«Το όνομά μου είναι Έντουαρντ Τζόζεφ Σνόουντεν. Κάποτε εργαζόμουν για το κράτος, όμως πλέον εργάζομαι για τον πολίτη». Από την αρχή του βιβλίου «Το μεγάλο φακέλωμα».

Το χρονικό

Το καλοκαίρι του 2013, ένας 29χρονος Αμερικανός που εργαζόταν για την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ, την NSA, μας αποκάλυψε ότι η αμερικανική κυβέρνηση όχι μόνο είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί μαζικά τους πολίτες αλλά και το έκανε ήδη.

Μέσα από μια σειρά δημοσιευμάτων, αρχικά στην Washington Post και τον Guardian και έπειτα σε όλα τα διεθνή δημοσιογραφικά πρακτορεία, μάθαμε πώς λειτουργεί το μαζικό σύστημα παρακολούθησης των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, τη συνεργασία για αυτήν την παρακολούθηση με τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, όπως η Google, το Facebook, η Yahoo κλπ. και με πάροχους τηλεπικοινωνιών, αλλά και τη συγκάλυψη αυτής της παρακολούθησης μέσα από κατάφωρη καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών και του συντάγματος των ΗΠΑ. Παρόλο που αυτή η πιθανότητα είχε ίσως περάσει από το μυαλό πολλών, καθώς η επιστημονική φαντασία είναι τις περισσότερες φορές πιο μπροστά από το σήμερα, η επιβεβαίωσή της σίγουρα ήταν ένα μεγάλο σοκ για όλο τον κόσμο.

Ο Σνόουντεν έκανε αυτές τις αποκαλύψεις από το Χονγκ Κονγκ για να αποφύγει τη σύλληψη στις ΗΠΑ και έπειτα διωκόμενος από την αμερικανική κυβέρνηση αναχώρησε με προορισμό το Εκουαδόρ. Φτάνοντας στη Μόσχα, που ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός του προς το Εκουαδόρ, εγκλωβίστηκε εκεί, καθώς η αμερικανική κυβέρνηση ακύρωσε το διαβατήριό του με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να ταξιδέψει. Τελικά η ρωσική κυβέρνηση του παραχώρησε προσωρινό άσυλο και από τότε βρίσκεται εκεί, καθώς αν επιστρέψει στις ΗΠΑ είναι βέβαιη η μακροχρόνια φυλάκισή του. Ο Σνόουντεν μέσα στην ατυχία του βέβαια στάθηκε τελικά τυχερός, μέχρις στιγμής τουλάχιστον. Το Εκουαδόρ μετά την εκλογή του Προέδρου Λενίν Μορένο σίγουρα δεν θα ήταν για αυτόν μια ασφαλής χώρα για να μην εκδοθεί στις ΗΠΑ. Ο Τζούλιαν Ασάνζ, ο ιδρυτής του Wikileaks, το ένιωσε αυτό καλύτερα από όλους, καθώς ενώ του είχε δοθεί η ιθαγένεια του Εκουαδόρ και είχε βρει άσυλο στην Πρεσβεία του Εκουαδόρ στο Λονδίνο επί προεδρίας του Ραφαέλ Κορρέα, βρίσκεται τώρα στις βρετανικές φυλακές του Μπέλμαρς.

Τα επόμενα χρόνια, οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν, αλλά και η ιστορία του, έγιναν ντοκιμαντέρ της Λόρα Πόιτρας, «Citizenfour», και ταινία του Όλιβερ Στόουν, «Snowden». Αν και αποκάλυψε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της σύγχρονης ψηφιακής εποχής στις ΗΠΑ, το 2015 η σατιρική εκπομπή «Last Week Tonight with John Oliver», ρωτώντας Αμερικάνους στο δρόμο αν γνώριζαν τον Σνόουντεν η πλειοψηφία απαντούσε ότι δεν γνώριζαν ποιος ήταν ή τι είχε κάνει. Αλλά όταν ρωτήθηκαν για τις γυμνές τους φωτογραφίες, τότε είπαν ότι θα ήθελαν οπωσδήποτε να τερματιστεί ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που θα μπορούσε να τις υποκλέψει. Αυτό βέβαια ήταν το πρόγραμμα που αποκάλυψε ο Σνόουντεν με απλά λόγια.

