Στο αποκορύφωμα της ύφεσης το 2012, σχεδόν 1 στα 4 παιδιά στην Αμερική ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας. Σήμερα, πέντε χρόνια μετά την χειρότερη οικονομική κρίση μετά από τη Μεγάλη Ύφεση, τα παιδιά εξακολουθούν να συγκεντρώνουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ζουν στη φτώχεια από ότι οι ενήλικες. Στην πραγματικότητα, ενώ το εθνικό ποσοστό φτώχειας στην Αμερική είναι 14%, για τα παιδιά, είναι 18%.

Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξύ για τα έγχρωμα παιδιά. Ενώ τα λευκά παιδιά βιώνουν τη φτώχεια σε ποσοστό 11%, περίπου το 27% των Ισπανόφωνων παιδιών, το 31% των μαύρων παιδιών και το 34% των Ιθαγενών παιδιών στην Αμερική σήμερα μεγαλώνουν σε συνθήκες φτώχειας.

Υφίστανται οι προφανείς επιπτώσεις της παιδικής ηλικίας σε κατάσταση φτώχειας, όπως είναι η αποστέρηση, η ανησυχία, και μερικές φορές η πείνα και ο κίνδυνος έλλειψης στέγης. Αλλά εξίσου ανησυχητικό, λένε οι ειδικοί, είναι ότι μεγαλώνοντας σε ένα φτωχό νοικοκυριό ένα παιδί μπορεί να βιώσει μακροπρόθεσμες συνέπειες για την εκπαίδευσή του, τη σωματική του υγεία και την ανάπτυξη του εγκεφάλου του, επιπτώσεις που μπορεί να ακολουθήσουν ένα παιδί ως και την ενηλικίωση.

Τα παιδιά που μεγαλώνουν φτωχά είναι πιο πιθανό να είναι φτωχά και ως ενήλικες

Μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν φτωχά είναι δυσκολότερο να ξεφύγουν από τη φτώχεια ως ενήλικες. Για παράδειγμα, σε μια μελέτη του Εθνικού Κέντρου για τα Παιδιά σε συνθήκες Φτώχειας το 2009 στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά που μεγάλωσαν φτωχά δεν ήταν μόνο πιο πιθανό να βιώσουν τη φτώχεια ως ενήλικες, αλλά ότι η πιθανότητα να είναι φτωχά κατά την ενηλικίωση μεγάλωνε με τον αριθμό των ετών που διένυε το παιδί στη φτώχεια.

Σύμφωνα με τη μελέτη, περίπου το 5% των ενηλίκων που δεν έζησαν ποτέ τη φτώχεια ως παιδιά ήταν φτωχοί σε ηλικία 20 και 25 ετών. Αν ήταν φτωχοί από 1 έως 7 ετών ως παιδί, ο αριθμός αυτός έφθασε στο 13% περίπου. Για όσους βίωσαν τη φτώχεια από τα 8 έως τα 14 έτη ως παιδιά, το 46% ήταν φτωχοί στην ηλικία των 20 ετών και το 40% ήταν φτωχοί στην ηλικία των 25 ετών.

Όσο περισσότερα χρόνια στη φτώχεια, τόσο πιο δύσκολη η αποφοίτηση

Ένας παράγοντας για τον οποίο τα φτωχά παιδιά συνεχίζουν να αγωνίζονται ως ενήλικες είναι η εκπαίδευση. Είτε επειδή δεν είχαν πρόσβαση σε καλά σχολεία είτε οι γονείς τους δεν είχαν το χρόνο ή τους πόρους για να τα βοηθήσουν, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε συνθήκες φτώχειας συχνά ξεκινούν από μειονεκτική θέση, γεγονός που μπορεί να δυσκολέψει τα μετέπειτα επιτεύγματά τους.

Σε μια έκθεση του Urban Institute το 2017, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 62% των παιδιών που έζησαν τουλάχιστον το ήμισυ της παιδικής ηλικίας τους σε συνθήκες φτώχειας συνέχιζαν το σχολείο για να απόκτησουν δίπλωμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην ηλικία των 20 ετών. Συγκριτικά, ο αριθμός αυτός ήταν 90% για όσους δεν έζησαν ποτέ σε συνθήκες φτώχειας.

Τα κενά διευρύνονται ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για το κολέγιο. Σύμφωνα με μια έκθεση του Ινστιτούτου Urban για το 2015, το 23% των παιδιών που έζησαν τουλάχιστον το ήμισυ της παιδικής τους ηλικίας σε συνθήκες φτώχειας εγγράφηκαν στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση έως την ηλικία των 25 ετών, σε σύγκριση με το 70% των παιδιών που δεν βίωσαν ποτέ τη φτώχεια. Ενώ περίπου το 37% των παιδιών που δεν ήταν ποτέ φτωχά ολοκλήρωσαν το κολέγιο στην ηλικία των 25 ετών, μόνο το 3% των παιδιών που βρίσκονταν σε σταθερές συνθήκες φτώχειας ήταν σε θέση να κάνουν το ίδιο. Η μελέτη διαπίστωσε ότι η φτώχεια διαδραμάτισε ρόλο, ακόμη και όταν ελήφθησαν υπόψη η φυλή, το φύλο, η εκπαίδευση των γονέων και άλλοι παράγοντες.

