21.09.2018 του Ερίκ Τουσσαίν για την Επιτροπή Κατάργησης Παράνομων Χρεών (CADTM).

Ότι πράττει ή δεν πράττει μια κυβέρνηση με τις τράπεζες, έχει βαθύτατες συνέπειες στην ιστορία, τη ροή και την πορεία γενικότερα μιας χώρας.

Η Παρισινή Κομμούνα, διέπραξε λανθασμένα που δεν πήρε τον έλεγχο της Τράπεζας της Γαλλίας (Banque De France)

Η έδρα της Τράπεζας της Γαλλίας, τα κύρια αποθέματα και το κεντρικό όργανο διοίκησης, ήταν τοποθετημένα στην επικράτεια της Παρισινής Κομμούνας. Από λάθος, η διεύθυνση της Παρισινής Κομμούνας αρνήθηκε να πάρει τον έλεγχο ενώ αυτό ήταν άκρως απαραίτητο.

Το 1876, ο Προσπέρ-Ολιβιέ Λισσαγκαρέι, ένας διανοούμενος οπαδός που συμμετείχε μάλιστα στη μάχη των Communards, αποκάλυψε στην Ιστορία του για την Κομμούνα του 1871, τη στάση της διεύθυνσης αυτής η οποία «παρέμεινε εκστασιασμένη μπροστά στο ταμείο της υψηλής μπουρζουαζίας, ενώ την είχε στα χέρια της». Σε αναφορά του στη Τράπεζα της Γαλλίας διευκρινίζει πως: «Σ’ όλες τις σοβαρές ανασφάλειες στο δίλλημα της αρπαγής με θράσος του ταμείου του εχθρού. Η Κομμούνα ήταν η μόνη που αρνήθηκε».

Από τη σκοπιά της Τράπεζας της Γαλλίας, η μοναδική απαίτηση της Κομμούνας ήταν να εξασφαλίσει τις προκαταβολές που θα της επέτρεπαν να διατηρήσει την χρηματοοικονομική ισορροπία χωρίς χρέη ώστε να μη χρειαστεί να διακόψει την πληρωμή του υπολοίπου της μισθοδοσίας των Εθνοφρουρών.

Η Εθνοφρουρά του Παρισιού, ήταν μια πολιτοφυλακή επιφορτισμένη με τη διατήρηση της τάξης και της στρατιωτικής άμυνας. «Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των 72 ημερών της ύπαρξής της, η Κομμούνα έλαβε 16,7 εκατομμύρια φράγκα εκ των οποίων τα 9,4 εκατ. προέρχονταν από τα αποθέματα της πόλης και τα 7,3 εκατ. ήταν μόλις το πραγματικό δάνειο απ’ τη Τράπεζα της Γαλλίας. Την ίδια στιγμή, οι Βερσαλλίες έλαβαν 315 εκατομμύρια φράγκα από το δίκτυο των 74 καταστημάτων της Τράπεζας της Γαλλίας», δηλαδή 20 φορές περισσότερα.

Ο Καρλ Μαρξ απ’ την πλευρά του, σε μια αλληλογραφία σχετικά με την Κομμούνα του Παρισιού το 1881, 10 χρόνια μετά τη σύνθλιψή της, ταυτίζεται με τη γνώμη του Λισσαγκαρέι που θεωρεί ότι η Κομμούνα έκανε το λάθος να μην αντιμετωπίσει την Τράπεζα της Γαλλίας: «Από μόνη της η επίταξη της Τράπεζας της Γαλλίας εφαρμόστηκε με όρους στους παληκαρισμούς των Βερσαλλιών». Διευκρινίζει ως προς την επίταξη της Τράπεζας: «Με λίγη παραπάνω χρήση της κοινής λογικής, θα μπορούσε ν’ αποσπάσει απ’ τις Βερσαλλίες έναν θετικό συμβιβασμό για τη μάζα του λαού – το μόνο ρεαλιστικό σενάριο εκείνη την εποχή».

Όπως έγραφε ο Λισσαγκαρέι: «Η Κομμούνα δεν έβλεπε τους πραγματικούς αιχμαλώτους που είχε στα χέρια της: την Τράπεζα, την καταχώρηση και τους τομείς, το Ταμείο Παρακαταθηκών κλπ.».

