Του Andrey Manchuk

Μετάφραση και δημοσίευση στα Ελληνικά στο Περιοδικό Κατιούσα

Το αμερικανικό κανάλι ΗΒΟ πρόσφατα πρόβαλε το “Τσερνόμπιλ”, μια σειρά που έχει αναφερθεί ως “η πιο επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά της ιστορίας”, σύμφωνα με τους χρήστες της δημοφιλούς ιστοσελίδας κριτικών IMDB. Παγκοσμίου φήμης σελέμπριτις, όπως ο άρχοντας των θρίλερ, Στίβεν Κινγκ, μιλούν με ενθουσιασμό για το πρόγραμμα, όπως και πολιτικές κοινότητες και μέινστριμ μιντιακές πλατφόρμες σε όλο τον κόσμο. Το μεγαλύτερο κανάλι της Ουκρανίας, 1+1, ήδη έχει ανακοινώσει πως θα προβάλει το “Τσερνόμπιλ” στη χώρα, φτάνοντας έτσι σε εκατομμύρια τηλεθεατές που συνήθως δεν ενδιαφέρονται για τέτοια προγράμματα.

Αυτό το σόου όμως έγινε αμέσως επίκεντρο έντονων αντιπαραθέσεων, σε μεγάλο βαθμό γιατί οι δημιουργοί του προσφέρουν στους θεατές τη δική τους, έντονα μυθοποιημένη εκδοχή της πυρηνικής καταστροφής του Τσερνόμπιλ. Σταδιακά επιβάλλουν τη γνώμη τους για το όχι και τόσο μακρινό σοβιετικό παρελθόν στους θεατές, που εύκολα μπορεί να αντικαταστήσει την πραγματικότητας της όψιμης σοβιετικής εποχής στη δημόσια αντίληψη. Δεν αφορά θέματα πυρηνικής φυσικής, αλλά τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της καταστροφής του Τσερνόμπιλ, μέσω των οποίων προσπαθούν να σκιαγραφήσουν την πραγματικότητα του αναπτυγμένου σοσιαλισμού (υπογράμμιση του κειμένου, σ.σ) στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Κι αυτή η καλλιτεχνική πραγματικότητα που δημιούργησε μια ομάδα Αμερικανών και Βρετανών σκηνοθετών, μπορεί να ριζώσει στην κοινωνία μας ως αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια.

Δεν μπόρεσα να αποφύγω να δω το “Τσερνόμπιλ”, ξεκινώντας από το γεγονός πως το θέμα είναι βαθιά προσωπικό για μένα και την οικογένειά μου. Τον Απρίλη του 1986 ζούσαμε απέναντι από την έδρα της τοπικής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας του Κιέβου, απ’ όπου πυροσβέστες, υπό της διοίκηση του λοχαγού Λεονίντ Τελιάτνικοφ, πήγαν στο φλεγόμενο πυρηνικό αντιδραστήρα. Σήμερα, αυτό το κτήριο φιλοξενεί το Εθνικό Μουσείο Τσερνόμπιλ, αλλά πριν 33 χρόνια ακούγαμε αυτή τη λέξη για πρώτη φορά, καθώς φήμες για μια κατάσταση πυρηνικής έκτακτης ανάγκης διαδίδονταν αστραπιαία στο Ποντόλ, μια γειτονιά του Κιέβου. Οι άνθρωποι ασφάλιζαν τα παράθυρά τους, έπλεναν τα χέρια τους με μαγειρική σόδα, σήκωναν τα φαρμακεία και κουτσομπόλευαν μεταξύ τους για την απειλή της αόρατης ακτινοβολίας. (υπογράμμιση του κειμένου σ.σ)

