουν κάτω από τη σκληρότητα της κατοχής», υπογραμμίζει. «Αυτοί κατανοούσαν πολύ καλά τι σημαίνει ‘summud’ (αντοχή). Αυτοί μας έδωσαν περισσότερη ελπίδα από οποιονδήποτε. Ξύπνησαν τη θέλησή μας για ζωή. Αν στο παρελθόν ήταν καλό να πεθάνουμε για τη χώρα μας, σήμερα είναι καλό να ζούμε για αυτήν».

Όπως και πολλοί άλλοι αναφέρουν, η εμπειρία των τελευταίων εβδομάδων ξύπνησε μνήμες από την Πρώτη Ιντιφάντα, όπως θα πει και η δρ Manasra. «Την εποχή εκείνη δραστηριοποιούμουν σε διάφορες επιτροπές και διαδηλώσεις ενάντια στην κατοχή, τραυματίστηκα μάλιστα από μια οβίδα στον ένα μου ώμο. Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ιντιφάντα κούραρα ασθενείς για τις ψυχικές τους διαταραχές. Ήμουν πάντα στην πρώτη γραμμή. Γι’ αυτό, όταν άκουσα για τον κορονοϊό, την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τις γνώσεις μου. Μίλησα με κάποιους συναδέλφους ψυχολόγους και πρότεινα να δημιουργήσουμε μια ανοιχτή γραμμή για συναισθηματική υποστήριξη».

Η ανταπόκριση υπήρξε συγκλονιστική. Τρεις ημέρες μετά την εμφάνιση της επιδημίας, η ομάδα ξεκίνησε την τηλεφωνική γραμμή υποστήριξης την οποία σήμερα διαχειρίζονται 15 ειδικοί. «Η πρώτη κλήση έγινε από κάποιον που κάλεσε γιατί η γυναίκα του ήταν πανικοβλημένη και δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει», δηλώνει η Manasra. «Παρακολουθώ σχεδόν δέκα ανθρώπους κάθε ημέρα. Οι περισσότεροι υποφέρουν από μετατραυματικό στρες, άτομα που έχουν ήδη βιώσει δύσκολα πράγματα – ισραηλινές φυλακές, ιντιφάντα. Άλλοι αντιμετωπίζουν φόβο και πανικό. Κάποιες φορές το να μιλήσεις στο τηλέφωνο μπορεί να είναι αρκετό».

Είναι πολύ καθησυχαστικό για αυτούς. Επειδή καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Σε περιόδους αβεβαιότητας πρέπει να υπάρχει κάτι σίγουρο. Η Manasra προσθέτει πως «αυτό που βοήθησε να αποσοβηθεί ο πανικός ήταν τα συγκεκριμένα μέτρα για τη λειτουργία στους δρόμους. Έχουμε σαφείς πληροφορίες να δώσουμε σε όσους καλούσαν και αυτό είναι πολύ καθησυχαστικό για αυτούς. Επειδή καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Σε περιόδους αβεβαιότητας πρέπει να υπάρχει κάτι σίγουρο».

Ένα από τα προβλήματα για την Thalijiyeh είναι η έλλειψη γιατρών στην πόλη. «Υπάρχουν 30 γιατροί διαθέσιμοι σε όλη τη Βηθλεέμ. Οι υπόλοιποι είναι απασχολημένοι στα νοσοκομεία», λέει. «Ένα άλλο πρόβλημα είναι η σημαντική έλλειψη σε μάσκες και προστατευτικές στολές. Σε λίγες μέρες δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου στη Δυτική Όχθη. Στη συνέχεια η Χεβρώνα όμως άνοιξε ένα εργοστάσιο για να φτιάξει μάσκες και προστατευτικές στολές. Όλα συνέβησαν με αξιοθαύμαστο ρυθμό».

