Μόνο κεραυνός εν αιθρία δεν ήταν η απόφαση της κυβέρνησης της Αυστραλίας στα τέλη Αυγούστου να αποκλείσει την κινέζικη εταιρεία κατασκευής κινητών τηλεφώνων Huawei από το αναπτυσσόμενο δίκτυο κινητής 5G.

Γράφει ο Λεωνίδας Βατικιώτης.

Η απόφασή της όσο κι αν τάραξε τα νερά, δεδομένου ότι δεν υπάρχει προηγούμενο κυβέρνησης να απαγορεύει σε εταιρεία τη δραστηριοποίηση στη χώρα της, πολύ περισσότερο σε μια φίρμα όπως η Huawei που το δεύτερο τρίμηνο του 2018 αναδείχθηκε στον δεύτερο μεγαλύτερο κατασκευαστή παγκοσμίως πουλώντας το 16% των έξυπνων κινητών (μετά την Samsung που ελέγχει το 21% της αγοράς και πριν την Apple που ελέγχει το 12%), ήταν το επιστέγασμα μιας θερμής σύγκρουσης που εξελίσσεται καθημερινά στο διαδίκτυο. Οι συνεχείς αψιμαχίες είναι το σημείο συνάντησης του εντεινόμενου εμπορικού πολέμου, όπως εκφράζεται με τους δασμούς και τις κυρώσεις που επιβάλει ο Τραμπ απέναντι σε όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις του κόσμου από την μια, και από την άλλη μιας καθαρά πολιτικής μάχης για τον έλεγχο του διαδικτύου που ως επίδικο έχει τις σφαίρες πολιτικής επιρροής και άσκησης κρατικής κυριαρχίας.

Το υπόβαθρο της διαμάχης γύρω από την Huawei είναι εξόχως αποκαλυπτικό. Η ανακοίνωση της αυστραλιανής κυβέρνησης παρότι οδήγησε τους λεκτικούς υπαινιγμούς και τις φραστικές ασάφειες στα άκρα αποφεύγοντας να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ήταν σαφές ότι έθετε ζήτημα κρατικής ασφάλειας στην περίπτωση που η κινέζικη εταιρεία δραστηριοποιούταν στο δίκτυο κινητής νέας γενιάς. Η αιτία περιγραφόταν καθαρά σε άρθρο των Financial Times στις 26 Ιουλίου, όπου ανέφερε ότι ενώ «η ΖΤΕ περιγράφεται ως κρατικά ελεγχόμενη εταιρεία, η Huawei περιγράφεται ως ιδιωτική εταιρεία που ελέγχεται από τους εργαζόμενούς της. Έχει εξελιχθεί σε πανίσχυρο παγκόσμιο παίκτη στην αγορά τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού τα τελευταία 20 χρόνια αλλά η εταιρεία περιβάλλεται από αμφισβητήσεις, συγκεκριμένα στις ΗΠΑ. Αυτό συμβαίνει κατά ένα μέρος επειδή ο ιδρυτής της εταιρείας, Ρεν Ζανγκφέι, ήταν αξιωματικός του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Στην Ουάσινγκτον υπάρχουν χρόνιες ανησυχίες ότι η Huawei θα μπορούσε να έχει στενές σχέσεις με τον κινέζικο στρατό κι αυτό μπορεί να απειλήσει την ασφάλεια των τηλεπικοινωνιακών δικτύων των καταναλωτών της». Ενδεικτικό στοιχείο για τον καλυμμένο πόλεμο που είναι σε εξέλιξη αποτελεί η διαταγή απαγόρευσης πώλησης κινητών και των δύο προαναφερόμενων κινέζικων εταιρειών στις αμερικανικές βάσεις ανά τον κόσμο από το Πεντάγωνο.