Μια βδομάδα μετά, στις 3 Μάη, επηρεαστήκαμε άμεσα από όσα έγιναν στο Τσερνόμπιλ. Εκείνη τη μέρα, ο πατέρας μου, επιστάτης μιας ομάδας μεταλλωρύχων, δήλωσε εθελοντής στη διαχείριση των συνεπειών του ατυχήματος, μαζί με μια ομάδα εργατών του μετρό. Θα έσκαβαν ένα τούνελ με στόχο να ψυχρανθεί ο αντιδραστήρας που είχε εκραγεί και θα δούλευαν στο Τσερνόμπιλ ως τις 17 Μάη. Ναι, ήταν ένας από τους μεταλλωρύχους που, σύμφωνα με τη σειρά, υποτίθεται πως εξαναγκάστηκαν με το πιστόλι στο κρόταφο να πάνε στον πυρηνικό αντιδραστήρια, όπου, εντελώς γυμνοί, θα κατέβαιναν στο φλεγόμενο τέταρτο αντιδραστήρα. Περιττό να πούμε πως οι αναμνήσεις του είναι πολύ διαφορετικές από τις φαντασιώσεις των σεναριογράφων του ΗΒΟ.

Μετά από αυτό, έγινε μια βεβιασμένη εκκένωση του Κίεβου, που έμεινε στο μυαλό μου για πάντα, μαζί με το τραύμα της “ραδιοφοβίας”. Θα περνούσαμε τα υπόλοιπα παιδικά μας χρόνια υπό αυτή την επιρροή. Ήταν ένα θέμα που θα υπήρχε παντού, από τηλεοπτικές εκπομπές μέχρι τα λαϊκά ανέκδοτα Το “ολοκληρωτικό κράτος” δε μας άφησε στη μοίρα μας, η οικογένειά μας έλαβε δωρεάν κουπόνια για τα λουτρά του Κόμπλεβο (ένα παραθαλάσσιο θέρετρο στη Μαύρη Θάλασσα). Παρόλαυτα, έμενε λίγος καιρός μέχρι την παραμονή μας εκεί, και οι κάτοικοι του Κιέβου ήταν σε κατάσταση πανικού, προσπαθώντας να βγάλουν αμέσως τα παιδιά τους από την πόλη. Η γιαγιά μου πήγε στο σιδηροδρομικό σταθμό σε μια απόπειρα να αγοράσει εισιτήρια. Εκεί συνάντησε μια γυναίκα από την περιοχή Νικολάγιεφ, που μας πρόσφερε το σπίτι της δωρεάν, για όλους μας, ανάμεσά τους η νεογέννητη αδερφή μου. Θλίβομαι βαθιά που τέτοιες ενέργειες αλληλεγγύης, εντελώς αδύνατες στη σημερινή πραγματικότητα, δε βρήκαν θέση στη σειρά.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, επισκεπτόμουν συχνά το πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπυλ, για να γράψω μια σειρά άρθρων για το παράνομο εμπόριο σκραπ και ξύλου, τα προβλήματα του πυρηνικού αποθέτη και τους εποίκους που γυρνούσαν παράνομα στην περιοχή. Αυτά τα άρθρα δημοσιεύτηκαν σε ουκρανικά, ρωσικά και ευρωπαϊκά μίντια κι έγιναν ακόμα και αντίστροφες μεταφράσεις από το InoSMI (μια ιστοσελίδα που δημοσιεύει μεταφράσεις ξένων άρθρων). Πολύ πριν γίνει της μόδας το Τσερνόμπιλ, ως αποτέλεσμα ταινιών και ηλεκτρονικών παιχνιδιών, μιλούσαμε για τα πολυάριθμα κοινωνικά προβλήματα στη ζώνη αποκλεισμού. Και παρότι ποτέ δε με θεώρησα ειδικό για το Τσερνόμπιλ (Ζήλευα αρκετά όταν διάβαζα τα σχόλια κύρους των ειδικών), μέσα στα χρόνια μου δημιουργήθηκε μια πολύ αντικειμενική εντύπωση για όσα συνέβησαν εκεί μετά το 1986.

