[Οι διαδικασίες στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, γνωστές ως Αραβική Άνοιξη, άνοιξαν δρόμους αντίστασης στις αρχές αυτής της δεκαετίας που διανύουμε. Παραθέτουμε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη που πήρε το Middle East Monitor από την Mariem Masmoudi, μέλος της ομάδας οικοδόμησης του Συντάγματος του Διεθνούς Ινστιτούτου για τη Δημοκρατία και την Εκλογική Βοήθεια, που μαζί με άλλους/ες εργάζεται πάνω στο νέο Σύνταγμα της χώρας. Σκοπός μας να πληροφορούμαστε την κατάσταση που βρίσκεται η Τυνησία, χώρα που ξεκίνησε ουσιαστικά την αλυσίδα επαναστατικών δράσεων, την επανάσταση του Γιασεμιού, καθώς πιστεύουμε ότι ήταν ένα σημαντικό σημείο στο πρόσφατο παρελθόν των επαναστατικών κινημάτων παγκοσμίως. – Pressenza Athens.]

 

Όταν ένας προμηθευτής λαχανικών της Τυνησίας, είκοσι έξι ετών, πυρπολήθηκε μπροστά σε ένα κυβερνητικό κτίριο αφού δέχθηκε χαστούκι από έναν αστυνομικό επειδή δεν είχε το καλάθι του εξουσιοδοτημένο από τις αρχές, κανείς δεν μπορούσε να αναμένει ότι εθνικές διαμαρτυρίες θα ακολουθούσαν την απεγνωσμένη πράξη του. Ούτε θα μπορούσε κανείς να αναμένει το αποτέλεσμα αυτών των διαμαρτυριών και τις περιφερειακές επιπτώσεις που είχαν.

Όταν η Αραβική Άνοιξη – ή ο Αραβικός Χειμώνας, όπως πολλοί ρεαλιστές το έφεραν – σάρωσαν ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική το 2011, μερικοί από τους τελευταίους εκφραστές της άμεσης αυταρχικής κυριαρχίας και δικτατορίας στον κόσμο κλονίστηκαν στον πυρήνα τους. Ορισμένες από αυτές τις χώρες ανέτρεψαν τους μακροχρόνιους ηγέτες τους – τον Μουαμάρ Καντάφι της Λιβύης, τον Χόσνι Μουμπάρακ του Αιγύπτου και τον Τίνι Τζίνι Αβιντίν Μπεν Αλί της Τυνησίας – ενώ σε άλλα σημεία οι σκληροί ηγέτες κατέληξαν να κατέχουν ακόμα πιο δυνατά τα ηνία της εξουσίας, όπως συνέβη στις Αραβικές μοναρχίες του Σαουδικού Αραβικού Κόλπου και ειδικότερα στο Μπαχρέιν. Άλλοι έμειναν σε κατάσταση κενού ή εμφυλίου πολέμου, μεταξύ των οποίων και η Συρία και η Υεμένη.

Όποια και αν ήταν η τύχη της κάθε χώρας σε αυτό το γεωγραφικό τόξο, τα πράγματα άλλαξαν για πάντα από μια μικρή χώρα στο βόρειο άκρο της περιοχής του Μαγκρέμπ. Οκτώ χρόνια μετά την ανατροπή του Ben Ali, η Τυνησία είναι μια δημοκρατία σε άνθιση η οποία, παρά τις ατέλειες και τους συνεχείς αγώνες της, εργάζεται για να απαλλαγεί από το αυταρχικό της παρελθόν και να οικοδομήσει ένα νέο μέλλον.

 

Λόγοι για την εξέγερση

Η Mariem Masmoudi, μέλος της ομάδας οικοδόμησης του Συντάγματος του Διεθνούς Ινστιτούτου για τη Δημοκρατία και την Εκλογική Βοήθεια, δήλωσε στο Middle East Monitor τις αναμνήσεις της από την Τυνησία, την οποία επισκέφτηκε με την οικογένειά της τα χρόνια πριν από την επανάσταση, ενώ επικρατούσε ασφυκτική καταστολή. Μιλώντας από το γραφείο της στην Τυνησία, μου είπε ότι, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ όπου μεγάλωσε, “η Τυνησία ήταν μια εντελώς διαφορετική χώρα. Είχαμε συνηθίσει να είμαστε πολιτικά όντα και όταν ήρθαμε εδώ έπρεπε να τα εγκαταλείψουμε όλα αυτά και σχεδόν να γίνουμε τελείως διαφορετικοί άνθρωποι… Ήταν ένα πολύ απολιτίκ μέρος ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Υπήρχαν πολλά πράγματα κάτω από την επιφάνεια που δεν τους δινόταν αέρας για να αναπνεύσουν.”