Συνολικά, το Ινστιτούτο Urban διαπίστωσε ότι μόνο το 16% των παιδιών που πέρασαν το ήμισυ των παιδικών ηλικιών τους σε κατάσταση φτώχειας, είτε εργάζονταν σταθερά είτε φοιτούσαν στο σχολείο και κυρίως βρίσκονταν εκτός φτώχειας έως το τέλος της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους (late 20’s).

Μεγαλώνοντας σε συνθήκες φτώχειας μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία

Η ίδια η φτώχεια μπορεί να είναι επικίνδυνη. Τα παιδιά που μεγαλώνουν φτωχά είναι πιο πιθανό να τραυματιστούν σε ατυχήματα και πέντε φορές πιο πιθανό να χάσουν τη ζωή τους εξαιτίας κάποιου ατυχήματος, σύμφωνα με την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής.

“Οι φτωχές οικογένειες είναι πιο πιθανό να διαμένουν σε σπίτια χωρίς λειτουργικούς ανιχνευτές καπνού και με εστίες φωτιάς χωρίς επαρκή προστασία, απροστάτευτα παράθυρα και επικίνδυνες οροφές ή σκάλες”, σημείωσε μια έκθεση της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής το 2016. “Τα παιδιά σε φτωχές γειτονιές διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ποδηλατικών ατυχημάτων, τραυματισμούς πεζών, πτώσεων, εγκαυμάτων, δηλητηριάσεων και χημικών εγκαυμάτων”.

Όμως, οι κίνδυνοι είναι ακόμη περισσότεροι. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε συνθήκες φτώχειας είναι επίσης πιο πιθανό να αναπτύξουν χρόνιες ασθένειες όπως άσθμα ή παχυσαρκία – η τελευταία μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένου του διαβήτη και των καρδιακών παθήσεων. Τα φτωχά παιδιά είναι επίσης πιο πιθανό να κάνουν καθιστική ζωή και να είναι εκτεθειμένα στον καπνό, γεγονός που με τη σειρά του μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιακών και πνευμονικών προβλημάτων όταν μεγαλώσουν.

Η φτώχεια μπορεί επίσης να βλάψει την ανάπτυξη του εγκεφάλου του παιδιού και τη ψυχική του υγεία καθόλη τη διάρκεια της ζωής του

Αρκετές έρευνες δείχνουν πως η έκθεση σε «τοξικό» στρες μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του εγκεφάλου του παιδιού. Όλα τα παιδιά αισθάνονται άγχος και η φροντίδα των ενηλίκων ή των δικτύων υποστήριξης μπορεί να τα βοηθήσει να το αντιμετωπίσουν και να καταλάβουν πώς να ανταποκριθούν. Ωστόσο, οι συνεχείς προσπάθειες διαβίωσης σε ένα φτωχό νοικοκυριό – και σε ορισμένες περιπτώσεις, η κακοποίηση ή η παραμέληση – μπορούν να δημιουργήσουν μια απόκριση τοξικού στρες.

Αυτά τα επίπεδα άγχους επηρεάζουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου των παιδιών κατά τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής και μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμες αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου. Αυτές οι αλλαγές μπορούν να εκδηλωθούν ως αυξημένο άγχος, μειωμένη μνήμη και μειωμένο έλεγχο της διάθεσης – καθιστώντας πιο δύσκολο να μάθουν, να λύσουν προβλήματα, να ακολουθήσουν κανόνες και να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους. Η απελευθέρωση των ορμονών του στρες μπορεί επίσης να δημιουργήσει μια επίδραση “φθοράς” στα όργανα του παιδιού, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου.

Το πως το τοξικό στρες μπορεί να επηρεάσει ένα παιδί εξαρτάται από την έμφυτη ικανότητά του να αντιμετωπίσει το στρες και από το αν έχει ή όχι ένα σύστημα υποστήριξης. Όπως ανέφερε ο Benard Dreyer, πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής, σε συνέντευξη του: “Δεν καταστρέφει όλα τα παιδιά, αλλά κατά μέσο όρο προκαλεί ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα στην ικανότητά τους να αντιδρούν σε άλλους στρεσογόνους παράγοντες, στην ικανότητά τους να συμπεριφέρονται, να συγκεντρώνονται και να μαθαίνουν γνωσιακά”.

Πηγή: pbs.org/wgbh/frontline
Απόδοση/Επιμέλεια: Τομπέα Ελένη
socialpolicy.gr

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