Έχει ειπωθεί ότι η σειρά υποστηρίζει πως αναπαρέστησε την εποχή με όση ακρίβεια γινόταν, με στόχο να εισαγάγει το θεατή στην ατμόσφαιρα της όψιμης ΕΣΣΔ. Οι στυλίστες αγόρασαν τεράστιες ποσότητες παλιών ρούχων και αντικειμένων τυπικών της σοβιετικής καθημερινότητας, μελετώντας τη μόδα μέσα από παλιά άλμπουμ. Ακόμα κι έτσι, αυτή η ακρίβεια μικρών συγκεκριμένων λεπτομερειών, που τόσο εντυπωσιάζει πολλούς Ουκρανούς και Ρώσους, δεν κάνει το σόου ρεαλιστικό. Κι όχι μόνο εξαιτίας αυτού, ή παρόλα αυτά, η καθημερινότητα του σοβιετικού λαού παρουσιάζεται από τους συντελεστές με ανοιχτά υποτιμητικούς τόνους, με τρόπο που όλοι οι κάτοικοι του Πριπιάτ παρουσιάζονται ως “γκόπνικς” (ρωσική λέξη για αντικοινωνικούς φτωχούς, όπως περίπου η λέξη “chav” στη Μεγάλη Βρετανία), που πίνουν όποτε είναι δυνατόν, και το σπίτι στο οποίοι ζούσε ο διάσημος επιστήμονος, Βαλέρι Λεγκάσοφ, στη Μόσχα, ήταν πιο φτωχό και παραμελημένο από το μέσο οικογενειακό διαμέρισμα.

Πολύ σημαντικότερο είναι να προσέξουμε τις ιδεολογικές μορφές της σειράς. Παρουσιάζουν την ύστερη ΕΣΣΔ ως ολοκληρωτική, άσχημη και παραμορφωμένη δικτατορία. Σε κάποιες πτυχές εμφανίζεται ως πιο σκληρή από τη σταλινική εποχή του 1930, όπου οι κακοί είναι σκληροί και οι γραφειοκράτες ανίκανοι, ενδιαφερόμενοι ελάχιστα για τη ζωή των πολιτών. Οργανώνουν μυστικές συναντήσεις σε ένα καταφύγιο, κάτω από ένα τεράστιο πορτραίτο του Λένιν, όταν ένας παλιός βετεράνος της OGPU-NKVD-KGB διατάσσει πως κανείς δεν επιτρέπεται να φύγει από το Πριπιάτ, ζωντανός ή νεκρός, κι όλοι χειροκροτούν ενθουσιωδώς την πρόταση αυτή. Μετά από αυτό, ένας από τους αξιωματούχους στέλνει ένα μηχανικό στο εργοστάσιο με ένοπλο φύλακα, αναγκάζοντάς τον να κοιτάξει μέσα στο στόμιο του κατεστραμμένου αντιδραστήρα. Αυτή είναι μόνο μία από τις εξωφρενικές σκηνές που ήταν το αλατοπίπερο της πλοκής των πέντε επεισοδίων της σειράς.

Ο Ουκρανός δημοσιογράφος Γιούρι Τκάτσεφ, σχολίασε ειρωνικά: “Υπάρχουν υπουργοί που γυρνάνε γύρω από το εργοστάσιο συνοδευόμενοι μόνο από ένοπους φρουρούς, που παρουσιάζονται να πίνουν λίτρα και λίτρα βότκας, εν ώρα εργασίας (αφού όλοι ξέρουν ότι οι Ρώσοι το μόνο που κάνουν είναι να πίνουν βότκα) και φυσικά, υπάρχει η σκοτεινή και πανταχού παρούσα KGB, ενάντια στην οποία πρέπει να παλέψουν οι ήρωες, περισσότερο ακόμα και απ’ ό,τι κατά της ραδιενέργειας. Την ίδια ώρα, οι σεναριογράφοι είναι ακριβείς ακόμα και σε λεπτομέρειες που δεν έχουν θεμελιώδη σημασία. Προφανώς έκαναν σπουδαία δουλειά στη μελέτη του πώς εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα. Κι αυτό μας καταπλήσσει περισσότερο: αυτή η άσχημη και διαστρεβλωμένη εικόνα εκείνων των ημερών μας παρουσιάζεται από ανθρώπους που ξέρουν ακριβώς τι πραγματικά έγινε. Αυτό δεν είναι “ποιητική αδεία”, όπου οι σεναριογράφοι γεμίζουν τα όποια κενά στις γνώσεις τους με τη φαντασία. Όχι, οι συγγραφείς επίτηδες διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, δείχνοντας τους εργάτες και τους διευθυντές ως ανίκανους και ανέντιμους, τις αρχές ως σκληρόκαρδες κι ανεύθυνες κι ακόμα και τους ανθρώπους του Πριπιάτ, παρότι τους δείχνει ως καλοσυνάτους, τους εμφανίζει ως ακραία ηλίθιους, αδαείς και αφελείς.