Permanent Record / Το μεγάλο φακέλωμα

Πριν λίγες εβδομάδες, σχεδόν 6 χρόνια μετά, ο Σνόουντεν κυκλοφόρησε ένα βιβλίο το οποίο είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας, αλλά και ένα μανιφέστο για το ελεύθερο διαδίκτυο και την ιδιωτικότητα (privacy) ως ανθρώπινο δικαίωμα. Το πιο ενδιαφέρον ίσως μέσα στις περιγραφές του βιβλίου του, εκτός από το πώς λειτουργεί το μαζικό σύστημα παρακολούθησης και πώς το ανακάλυψε, είναι η αλλαγή από άνθρωπος του αμερικανικού κράτους και κατάσκοπος των μυστικών υπηρεσιών, που βοηθούσε τεχνικά να γίνει εφικτή η παγκόσμια μαζική παρακολούθηση, σε πληροφοριοδότη δημοσίου συμφέροντος και υπερασπιστή του ελεύθερου διαδικτύου. Δεν είναι μια φαρισαϊκή μεταμέλεια προσδοκώντας άφεση αμαρτιών αλλά μια κατανόηση των μηχανισμών του περιβάλλοντος που μας διαμορφώνουν και που είμαστε πλήρως εξαρτημένοι από αυτούς. Αλλά κάποιοι τελικά καταφέρνουν και υπερπηδούν αυτό το «τοπίο διαμόρφωσης» έχοντας σαν οδηγό μια διαφορετική πρόθεση, μια πρόθεση που πηγαίνει προς τους άλλους. Άλλωστε ο Σνόουντεν μας το λέει ξεκάθαρα στην αρχή του βιβλίου του ότι αποφάσισε να εργαστεί «για τον πολίτη». Και έτσι μέσα από την πρόθεση πραγματοποιούνται οι μεταμορφώσεις.

Σε έναν κόσμο που η εξειδίκευση γίνεται όλο και μεγαλύτερη και που οι ιδιωτικοί και οι δημόσιοι οργανισμοί όλο και γιγαντώνονται είναι δύσκολο, αν όχι σχεδόν αδύνατο, οι εργαζόμενοι σε αυτές να γνωρίζουν το πλήρες φάσμα των εργασιών τους και τον αντίκτυπό τους. Η εξειδίκευση είναι σίγουρα αυτή που μας επιτρέπει να γινόμαστε συνεχώς καλύτεροι και πιο αποδοτικοί στη δουλειά μας, αλλά αναπόφευκτα μας κάνει επίσης να κοιτάμε συνεχώς το δέντρο και όχι το δάσος. Οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν είχαν τέτοιο εύρος που θα ήταν αδύνατον για έναν απλό εργαζόμενο στις μυστικές υπηρεσίες μέσα στην καθημερινότητά του να έχει τη συνολική εικόνα και τι αυτό σήμαινε. «Προκειμένου να εντοπίσεις ακόμη κι ένα κλάσμα όλης αυτής της παρανομίας, έπρεπε να βαλθείς να το αναζητήσεις. Και προκειμένου να το αναζητήσεις, έπρεπε να ξέρεις ότι συνέβαινε».

Τα ερωτήματα που εγείρονται μέσα από το βιβλίο του Σνόουντεν πηγαίνουν πέρα από τις ίδιες τις αποκαλύψεις και την παραβίαση της ιδιωτικότητας. Πόσο καθαρά βλέπουμε και καταλαβαίνουμε το σύστημα στο οποίο είμαστε και εμείς μέρος του; Αν η τεχνολογία μας επιτρέπει να κάνουμε οτιδήποτε, αυτό σημαίνει και ότι πρέπει να το κάνουμε; Τι είδους διαδίκτυο θέλουμε και άρα τι επικοινωνία; Μήπως η ευθύνη του καθενός τελικά δεν έχει να κάνει μόνο με την ευθύνη για την οποία έχει δεσμευτεί; Ποια πρόθεση μας κατευθύνει στη ζωή μας; Και τέλος τι δράση είμαστε διατεθειμένοι να αναλάβουμε για όλα αυτά;

Τα ερωτήματα αυτά μένουν για τον αναγνώστη του βιβλίου να τα συλλογιστεί και οι απαντήσεις τους σίγουρα δεν είναι κάτι εύκολο. Η αγωνία της καταστροφής της ζωής του στις ΗΠΑ, ανάγκασε τον Σνόουντεν από νωρίς να βρει τις απαντήσεις τους για τον ίδιο. Εμείς, ευτυχώς ή δυστυχώς, είμαστε πιο χαλαροί! Η νομική προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος θα ήταν μια καλή αρχή για να μη χρειάζεται αυτές οι ερωτήσεις να είναι θέματα ζωής ή θανάτου.

Fun fact – Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου η αμερικανική κυβέρνηση έκανε μήνυση στον εκδοτικό οίκο για την έκδοσή του χωρίς να επιτρέψει πριν στην CIA και την NSA να διαγράψουν λεπτομέρειες που θεωρούν διαβαθμισμένες πληροφορίες και οι οποίες βέβαια αποκάλυπταν τα εγκλήματά τους.

Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Το μεγάλο φακέλωμα» από τις εκδόσεις Ψυχογιός.