Το 1891, ο Φρίντριχ Ένγκελς έτεινε προς την ίδια άποψη: «Το δυσκολότερο προς διαχείριση είναι βεβαίως ο ευλαβικός σεβασμός με τον οποίο σταματάμε μπροστά στις πόρτες της Τράπεζας της Γαλλίας». Εξάλλου, αυτό ήταν ένα βαρύ πολιτικό λάθος. Η Τράπεζα στα χέρια της Κομμούνας ήταν προτιμότερη κι από 10 χιλιάδες αιχμαλώτους. Φανταστείτε όλη την γαλλική αριστοκρατία να ασκεί πίεση στη κυβέρνηση των Βερσαλλιών για την ολοκλήρωση της ειρήνης με την Κομμούνα.

Τέλος, η Κομμούνα του Παρισιού του 1871 άφησε την Τράπεζα της Γαλλίας να χρηματοδοτήσει τους εχθρούς της, δηλαδή τη συντηρητική κυβέρνηση του Thiers στις Βερσαλλίες και το στρατό στις υπηρεσίες της.

Η Ρωσική Επανάσταση, η εθνικοποίηση των τραπεζών κι η κατάργηση των χρεών των χωρικών εν έτει 1917

Ανάμεσα στα πρώτα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση των Σοβιέτ μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, φιγουράρει η εθνικοποίηση των τραπεζών. Η εθνικοποίηση αυτή, αδειοδότησε προπάντων την κατάργηση των χρεών των χωρικών προς όφελός αυτών. Ένα τρίτο του κεφαλαίου των τραπεζών βρισκόταν υπό την κατοχή ξένων καπιταλιστών, κυρίως Γάλλων και Γερμανών. Επτά τράπεζες που είχαν κυρίαρχη θέση απαλλοτριώθηκαν κατά προτεραιότητα. Όλες οι τραπεζικές πράξεις ακυρώθηκαν. Η μεταφορά των ιδιωτικών τραπεζών στο δημόσιο συνοδεύτηκε από την αποκήρυξη των ξένων χρεών τα οποία κρίθηκαν παράνομα κι επάρετα.

Η σύνθεση απαλλοτρίωσης των τραπεζών κι η αποκήρυξη των χρεών συνέστησε θεμελιώδη πρόοδο της Επαναστατικής εξουσίας.

 Ο πρόεδρος F. Roosevelt, παίρνει το 1933 μια σειρά δυνατών μέτρων κατά των αμερικανικών τραπεζών

Στις ΗΠΑ, τον Μάρτιο του 1933, ξεσπάει μία μεγάλη τραπεζική κρίση σαν συνέχεια του κύματος του σοκ απο το κραχ του χρηματιστηρίου της Wall Street τον Οκτώβριο του 1929.

Ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος Franklin Roosevelt, κλείνει τις τράπεζες για μία εβδομάδα τον Μάρτιο του 1933 κι υιοθετεί την ίδια χρονιά τον τραπεζικό νόμο “Banking Act” γνωστό επίσης ως “Glass Steagall Act”. Ο νόμος αυτός επέβαλλε το διαχωρισμό ανάμεσα στις επιχειρηματικές και τις τράπεζες καταθέσεων.

Ό,τι πράττει ή δεν πράττει μια κυβέρνηση με τις τράπεζες, έχει βαθύτατες συνέπειες στη ροή της ιστορίας μιας χώρας.

Έτσι, η κυβέρνηση του F.Roosevelt, ελάττωσε την απόλυτη ελευθερία την οποία απολάμβανε το περιβάλλον των κεφαλαιούχων και των τραπεζιτών.

Μέσα στο συνωστισμό και κάτω από την πίεση των κινητοποιήσεων των λαϊκών στρωμάτων στην Ευρώπη κατά και μετά την Απελευθέρωση, οι κυβερνήσεις της Γηραιάς Ηπείρου επέβαλλαν ένα όριο στους ελιγμούς του κεφαλαίου.

Συνέπεια/συμπέρασμα: Κατά τη διάρκεια των 30 ετών που ακολούθησαν του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ο αριθμός των τραπεζικών κρίσεων μειώθηκε.

Είναι αυτό που περιγράφουν δύο νεοφιλελεύθεροι Βορειοαμερικανοί οικονομολόγοι, οι Carmen M. Reinhart και Kenneth S. Rogoff στο βιβλίο που εκδόθηκε το 2009 με τίτλο: «Αυτή τη φορά, είναι διαφορετικά. Οκτώ αιώνες οικονομικής τρέλας».