H Mariem Masmoudi, φωτογραφία Middle East Monitor.

 

Παρά την πολιτική καταπίεση, η Masmoudi παραδέχθηκε ότι δεν θα είχε πολύ μεγάλη επίδραση, αν οι άνθρωποι είχαν αυτό που τους ευχόμαστε περισσότερο: άνεση και οικονομική σταθερότητα. Ωστόσο, αυτό δεν παρασχέθηκε από το καθεστώς, καθιστώντας την οικονομία την πρωταρχική αιτία της εξέγερσης: «Ήταν μια εξαιρετικά κλειστή οικονομική κοινωνία. Δεν υπήρχαν διεθνή franchises και η κυρίαρχη οικογένεια έπαιρνε μερίδιο από κάθε σημαντική επιχείρηση για να συγκεντρώνει κέρδη προς ίδιον όφελος. Έτσι οι διεθνείς επιχειρήσεις είχαν αρνηθεί να επενδύσουν, πλην των γαλλικών εταιριών που δεν είχαν πρόβλημα να πληρώνουν μερίδια ή δωοροδοκίες. Οικονομικά ήταν δύσκολα για τους ανθρώπους.”

Ήταν επίσης δύσκολο να ξεκινήσουν νέες επιχειρήσεις. “Ακόμα κι αν ήσουν σε θέση να ξεκινήσεις μια μικρή επιχείρηση και να γίνει επιτυχής, με τα χρόνια θα εμφανιζόταν σίγουρα κάποιο πρόβλημα, για το οποίο η οικογενειοκρατία ήταν υπεύθυνη. Πολλά βιοποριστικά εισοδήματα έχουν κλαπεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, πολλά εδάφη έχουν κλαπεί επίσης, συμπεριλαμβανομένου του παππού μου… Έτσι θα έλεγα ότι ο νούμερο ένα λόγος της επανάστασης ήταν οικονομικός. Οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν για έναν καλύτερο τρόπο ζωής, αλλά η δίνη της επανάστασης συμπεριέλαβε και άλλα πράγματα μόλις άρχισαν να φυσούν άνεμοι αλλαγής.»

Ο μύθος του δικτάτορα

Μεγάλο μέρος της αφήγησης γύρω από τη μετα-αραβική διαδικασία της άνοιξης και τη σχετική επιτυχία της Τυνησίας σε σύγκριση με τα άλλα αραβικά κράτη αναφέρει την προφανώς ζωντανή κοινωνία των πολιτών της χώρας πριν από το 2011, συμπεριλαμβανομένων των εργατικών συνδικάτων, των ΜΚΟ και των οργανώσεων δικαιωμάτων. Αυτή η αφήγηση προβάλλει τον λόγο για τον οποίο η Τυνησία ήταν σε θέση να ανακάμψει τόσο γρήγορα από την ανατροπή του καθεστώτος και την αλλαγή των δομών εξουσίας, αντί να προβεί σε στρατιωτική βία έναντι του άμαχου πληθυσμού της, όπως στη Συρία ή σε εμφύλιο πόλεμο με αντίπαλες κυβερνήσεις, όπως στη Λιβύη ή να φτάσει ακόμα και στην πλήρη υπονόμευση της δημοκρατίας, όπως στην Αίγυπτο.

Ωστόσο, σύμφωνα με την Masmoudi, αυτή η αφήγηση ήταν σε μεγάλο βαθμό ένας μύθος που δημιούργησε ο Ben Ali κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, προκειμένου να παρουσιάσει τη χώρα ως μια χώρα που ζει με δημοκρατικές αρχές και διαθέτει μια ενεργό κοινωνία των πολιτών. «Το παλιό καθεστώς είχε ενδιαφέρον να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη αφήγηση για το ίδιο», εξήγησε, «έτσι η αφήγηση για την Τυνησία ήταν ότι ήταν μια σύγχρονη, προοδευτική, φιλελεύθερη, ακόμη και δημοκρατική κοινωνία. Αυτό ήταν απλά εντελώς ψευδές. Ήταν μια πολύ προσεκτικά επεξεργασμένη και πολύ λεπτή πραγματικότητα που το παλιό καθεστώς δημιούργησε και προήγαγε στο εξωτερικό.»