Η οργάνωση ξεπερνά τα όρια των πολιτικών κομμάτων, λέει η Zghairi. «Κανείς δεν μιλάει για τη Φατάχ ή τη Χαμάς, τους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς – είμαστε όλοι στο ίδιο σκάφος». Αυτό που έχει ενδιαφέρον επίσης είναι ότι άλλαξαν οι σχέσεις των ανθρώπων με τις παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας – ένα θεσμικό όργανο που επί καιρό έχει επικριθεί για τις αυταρχικές πρακτικές και για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το οποίο λειτουργεί συντονισμένα με τον ισραηλινό στρατό. «Συνηθίζαμε να τους καταριόμαστε και να παραπονιόμαστε ότι δεν έκαναν τίποτα», λέει. «Τώρα τους εκτιμούμε περισσότερο. Από τώρα και στο εξής δεν θα αφήσω κανέναν να μιλήσει άσχημα για τις δυνάμεις ασφαλείας, θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο για να καταπολεμήσουμε τον ιό έξω στους δρόμους με κρύο και βροχερό καιρό, ενώ εμείς είμαστε ασφαλείς στο σπίτι».

Η Zghairi σημειώνει πως οι ακτιβιστές πηγαίνουν σε σημεία ελέγχου που έχουν συσταθεί από την αστυνομία στην πόλη για τη συλλογή τροφίμων για όσους είναι σε καραντίνα και η αστυνομία τα διανέμει στη συνέχεια στα σπίτια των ανθρώπων. Υπάρχουν επίσης εθελοντές και ακόμη και γείτονες, οι οποίοι στο τέλος της ημέρας κερνούν φαγητό και ποτό την αστυνομία.

Εκτός από τις άλλες δραστηριότητές της η δρ Manasra δραστηριοποιείται στο κίνημα Hirak, μια οργάνωση που καταπολεμά τη βία κατά των γυναικών. «Αποφασίσαμε ότι αυτή τη φορά θα κάνουμε κάτι καλό για τις δυνάμεις ασφαλείας», λέει. «Αγοράσαμε λουλούδια και κάρτες, πήγαμε στα σημεία ελέγχου και δώσαμε σε όλους από ένα λουλούδι και μια κάρτα για να δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας. Μερικοί από αυτούς συγκινήθηκαν και τα δέχτηκαν με δάκρυα. Εκτίμησαν πραγματικά τη μικρή χειρονομία μας».

«Η Βηθλεέμ έχει μια γίνει ουτοπική πόλη», δηλώνει ο al-Masri. «Δεν υπήρξε ούτε μία περίπτωση κλοπής στην πόλη μετά την έκρηξη του κορονοϊού».

«Οι στρατιώτες ήθελαν να μας δείξουν ποιος είναι το αφεντικό»

Πολλοί Παλαιστίνιοι έχουν γεμίσει τις σελίδες τους στο Facebook με δημοσιεύσεις εθνικής υπερηφάνειας και ευγνωμοσύνης για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε το ξέσπασμα του κορονοϊού. Έχουν σχηματιστεί ομάδες όπως το «Corona News στην Παλαιστίνη», όπου οι άνθρωποι φωτογραφίζουν έναν εθελοντή στην εργασία του.

Μεταξύ άλλων οι χρήστες συζητούν αναφορές όπως ότι ο Νετανιάχου έχει δώσει εντολή στο Shin Bet να παρακολουθεί ασθενείς με κορονοϊό στο Ισραήλ χρησιμοποιώντας τεχνολογίες παρακολούθησης. Πολλοί χλεύασαν λέγοντας ότι πλέον το Ισραήλ χρησιμοποιεί τις δυνάμεις ασφαλείας του ενάντια στους δικούς του πολίτες, ενώ οι παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας βοηθούν τον λαό τους.

Ο al-Masri προσωπικά έχει επηρεαστεί από την Πρώτη και τη Δεύτερη Ιντιφάντα. Την εποχή της Πρώτης Ιντιφάντας ήταν μόλις 16 ετών και πέρασε έξι μήνες στη φυλακή. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερης τέθηκε σε διοικητική κράτηση για έξι μήνες.

Όπως και άλλοι, βλέπει πολλές ομοιότητες μεταξύ του τρόπου με τον οποίο οι Παλαιστίνιοι οργανώθηκαν πριν από τρεις δεκαετίες και του τρόπου με τον οποίο αντιδρούν στον ιό σήμερα. «Η συντροφικότητα και η υποστήριξη μεταξύ των κατοίκων είναι πραγματικά η ίδια με την Πρώτη Ιντιφάντα, όπου υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και απομόνωση στα σπίτια. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Τότε, κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, οι άνθρωποι στέκονταν στα παράθυρά τους και μιλούσαν μεταξύ τους. Σήμερα μιλούν μεταξύ τους στο τηλέφωνο, στο WhatsApp και μέσω κάμερας. Έχουμε σημειώσει πρόοδο».