Είναι αδύνατον να κρυφτούν οι πολυάριθμες κινηματογραφικές γκάφες – τα Bloomberg, Forbes, Novaya Gazeta (ένα ρωσικό περιοδικό κατά του Πούτιν διάσημο για την ερευνητική του δημοσιογραφία) και το Snob, που δεν μπορούν με τίποτε να κατηγορηθούν για συμπάθεια στο σοβιετικό παρελθόν, έγραψαν αναλυτικά γι’ αυτές στις κριτικές τους. Για το λόγο αυτό, οι υποστηρικτές της σειράς δικαιολογούν τη γενναία δόση “ραδιενεργής μαλακίας” στα πέντε επεισόδια, υποστηρίζοντας το δικαίωμα των σεναριογράφων σε ελεύθερη καλλιτεχνική ερμηνεία των γεγονότων.

Αλλά ένα ποιοτικό θρίλερ για το Τσερνόμπιλ δεν έχει ανάγκη από ισχυρή ιδεολογική συνιστώσα. Είναι απολύτως εφικτό να μας πει αυτή την ιστορία τίμια, χωρίς να ξεπλένει, αλλά και χωρίς να δαιμονοποιεί τη σοβιετική ζωή και κοινωνία, που είχε εγγενή ελαττώματα που εν πολλοίς προκαθόρισαν το τέλος της. Οι δράσεις των ηγετών του κόμματος σαφώς αξίζουν έντονης κριτικής, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ίδια την καταστροφή του Τσερνόμπιλ. Αλλά οι συγγραφείς υπερβάλλουν για τα προβλήματα της εποχής και όποτε μπορούν σπρώχνουν το θεατή στον να βγάλει καθαρά πολιτικά συμπεράσματα: ότι το σοβιετικό σύστημα δούλευε με απειλές, ψέματα και φόβο, κι ως πλήρως αναποτελεσματικό αποτελεί τη βασική αιτία του δυστυχήματος, όπως περιγράφεται στη σειρά.

Αυτή η θεωρία είναι το βασικό μότο σε όλα τα επεισόδια. “Το Τσερνόμπιλ είναι ένα μοχθηρά όμορφο πορτραίτο ενός άρρωστου πολιτικού συστήματος που δεν πέθανε τόσο βίαια όσο θα έπρεπε”, ισχυρίζεται ο Τομ Νίκολς στο The Atlantic, στεναχωρημένος προφανώς που μια χώρα η οποία υπέφερε από πυρηνικό δυστύχημα δεν υπέστη και την εκκαθάριση ενός πυρηνικού βομβαρδισμού.

Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι πως οι δημιουργοί αυτής της “σειράς μυθοπλασίας” επιμένουν πως βασίζεται σε όλη της την έκταση σε ντοκουμέντα, παρουσιάζοντας τη δουλειά τους ως διασκευασμένη εκδοχή των μεταθανάτιων σημειώσεων του Λεγκάσοφ, που παρουσιάζεται ως αντικαθεστωτικός μαχητής. Παρόλα αυτά, κάθε καλά πληροφορημένος θεατής θα έβλεπε αμέσως πως οι βιβλιογραφικές πηγές της σειράς είναι εντελώς διαφορετικές, προκατειλημμένες και ευκαιριακές, όπως “Οι φωνές του Τσερνόμπιλ” της Σβετλάνα Αλεξέγιεβιτς.