Υπήρχαν μερικά ίχνη μιας νεοσύστατης κοινωνίας των πολιτών, όπως η Τυνησιακή Ένωση Δημοκρατικών Γυναικών καθώς και η παλαιότερη εργατική και εργασιακή ένωση στον αραβικό κόσμο – η Τυνησιακή Γενική Ένωση Εργατών – η οποία είναι “αναμφισβήτητα ο ισχυρότερος θεσμός της χώρας , ίσως ακόμα πιο ισχυρός από το κράτος.» Αυτά τα κινήματα είχαν φιλελεύθερες και αντιθρησκευτικές κλίσεις και παρά τις δράσεις τους για διεκδίκηση δικαιωμάτων εναντίον του καθεστώτος, “εξυπηρετούσαν σκοπούς υπέρ του καθεστώτος, ήταν κάτι σαν μαριονέτες.”

Επιπλέον, η συντριπτική πλειονότητα των οργανώσεων δημιουργήθηκαν το 2011 ή τα χρόνια μετά την επανάσταση και η όλη ιδέα της ένταξης σε έναν οργανισμό με κοινό πολιτικό στόχο, η συμμετοχή σε εκστρατείες και η συμμετοχή σε εκδηλώσεις, είναι εντελώς νέα για τη μεγάλη πλειοψηφία των Τυνήσιων, σύμφωνα με την Masmoudi.

Ο πιο σημαντικός λόγος για την επιτυχία μετά την επανάσταση στην Τυνησία είναι η ομοιογένειά της. “Είμαστε σχεδόν 100 τοις εκατό Μαλίκι Σουνίτες Μουσουλμάνοι, έτσι ώστε να αποκλείονται πολλές πιθανές πηγές συγκρούσεων”, επεσήμανε. “Επίσης, δεν έχουμε τεράστιες εθνοτικές μειονότητες. Είμαστε όλοι αυτό το γενικό μίγμα. Δεν υπάρχουν αυτές οι τεράστιες εκλογικές περιφέρειες μειονοτήτων που βλέπουμε σε άλλες χώρες που είναι αρκετά μεγάλες για να γίνουν αιτίες διαπληκτισμών. Ένα άλλο πράγμα είναι το σχετικά υψηλό ποσοστό αλφαβητισμού μας, είμαστε γενικά ένας μορφωμένος πληθυσμός και πολλοί άνθρωποι έχουν βγάλει το Πανεπιστήμιο ή τουλάχιστον γυμνάσιο-λύκειο”.

Το πιο πρόσφατο περιστατικό που δείχνει το θαύμα της δημοκρατικής ανάπτυξης στην Τυνησία είναι ο θάνατος του Προέδρου Beji Caid Essebsi στα τέλη Ιουλίου, το οποίο ήταν μια κρίσιμη στιγμή για το έθνος. Σε μια εποχή κατά την οποία ο κανόνας του Προέδρου τελείωσε και υπήρχε πολιτικό κενό, δεν υπήρξαν διαμαρτυρίες ή εξεγέρσεις. “Θα μπορούσε να ήταν αιτία βίας και το κενό θα μπορούσε να το εκμεταλλευτούν κάποιες δυνάμεις πολύ γρήγορα, αλλά μέσα σε λίγες ώρες ξεκινούσαμε τη διαδικασία διαδοχής και ήταν σχεδόν αυτόματη”. H Masmoudi είναι πραγματικά υπερήφανη για το πώς πήγαν όλοι ομαλά. “Κοίτα πώς οι άνθρωποι συμπεριφέρθηκαν, πόσο καλά ήταν οργανωμένο και πώς όλοι έζησαν μια κανονική διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό των χωρών της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής. Σε άλλα μέρη ίσως να μην ήταν έτσι. Αυτό ήταν σίγουρα κάτι που μας έκανε περήφανες/ους.”

Στιγμιότυπο από τον εορτασμό της “επανάστασης του Γιασεμιού”, φωτογραφία Middle East Monitor.

Ο αραβικός δημοκρατικός φάρος

Μετά την εμφάνιση μιας σταθερής μορφής δημοκρατικής διακυβέρνησης στην Τυνησία, η πραγματική πρόκληση είναι να διασφαλιστεί η διατήρηση του δημοκρατικού συστήματος, ενώ θα πρέπει να προσέξουμε τα εμπόδια που θα μπορούσαν να σταματήσουν την πρόοδο. Αυτό εξαρτάται πολύ από το ρόλο που διαδραματίζει η ίδια η Masmoudi στη διαδικασία: την οικοδόμηση και την εφαρμογή του νέου Συντάγματος με το οποίο θα ζουν οι άνθρωποι. Μεγάλο μέρος του Συντάγματος, αναφέρει, περιέχει διφορούμενη ορολογία που δημιουργεί ασυνέπειες και ακόμα περισσότερες προκλήσεις. “Τα ασαφή τμήματα του Συντάγματος ίσως ακούγονται ωραία, αλλά όταν χρειαστεί να τεθούν σε εφαρμογή θα είναι δύσκολο να ερμηνευθούν και είναι πιθανό να αποτελέσουν αιτία σύγκρουσης.”