Οι αιτιάσεις της αυστραλιανής κυβέρνησης, η οποία και το 2012 είχε επίσης αποκλείσει τον κινέζικο τηλεπικοινωνιακό κολοσσό από το εθνικό ευρυζωνικό δίκτυο, ενώ μόλις πρόσφατα κατηγόρησε το Πεκίνο για αλλεπάλληλες κυβερνοεπιθέσεις για κατασκοπεία στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας, προκάλεσαν την οργή του Πεκίνου που ζήτησε από την Κανμπέρα να σεβαστεί τους κανόνες του ανταγωνισμού. Πλήρης αντιστροφή των ρόλων…

Παρότι δεν αποκλείεται καθόλου οι κατηγορίες να είναι αληθείς, δηλαδή η Κίνα πράγματι να κατασκοπεύει άλλες χώρες και να χρησιμοποιεί τις συσκευές της για να υπηρετήσει τα πολιτικά της σχέδια, τα εμπόδια που θέτουν Αυστραλία – Αγγλία και ΗΠΑ (που έχουν κοινή πολιτική ασφάλειας και διαμοιρασμού στοιχείων στο πλαίσιο της επιχείρησης Πέντε Μάτια που συνδέει τις αγγλόφωνες χώρες) στην εξάπλωση της δράσης εταιρειών οι οποίες πλέον αποτελούν σύμβολα για το νέο προφίλ της Κίνας έχουν τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο. Περιορίζουν δηλαδή την διεθνή εξάπλωση των κινέζικων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας προς όφελος των δυτικών ανταγωνιστών τους. Με αυτό τον τρόπο επιχειρούν να ψαλιδίσουν τις φιλοδοξίες της Κίνας που ξοδεύει μυθικά ποσά στις νέες τεχνολογίες και μόλις το 2017 εξέφρασε δημόσια τη φιλοδοξία μέχρι το 2030 να μετατραπεί στο σημαντικότερο κέντρο καινοτομίας σε θέματα τεχνητής ευφυΐας. Αυτό το σκοπό, μεταξύ άλλων, υπηρετεί η θεαματική αύξηση κατά 20% ετησίως από το 1999 των δαπανών για Έρευνα και Ανάπτυξη που πλέον ανέρχονται σε 233 δισ. δολ. ετησίως ή στο 20% των παγκόσμιων δαπανών Έρευνας και Ανάπτυξης, όπως με έκπληξη παρατηρεί το τρέχων τεύχος του αμερικανικού περιοδικού Foreign Affairs. Συνεχίζει μάλιστα το ίδιο άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο «Όταν η Κίνα διοικεί το Δίκτυο», ότι «περισσότεροι φοιτητές με πτυχία επιστήμης και μηχανικών αποφοιτούν στην Κίνα σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου και το 2018 η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ στο αριθμό των επιστημονικών δημοσιεύσεων».

Αυτό όμως που πάνω απ’ όλα έχει εξοργίσει τη Δύση είναι η απαίτηση της Κίνας και άλλων χωρών, όπως η Ρωσία και το Ιράν, να μην φεύγει κανένα δεδομένο από τη χώρα τους σε αποθηκευτικό μέσο εκτός των συνόρων τους. Με αυτό τον τρόπο, που εκ των πραγμάτων θέτει όρια στη δράση των διαδικτυακών μονοπωλίων (Facebook, Apple, Google, Amazon, Microsoft, κλπ) τα τρία αυτά κράτη επικαιροποίησαν την έννοια της κυριαρχίας (sovereignty) την εποχή του διαδικτύου, των μετα-δεδομένων και των μεγάλων δεδομένων. Κατακερμάτισαν μεν το παγκόσμιο διαδικτυακό χωριό αλλά υπενθύμισαν σε όλους μας από πού ξεκίνησαν οι ανησυχίες όλου του πλανήτη για την ασφάλεια των δεδομένων στο ίντερνετ: Η αρχή έγινε με τις αποκαλύψεις του πράκτορα της NSA, Έντουαρντ Σνόουντεν, ο οποίος ανέδειξε το οργοουελικό δίκτυο παρακολουθήσεων που έχουν στήσει ΗΠΑ και η Αγγλία, καταγράφοντας τα πάντα! Ένα μικρό απόσπασμα από το σχετικό βιβλίο αρκεί για να έχουμε πλήρη συναίσθηση από πού προέρχονται οι σημαντικότερες απειλές για την ελευθερία του ίντερνετ: «Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας οι δυνατότητες της NSA ήταν εκπληκτικές. Η υπηρεσία, με τη συνδρομή των Βρετανών και των υπόλοιπων συμμάχων από τα Πέντε Μάτια, είχε πρόσβαση σε καλώδια οπτικών ινών, στα τηλεφωνικά μεταδεδομένα και στους σέρβερ της Google και της Hotmail. Οι αναλυτές της NSA ήταν οι χειρότεροι κατάσκοποι στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Σνόουντεν ισχυρίζεται ότι ήταν ικανοί να στοχοποιούν τους πάντες, ανά πάσα στιγμή, χωρίς να εξαιρείται ο πρόεδρος»! (Λουκ Χάρντινγκ, Φάκελος Σνόουντεν – Η ιστορία του Νο 1 καταζητούμενου ανθρώπου στον κόσμο, Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 192-193).