Ο Kenneth Rogoff υπήρξε προϊστάμενος οικονομικών του FMI κι η Carmen Reinhart καθηγήτρια πανεπιστημίου καθώς επίσης, σύμβουλος του FMI και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της Παγκόσμιας Τράπεζας. Σύμφωνα με τους δύο οικονομολόγους που είναι θετικοί κατά τ’ άλλα σε μια διαγραφή εξ’ αιτίας του καπιταλισμού, ο ασθενής αριθμός των τραπεζικών κρίσεων εξηγείται αρχικά «απ’ τη καταστολή των εσωτερικών χρηματοοικονομικών αγορών κι έπειτα από μια μαζική προσφυγή στους ελέγχους των κεφαλαίων σε μια πάροδο πολλών ετών μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο».

Όντως, κατά την περίοδο της Λαμπρής Τριακονταετίας (Trente Glorieuses), η πλειονότητα των κυβερνήσεων των ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών, εφάρμοσε πολιτικές ρυθμίζοντας τις κινήσεις των εισερχομένων και των εξερχομένων κεφαλαίων στις χώρες τους. Η πλειονότητα αυτή, υποχρέωσε τις τράπεζες να υιοθετήσουν μια μετριοπαθή διαγωγή και κατάφεραν να περάσουν στο δημόσιο ένα μέρος του χρηματοοικονομικού τομέα. Σύμφωνα με τους Reinhart και Rogoff, για ν’ αποφευχθεί το ρίσκο της χρεοκοπίας των τραπεζών, οι κυβερνήσεις επέβαλλαν <<ένα υψηλό επίπεδο υποχρεωτικών αποθεμάτων δίχως να μιλάμε για άλλα διαθέσιμα όπως το καθοδηγούμενο δάνειο, τις υποχρεώσεις προς το ταμείο συνταξιοδότησης ή τις εμπορικές τράπεζες που έπρεπε να κατέχουν ένα ασφαλές επίπεδο δανεισμού στο κράτος.

Στην Απελευθέρωση, η γαλλική κυβέρνηση, εθνικοποιεί μέρος των τραπεζών καθώς και την Τράπεζα της Γαλλίας

Στη Γαλλία, οι εθνικοποιήσεις τραπεζών ξεκίνησαν την επομένη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Έπρεπε «ν’ αντικατασταθούν στο πλαίσιο της Αντίστασης μέσω ενός κινήματος προερχομένου απ’ τα σπλάχνα του λαού. Η Απελευθέρωση προετοίμασε το έδαφος για την εγκατάσταση επιτροπών εργατών διαχείρισης μέσα στις εταιρίες/επιχειρήσεις καθώς κι εργοστασιακών επιτροπών προερχομένων από τις αυθόρμητες κοινωνικοποιήσεις των εργατών». Όπως επισημαίνει ο Patrick Saurin στις 2 Δεκεμβρίου του 1945, η Τράπεζα της Γαλλίας και 4 πλέον τράπεζες καταθέσεων, εθνικοποιήθηκαν. Την επόμενη χρονιά, στις 25 Απριλίου του 1946 ήρθε η σειρά κάποιων ασφαλιστικών εταιριών προς εθνικοποίηση.

Ο Benjamin Lemoine, γράφει επακριβώς στο βιβλίο του «η εντολή του χρέους»: «Στην έξοδο απ’ το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και για 20 και πλέον χρόνια, ο κρατικός μηχανισμός διαμέσου των κυκλωμάτων του Δημοσίου Ταμείου, άντλησε ικανοποιητικούς χρηματοοικονομικούς πόρους, ξεγλιστρώντας απ’ τη πίεση των δανειστών. Κατείχε τη δραστηριότητα των τραπεζών και των επιδοτήσεων και με ανάλογες αποφάσεις και κανονισμούς στοίβασε με τη χρήση των γνώριμων εργαλείων του τον πλούτο. Παρομοίως, η χρηματοδότηση του, ήταν συντονισμένη με τις εθνικές πολιτικές καθορίζοντας το επίπεδο του νομίσματος και καθοδηγώντας τα τοξικά δάνεια στην οικονομία».

Η συγκεκριμένη πολιτική, επέτρεψε στη Γαλλία ν’ αυτοχρηματοδοτείται σε μια διάρκεια 40 ετών δίχως να εξαρτάται απ’ τη καλή θέληση των χρηματοοικονομικών αγορών και να κυβερνάται απ’ τις ιδιωτικές τράπεζες και τ’ άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Επιπλέον, αυτό διασφάλισε την αποφυγή τραπεζικών κρίσεων.