H Άννα Κορολέφσκαγια, υποδιευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Τσερνόμπιλ, που στήριξε καλόπιστα την ομάδα του ΗΒΟ, λέει για τη σειρά: “Καταρχάς, παρά τους ισχυρισμούς περί μυθοπλασίας, οι χαρακτήρες έχουν ονόματα πραγματικών ανθρώπων, τους βάζουν λόγια στο στόμα, και τους αποδίδονται ενέργειες. Εξαιτίας αυτού, πολλοί το βλέπουν ως ντοκιμαντέρ, κι αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος (…_ Δούλεψα με την ομάδα της σειράς προσπαθώντας, πώς να το πω, να τους καθοδηγήσω στη σωστή κατεύθυνση. Αλλά ακόμα κι έτσι βλέπω πως δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν την προκατειλημμένη δυτική αντίληψη της Σοβιετικής ιστορίας.”

Στη συνέντευξή της, επικρίνει ανηλεώς την τελική εκδοχή της σειράς και επίσης αξιολογεί αρκετά θετικά τις προσπάθειες άμβλυνσης της καταστροφής του Τσερνόμπυλ. “Στην πραγματικότητα”, λέει η Κορολέφσκαγια, “σαράντα υπουργεία και τμήματα συμμετείχαν στη διαχείριση της καταστροφής, κάθε ένα από τα οποία είχε τη δική του έδρα, τη δική του ομάδα δράσης, όλα διοικούμενα από κυβερνητική επιτροπή. Αυτή περιλάμβανε επίσης μέλη της κυβέρνησης της Ουκρανικής ΣΔ. (…) Υπάρχει όμως ένα παράδοξο: αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Αν υπήρχαν ιδιωτικές επιχειρήσεις σε αυτή τη χώρα, αγοραίες σχέσεις, όλα θα είχαν εκτυλιχθεί με διαφορετικό τρόπο, όπως βλέπουμε από το παράδειγμα του ατυχήματος στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας”. Φαίνεται πως πάει γυρεύοντας να την καταγγείλουν οι πάντα επαγρυπνούντες πατριώτες ακτιβιστές της Ουκρανίας.

Παρόλα αυτά, η βασική κριτική του Τσερνόμπυλ χάνει το στόχο της. “Τα λάθη της σειράς δε θα γίνουν σχεδόν καθόλου αντιληπτά, όχι μόνο από δυτικά κοινά, αλλά και τις νέες γενιές μετασοβιετικών πολιτών”, λέει εύλογα το άρθρο του Bloomberg. Το ίδιο ισχύει για μεγαλύτερους πολίτες, που θυμούνται καλά την πραγματικότητα της δεκαετίας του ’80 και και εύκολα μπορούν να εντοπίσουν τις μικρές καρικατούρες και φάρσες της πλοκής. Παρόλα αυτά, με χαρά παινεύουν τη σειρά, όπως φαίνεται πως είναι η νέα επιταγή μεταξύ των Ρώσων, Ουκρανών και Λευκορώσων διανοούμενων, ως τόσο ευεπίφοροι σε αντισοβιετικές απόψεις. Εξάλλου, η πολιτική σκοπιμότητα θα περιλάβει την ιστορική αλήθεια που ισοπεδώνουν οι σεναριογράφοι.

Φυσικά, αυτό προκαλεί μια συμμετρική αντίδραση υπό μορφή πολλών θεωριών συνωμοσίας, που βλέπουν το “Τσερνόμπυλ” ως όπλο ενός νέου ψυχρού πολέμου, ως πράξη σαμποτάζ κατά της πυρηνικής βιομηχανίας της Ρωσίας (τα τελευταία 15 χρόνια, η κρατική εταιρεία Rosatom ελέγχει 67% της αγοράς των νέων πυρηνικών εργοστασίων). Προσωπικά, δε συμμερίζομαι αυτές τις απόψεις, παρότι πρόσφατα διάβασα την έρευνα του Μιχαήλ Τροφιμένκοφ, που έγραψε μια λεπτομερή πολιτική ιστορία του αμερικανικού συινεμά, που θεωρεί αποτελεσματικό εργαλείο κρατικής προπαγάνδας. Κι ο σπουδαίος και τρομερός Hunter S. Thompson, το 1986 δημοσίευσε άρθρο για τις υπονομευτικές δραστηριότητες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, που διέδιδαν φήμες για πυρκαγιές στο Κίεβο, με σωρούς πτωμάτων να στοιβάζονται.