Κι αν οι ανησυχίες ξεκίνησαν με τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν κορυφώθηκαν με το facebook. Όταν τον Μάρτιο αποκαλύφθηκε ότι η μεγαλύτερη εταιρεία κοινωνικής δικτύωσης πούλησε τα στοιχεία 87 εκ. χρηστών στην βρετανική Cambridge Analytica στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016, με σκοπό την επηρεασμό των αμερικανών ψηφοφόρων. Για πρώτη φορά τότε αποδείχθηκε αυτό που οι πιο παρατηρητικοί ήξεραν με τη βοήθεια φυσικά όσων έβλεπαν στις οθόνες τους: τη δύναμη των αλγόριθμων στην ομαδοποίηση συμπεριφορών και προτιμήσεων από τα πιο διαφορετικά πεδία του ανθρώπινου ενδιαφέροντος, με στόχο την δημιουργία των κατάλληλων κάθε φορά target group.

Παρόλα αυτά, όσο κι αν οι ΗΠΑ αποδεδειγμένα αποτελούν την μεγαλύτερη απειλή για την ελευθερία και την ασφάλεια του διαδικτύου, δεν μπορεί να υποτιμηθεί ο κίνδυνος που εκφράζει η Κίνα, λόγω του ότι τα πειράματα που είναι σε εξέλιξη στον ασιατικό γίγαντα δεν μας θίγουν άμεσα, τουλάχιστον ως προς το παρόν. Το πλέον εμβληματικό, με βάση ρεπορτάζ του βρετανικού δικτύου BBC, είναι ένα σύστημα «κοινωνικής πίστωσης» που ενοποιεί σε μια ενιαία λίστα αξιολόγησης την οικονομική και κοινωνική συμπεριφορά κάθε πολίτη. Σε αυτό το πλαίσιο όχι μόνο το επιτόκιο αλλά ακόμη κι αν θα εγκριθεί η χορήγηση στεγαστικού ή καταναλωτικού δανείου μπορεί να εξαρτηθεί από τις κλήσεις για τροχαίες παραβάσεις ή τη συμμετοχή σε μια απεργία. Η τόσο εξόφθαλμη ενοποίηση των προσωπικών δεδομένων παρέχει στην κινέζικη κυβέρνηση τεράστιες δυνατότητες ελέγχου και χειραγώγησης της πολιτικής συμπεριφοράς και ποινικοποίησης κάθε διαφωνούντα. Οι αρχές των ΗΠΑ, της Αγγλίας και πολλών άλλων δυτικών χωρών προφανώς κι έχουν πρόσβαση σε όσα στοιχεία πολιτών επιθυμούν, το κάνουν ωστόσο είτε εν κρυπτώ είτε ξεπερνώντας κάθε φορά σοβαρά εμπόδια που θέτουν οι συνταγματικές εγγυήσεις.

Επομένως, το διακύβευμα πίσω από τον εν εξελίξει πόλεμο στο διαδίκτυο δεν είναι οι ελευθερίες μας. Είναι η οικονομική κυριαρχία και η πολιτική επιρροή καθώς οι ΗΠΑ κυρίως για πρώτη φορά νιώθουν να αμφισβητείται ο απόλυτος έλεγχος που ασκούσαν στο διαδίκτυο από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του…

—————–
Πηγή: leonidasvatikiotis.wordpress
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Επίκαιρα, Σεπτέμβριος 2018