  1. Απ’ την πρώτη χρονιά της επανάστασης στη Κούβα, η κυβέρνηση τοποθετεί τον Τσε στην προεδρία της Κεντρικής Τράπεζας της Κούβας


Ένα χαρτονόμισμα των 5 πέσος Κούβας, φέρει την υπογραφή του Τσε.

Τοποθετώντας έναν από τους κύριους επαναστάτες καθοδηγητές στη κεφαλή της Κεντρικής Τράπεζας, πρόβαλλαν ξεκάθαρα τη σημασία που είχε ο έλεγχος της νομισματικής και χρηματοοικονομικής  πολιτικής της χώρας για την στερέωση της νίκης του Κουβανικού λαού στο δικτατορικό καθεστώς του Μπατίστα. Οι Κουβανοί επαναστάτες δεν ήθελαν να επαναλάβουν το λάθος της Κομμούνας του Παρισιού. Η κατοχή της τράπεζας βοήθησε στην πραγματοποίηση μιας σειράς ριζικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες υποστηριζόμενες απ’ τις δραστικές λαϊκές κινητοποιήσεις, σημάδεψαν θετικά την αρχή της επανάστασης στη Κούβα.

Γαλλία, 1982: Εθνικοποίηση των τραπεζών

Το πλάνο της εθνικοποίησης παρουσιάστηκε στο «κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα» που συνυπεγράφη στις 27 Ιουνίου 1972 από το Σοσιαλιστικό (PS) και το Κομμουνιστικό κόμμα καθώς και τη Ριζοσπαστική Αριστερά. Συμπεριλήφθη μεταξύ των «110 προτάσεων» του υποψηφίου Mitterrand τις χρονιές 1980-81 (21η πρόταση). Ο νόμος της εθνικοποίησης της 13ης Φεβρουαρίου του 1982, ψηφίστηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης επταετίας του προέδρου François Mitterrand και δημοσιεύτηκε απ’ τη κυβέρνηση Mauroy. 39 τράπεζες εθνικοποιήθηκαν καθώς και χρηματοοικονομικές και βιομηχανικές εταιρείες. Το κύμα των εθνικοποιήσεων ακολουθήθηκε ταχύτατα από μια στροφή του Mitterrand και της κυβέρνησής του προς τη Δεξιά. Ο τραπεζικός νόμος στις 24 Ιανουαρίου 1984, εγκαινίασε ένα νέο τραπεζικό σύστημα, χτισμένο στο μοντέλο της παγκόσμιας τράπεζας κι έβαλε τέλος στο διαχωρισμό ανάμεσα στις τράπεζες καταθέσεων κι επιχειρήσεων ανοίγοντας πλήρως το δρόμο της κατάργησης των νομοθετικών ρυθμίσεων. Το 1986, οι τράπεζες ήταν εκ νέου ιδιωτικές.

Ευρώπη και Αμερική, 2008: Δαπάνες για τη διάσωση των τραπεζών και των μεγαλομετόχων τους

Απ’ το 2008, συνέχεια της κρίσης των ιδιωτικών τραπεζών που ξέσπασε, αρκετά κράτη προχώρησαν στην εθνικοποίηση των μεγαλύτερων ιδιωτικών τους τραπεζών ώστε ν’ αποφευχθεί η χρεοκοπία και να ωφεληθούν οι μεγαλομέτοχοι. Τραπεζικοί κολοσσοί όπως η Royal Bank of Scotland, η γερμανική Hypo Real Estate, η ολλανδική ABN-Amro, οι Βελγικές Forti, Dexia και Belfius, η Bankia στην Ισπανία κι η Banco Espirito Santo στη Πορτογαλία,… εθνικοποιήθηκαν. Απ’ τη πλευρά τους, οι λαϊκές δυνάμεις δεν ξανακατεύθυναν προς όφελος του λαού τις δραστηριότητες των εθνικοποιημένων τραπεζών/εταιρειών. Συχνά μάλιστα, δεν ασκούσαν καν την εξουσία, τη δύναμή τους με τη χρήση των θεσμών, αφήνοντας τους εκπροσώπους του ιδιωτικού τομέα να τους διευθύνουν.