To ιδεολογικό μήνυμα της σειράς εμφανώς δε σταματά στην πραγματικότητα του ανταγωνισμού στη διεθνή πολιτική, αλλά μπορεί να επηρεάσει και τη διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης σε χώρες του πρώτου κόσμου. Πρώτα και κύρια, οι δημιουργοί της σειράς απευθύνονται στη δυτική νεολαία, που βλέπει τις σειρές του ΗΒΟ με πάθος και θα εμπιστευόταν τυφλά τους παραγωγούς της θρυλικής σειράς The Wire. Αυτή η γενιά του 2000 δε βλέπει δυνατότητες στις βαλτωμένη δομή του καπιταλισμού και ενεργά στηρίζει σοσιαλιστικές ιδέες, ψηφίζοντας τον ηλικιωμένο γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς και τους νέους πολιτικούς της αριστερής πτέρυγας των δημοκρατικών. Πολλοί από αυτούς δεν ικανοποιούνται ούτε από αυτό και συνεχίζουν να ριζοσπαστικοποιούνται.

Η σειρά βοηθά να σταθεροποιηθούν οι πιο επικίνδυνες αντιδράσεις στο σημερινό πολιτικό σύστημα, να ψυχράνει τον ενθουσιασμό δυνάμει εξεγερμένων, που, χωρίς πολλές περιπλοκές πρέπει να νιώσουν απειλούμενοι από το φάσμα μιας κομμουνιστικής δικτατορίας. Νέοι μορφωμένοι πολίτες στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, τη Ρωσία και την Ουκρανία πρέπει να πειστούν ότι κάθε εναλλακτική στο παρών σύστημα μπορεί μόνο να δοηγήσει σε Τσέρνομπιλ, γκούλαγκ ή Κολιμά (μια αρκτική περιοχής της Ρωσίας που χρησιμοποιείται ως αναφορά στα γκούλαγκ). Εντέλει, δεν έχουν ανοσία ενάντια σε καλά φτιαγμένη προπαγάνδα, όπως οι προσωπικές μας αφηγήσεις για την καταστροφή του Τσερνόμπιλ, μία από τις πολλές που υφίσταται και σήμερα η γενιά μας.

Δεν υπάρχει μυστική συνωμοσία της παγκόσμιας ελίτ πίσω από αυτό το σχέδιο. Το κίνητρο είναι άλλο. Ένας ολόκληρος γαλαξίας αντικομμουνιστικών ταινιών που εμφανίζονται στις οθόνες μας, ακόμα και 30 χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού, από το “Dau”, “Holiday” ή πολλές ακόμα παραγωγές, όπως το ουκρανικό agitrop, εκφράζουν τη συνειδητή άποψη της κυρίαρχης τάξης που θέλει να κρατήσει το μέλλον για τον εαυτό της, υποτάσσοντας την ιστορία μας. Η κριτική του ναζισμού δεν είναι της μόδας και αντίθετα, όλες οι δημιουργικές δυνάμεις μπαίνουν στον αγώνα κατά της κόκκινης απειλής.Την ίδια στιγμή, η ανθρωπιστική κληρονομιά της σοβιετικής εποχής απαξιώνεται και θάβεται, κι ακόμα και η εκστρατεία διάσωσης της κουβανικής κυβέρνησης, παιδιών που επηρεάστηκαν από το Τσερνόμπιλ, που κουβάλησαν στην πλάτη τους για σχεδόν μισό αιώνα, θα μπορούσε να γίνει μια σαγηνευτική και εξαίρετη ταινία.

Στο μεταξύ εμείς δεν έχουμε τίποτε ν’ανταπαντήσουμε, εκτός από τη δική μας μνήμη, που δεν αντιστοιχεί με κανέναν τρόπο στην εκδοχή του ΗΒΟ.