Απόγευμα Σαββάτου στο κέντρο της Αθήνας, η σιωπή με τρομάζει. Αντλώ δύναμη από το οικείο και αρχίζω να κατηφορίζω την Ερμού. Αυτή η ασυνήθιστη σιωπή μου θυμίζει πως τρόμαζα όταν ήμουν παιδί, μου θυμίζει τα βράδια που τα παιδιά μου, νεογέννητα, ξυπνούσαν από την σιωπή της νύχτας τρομαγμένα, τα αγκάλιαζα, τους ψιθύριζα πως ήμουν εκεί, τα έβαζα στο στήθος και το κλάμα εξασθενούσε. Έτσι και σήμερα όταν βρέθηκα στο κέντρο της Αθήνας αυτή η σιωπή που άπλωνε τη μοναξιά ολόγυρά μου με πονούσε. Κοιτώντας γύρω μου τόσα μαγαζιά κλειστά, ανθρώπους μόνους σε χαρτόκουτα, ανθρώπους πονεμένους, η πανδημία έβγαλε στην επιφάνεια όλο τον τρόμο της μοναξιάς.

Μετά από την σιωπή της απαγόρευσης κυκλοφορίας σίγουρα θα χρειαστεί μία “δυνατή αγκαλιά” για να συνέλθει ο κόσμος μας.