Καμία απ’ τις τράπεζες δεν μετατράπηκε σε μέσο που να καθιστά δυνατό το να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις του κράτους. Τα έξοδα της εθνικοποίησης αντλήθηκαν απ’ το δημόσιο ταμείο κι ανέβασαν το χρέος. Η επόμενη φάση, όπως αυτή επιδιώκεται από τις κυβερνήσεις στην υπηρεσία του κεφαλαίου, συνιστά την ιδιωτικοποίηση εκ νέου των τραπεζών και την αναβάθμιση των χρηματοδοτήσεων τους με σκοπό να γίνουν ελκυστικές στον ιδιωτικό τομέα. Το CADTM κι άλλοι οργανισμοί, τόνιζαν για έναν άλλον τρόπο απάντησης στην τραπεζική κρίση: Την άρνηση να σώσουν τους υπεύθυνους για την κρίση τραπεζίτες, απαλλοτρίωση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων τους και τη μεταφορά τους προς το δημόσιο κάτω απ’ τον κοινωνικό έλεγχο.

Ελλάδα 2015

Η απόφαση των Τσίπρα και Βαρουφάκη να μην πειράξουν τις τράπεζες και να μην αναβάλλουν τη πληρωμή του χρέους, είχε μοιραία επακόλουθα για τον Ελληνικό λαό. Μία ιστορική ευκαιρία χάθηκε.

Απ’ τη πρώτη στιγμή της τοποθέτησής της, η κυβέρνηση Τσίπρα έπρεπε να δράσει απέναντι στις τράπεζες. Απεναντίας, η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα πήρε τη πρωτοβουλία να οξύνει την Ελληνική οικονομική κρίση. Η κυβέρνηση έπρεπε να δράσει τη στιγμή εκείνη και να εφαρμόσει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, πάνω στη βάση του οποίου εξελέγη. Στις 25 Ιανουαρίου ανακοίνωνε: «Με τον Σύριζα στη κυβέρνηση, ο δημόσιος τομέας ξαναπαίρνει τον έλεγχο του Εθνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (HFSF). Επιπλέον ασκεί όλα τα δικαιώματα της πάνω στις ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι παίρνει αποφάσεις σχετικές με τη διακυβέρνηση της χώρας».

Θα πρέπει να γίνει γνωστό ότι, το Ελληνικό κράτος, μέσω του Εθνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ήταν ο βασικός μέτοχος των τεσσάρων κύριων τραπεζών της χώρας οι οποίες αντιπροσώπευαν πάνω απ’ το 85% του Ελληνικού τραπεζικού τομέα. Το πρόβλημα είναι ότι παρά τις αμέτρητες ανακεφαλαιοποιήσεις, απ’ τον Οκτώβριο του 2008 το κράτος δεν είχε κανένα ουσιαστικό βάρος στα όσα διαδραματίζονταν στις αποφάσεις των τραπεζών ενώ οι μετοχές που είχε στην κατοχή του δεν του έδιναν το δικαίωμα ψήφου εξ’ αιτίας μιας πολιτικής απόφασης των προηγούμενων κυβερνήσεων. Ώς εκ τούτου, το κοινοβούλιο σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του Σύριζα, έπρεπε να μετατρέψει τις αποκαλούμενες “ευνοϊκές” μετοχές που δεν έδιναν το δικαίωμα ψήφου, σε κοινές μετοχές δίνοντας έτσι το παραπάνω δικαίωμα.

Το κράτος, θα μπορούσε στη συνέχεια κατά τρόπο απόλυτα ομαλό και νόμιμο, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και να φέρει μία λύση στην τραπεζική κρίση. Εν τέλει, έπρεπε να παρθούν τρία σημαντικά μέτρα:

1) Για ν’ αντιμετωπίσει τη χρηματοπιστωτική και τραπεζική κρίση, την ασφυκτική συμπεριφορά της Τρόικας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οι οποίες φώναζαν για χρεοκοπία των τραπεζών, η κυβέρνηση θα έπρεπε να με θεσπίσει τον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων με σκοπό να βάλλει τέλος στη διαφυγή τους προς το εξωτερικό.

2) Έπρεπε ν’ αντικαταστήσει τον κ. Στουρνάρα από την ηγεσία της Τράπεζας της Ελλάδος.

3) Τέλος, η κυβέρνηση, θα έπρεπε να είχε θέσει σε λειτουργία ένα σύστημα παράλληλων πληρωμών.

Μια ιστορική ευκαιρία χάθηκε. Θα πρέπει στο μέλλον ν’ αποφευχθεί κάτι αντίστοιχο.


Αυτό το άρθρο είναι ένα απόσπασμα του περιοδικού του CADTM: «Οι άλλες φωνές του πλανήτη».

Μετάφραση από τα γαλλικά για την Pressenza Athens: Ανδρέας Παπαγγελόπουλος

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