Η Manasra μέσα από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι Παλαιστίνιοι βλέπει ένα ακόμη αισιόδοξο σημάδι. «Υπάρχει μια ποιοτική διαφορά», λέει. «Έχουμε μια χρυσή ευκαιρία να δημιουργήσουμε την κοινωνία μακριά από τους πολιτικούς. Δεν υπάρχει συνεισφορά τους σε αυτό. Εκείνοι που ηγούνται σ’ αυτόν τον αγώνα είναι επαγγελματίες και ειδικοί, ο καθένας στον αντίστοιχο τομέα. Ξαφνικά βλέπουμε πρόσωπα στην τηλεόραση που δεν έχουμε ξαναδεί -εξαιρετικοί επαγγελματίες, γυναίκες και άνδρες- και συνειδητοποιούμε πόσο δυνατοί είμαστε και πόσο δυνατοί μπορούμε να γίνουμε».

Ο al-Masri υποστηρίζει ότι οι Ισραηλινοί θέλουν να σπάσουν το υψηλό ηθικό και την ανανεωμένη εμπιστοσύνη που έχουν κερδίσει οι Παλαιστίνιοι. «Χθες (την Τετάρτη 1 Απριλίου), στρατιώτες μπήκαν στο Dheisheh», λέει. «Ήθελαν να μας κάνουν να νιώσουμε την παρουσία τους και να μας δείξουν ποιος είναι το αφεντικό». Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν μπουλντόζες για να μετακινήσουν τα σημεία ελέγχου που είχε εγκαταστήσει η παλαιστινιακή αστυνομία για να σταματήσει την εξάπλωση του ιού μεταξύ διαφορετικών τομέων της Βηθλεέμ.

Ο al-Masri αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο οι Ισραηλινοί στρατιώτες πέταξαν χειροβομβίδες στο σπίτι του ανιψιού του, εκπροσώπου της παλαιστινιακής κυβέρνησης, Ibrahim Melcham. «Συνέλαβαν τον ανιψιό του και δύο άλλους νέους από το στρατόπεδο μπροστά στην αστυνομία και τις παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας που είχαν αναπτυχθεί στα προσωρινά σημεία ελέγχου. Τι άλλο είναι αυτό πέρα από μια προσπάθεια να μας ταπεινώσουν και να μας στείλουν το μήνυμα: ‘Κάντε ό,τι θέλετε, αλλά εμείς ελέγχουμε εσάς. Όποτε μας ευχαριστεί θα εισβάλλουμε, θα κάνουμε συλλήψεις και θα επιβάλλουμε κλεισίματα’».

Σύμφωνα με τον al-Masri, ο σκοπός της ισραηλινής εισβολής είναι απλός: «Ήθελαν οι δικές μας δυνάμεις ασφαλείας να χάσουν την αξιοπρέπειά τους και την ευγνωμοσύνη που τους δείχνει ο λαός». Τώρα, ο κορονοϊός έχει φανερώσει στους Παλαιστινίους πόσο αδύναμη είναι η κατοχή και πόσο αδύναμο το Ισραήλ να τον αντιμετωπίσει… Δεν θα καταφέρουν να μας σπάσουν, ούτε να σπάσουν την εμπιστοσύνη που έχουμε στον εαυτό μας, και δεν είναι σε θέση να κλέψουν ή να συντρίψουν την ελπίδα μας».

(*) Η Suha Arraf, σκηνοθέτρια και παραγωγός ντοκιμαντέρ, γεννήθηκε στο παλαιστινιακό χωριό Miliya, κοντά στον Λίβανο. Είναι η σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός της «Villa Touma», της πρώτης της ταινίας μεγάλου μήκους, η οποία αφηγείται την ιστορία τριών χριστιανών αδελφών στη Ραμάλα κατά τις πρώτες μέρες της ισραηλινής κατοχής. Το τελευταίο ντοκιμαντέρ της, «Γυναίκες της Χαμάς», έλαβε 13 βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρίνα Γ. Μεϊντάνη

Πηγή: infolibre.gr