Ένα πράγμα όμως που κάνει το Σύνταγμα καλά, είναι η κατοχύρωση ατομικών και ομαδικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. “Ένας τομέας στον οποίο αφιερώνω μεγάλο μέρος της εργασίας μου αφορά το άρθρο 49 του Συντάγματος που είναι η ρήτρα περιορισμού, η οποία λέει ότι το κράτος μπορεί να περιορίσει τα ατομικά δικαιώματα, αλλά υπάρχουν όρια στο πόσο και τι είδους περιορισμούς μπορεί σε έκτακτη ανάγκη να επιβάλλει.” Για παράδειγμα ας αναφέρω το δικαίωμα των πολιτών να διαμαρτυρηθούν, πράγμα που πρέπει να δεχθεί η κυβέρνηση, ενώ ταυτόχρονα η ίδια κατέχει την εξουσία να περιορίζει τον χρόνο ή τον τόπο της διαμαρτυρίας επικαλούμενη ζητήματα δημόσιας ασφάλειας.

Όσον αφορά τα ενδεχόμενα εμπόδια στο δημοκρατικό μέλλον της Τυνησίας, υπάρχουν δύο που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πραγματική απειλή για την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής: το πρώτο – που θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές προκλήσεις στη σταθερότητα – δεν είναι η τρομοκρατία, είναι η οικονομία. Ενώ το κράτος έχει αναπτύξει τις άμυνές του και ανταποκρίθηκε καταλλήλως σε τρομοκρατικές επιθέσεις τα τελευταία χρόνια, η οικονομία ήταν αυτό που προκάλεσε την επανάσταση και η σταθερότητά της είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη της περαιτέρω δημόσιας δυσαρέσκειας.

Το δεύτερο σημαντικό εμπόδιο είναι το χάσμα στη χώρα μεταξύ των θρησκευτικών και κοσμικών φατριών, τις οποίες το παλαιό καθεστώς εκμεταλλεύτηκε προς όφελός του. Το επίπεδο καταστολής στην Τυνησία του Μπεν Αλί ήταν σαν την Τουρκία κάτω από το Ατατούρκ, φτάνοντας στους άμβωνες στα τζαμιά και τα μαλλιά των γυναικών. Η Masmoudi θυμάται την εποχή που ήταν παράνομο οι γυναίκες να φορούν hijab και οι άνδρες να αφήνουν γενειάδα. Η μητέρα και η θεία της, για παράδειγμα, συνελήφθησαν και πήγαν φυλακή επειδή φορούσαν hijab. “Τα τζαμιά ήταν κλειστά εκτός από ένα μικρό όριο δέκα λεπτών κατά την προσευχή, και μερικές φορές ούτε αυτό, κυρίως γιατί ήθελαν να εμποδίσουν τους ανθρώπους από το να συγκεντρωθούν και να μιλήσουν”.

Η Τυνησία ήταν μια χώρα όπου οι άνθρωποι παρακολουθήθηκαν και συνελήφθησαν απλά και μόνο επειδή πήγαιναν στην πρωινή προσευχή πολύ συχνά, έτσι ο πληθυσμός ζει με τη μνήμη της θρησκευτικής καταπίεσης και αυτό παραμένει στην πολιτική κοσμοθεωρία των κοσμικών. Αυτό, σύμφωνα με την Masmoudi, είναι κάτι που καλείται να αντιμετωπίσει η τυνησιακή κοινωνία. “Όλοι έχουμε διαμαρτυρηθεί για την προπαγάνδα και τα μηνύματα που ακούσαμε εδώ και κάτι περισσότερο από τρεις δεκαετίες.” Αν η μετεπαναστατική Τυνησία είναι πράγματι ο δημοκρατικός ηγέτης του αραβικού κόσμου, αυτό βασίζεται κυρίως στη διαδικασία “επανεγγραφής” νέων κοινωνικών αντανακλαστικών και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το ζήσουν και άλλες χώρες.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