Η γαλλική ομάδα ποδοσφαίρου κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο 2018, 20 χρόνια μετά τον θρίαμβο στο πάτριο έδαφός της, το 1998. Οι “Bleus”, όπως αποκαλούνται, επέστρεψαν στα καλά κατάστιχα του έθνους, δοξάστηκαν για την εξαιρετική τους απόδοση στο φετινό τουρνουά και για τη νίκη τους με σκορ 4-2 επί της Κροατίας στον τελικό.


Του Joseph Downing

Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης


Ωστόσο, πέρα από τα φώτα της δημοσιότητας και τη λάμψη της επιτυχίας στο “Ρωσία 2018”, υπάρχει ένα ερώτημα που εξακολουθεί να ταλανίζει το γαλλικό ποδόσφαιρο: ποιος είναι ο ρόλος που παίζουν τα ζητήματα της φυλής και της κοινωνικής τάξης στην επιλογή των παικτών της εθνικής ομάδας;

Σε πρώτο επίπεδο, το συγκεκριμένο ερώτημα ίσως φαίνεται περίεργο, δεδομένης της προσοχής που δόθηκε στην πολυπολιτισμική αρμονία της ομάδας που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998. Ο πρώην αρχηγός της γαλλικής εθνικής ομάδας Ζινεντίν Ζιντάν –πάντοτε ευθύς στα λόγια του– δήλωσε πρόσφατα για τη νίκη της χώρας του, το 1998:

«Δεν είχε να κάνει με τη θρησκεία, το χρώμα του δέρματός σου, δεν μας ένοιαζαν αυτά, ήμασταν απλά μαζί και απολαμβάναμε τη στιγμή».

Αυτό αντανακλούσε το συναίσθημα εκείνης της εποχής: για πρώτη φορά, μια πολυπολιτισμική ομάδα “black, blanc, beur” (μαύρων, λευκών, Γάλλων αραβικής καταγωγής) ποδοσφαιριστών ενώθηκε κάτω από τον σκοπό της κατάκτησης του Παγκοσμίου Κυπέλλου από την γαλλική εθνική ομάδα. Ο θρίαμβος μέσα στο γήπεδο αποδείκνυε ότι η ενσωμάτωση είχε πετύχει στη Γαλλία και ότι ο καθένας μπορούσε να φτάσει στην κορυφή της γαλλικής κοινωνίας.

H εθνική Γαλλίας του 1998, κατά την παραλαβή του Παγκόσμιου Κυπέλλου, το 1998

Ο Ζιντάν, το αστέρι της ομάδας που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας το 1998, γεννήθηκε από αλγερινούς βερβερίνους γονείς. Μεγάλωσε στο περίφημο προάστιο La Castellane της Μασσαλίας, που θεωρείται μια από τις πιο σκληρές συνοικίες σε μια από τις σκληρότερες πόλεις της Γαλλίας. Δύο δεκαετίες αργότερα, ο Κιλιάν Εμπαπέ, ένας 19χρονος καμερουνέζικης και αλγερινής καταγωγής, που μεγάλωσε στo προάστιo Bondy του Παρισιού, είναι ο αστέρας της γαλλικής ομάδας.

Ορισμένοι σχολιαστές παρουσίασαν την επιτυχία των “Bleus” το 2018 ως μια επιστροφή στις χαρές της “black, blanc, beur” πολυπολιτισμικής εθνικής γιορτής, ως αποδοχή και εορτασμό της εθνοτικής διαφορετικότητας.

Ωστόσο, άλλοι έχουν επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική, η ενσωμάτωση και το ποδόσφαιρο έχουν αναμειχθεί εκ νέου.

Ακροδεξιός καιροσκοπισμός

Οι Ζιντάν και Εμπαπέ ορίζουν μια περίοδο δύο δεκαετιών, όπου η εθνοτική σύνθεση της εθνικής ομάδας υπέστη σφοδρό έλεγχο, ο οποίος συχνά έλαβε ανησυχητικά ρατσιστικές μορφές.

Ζητήματα σχετικά με τα εθνοτικά διαπιστευτήρια της γαλλικής ομάδας ήταν παρόντα, ακόμη και πριν από τη νίκη τους απέναντι στη Βραζιλία, το 1998. Τότε, ο ακροδεξιός ηγέτης του Εθνικού Μετώπου (FN), Ζαν-Μαρί Λεπέν, υποστήριξε ότι κάποιοι στην ομάδα ήταν «ξένοι» που δεν ήξεραν να τραγουδήσουν τον εθνικό ύμνο.

Όταν ο Λεπέν έφτασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών το 2002, ορισμένοι από τους ποδοσφαιριστές που κέρδισαν το Παγκόσμιο Κύπελλο, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού της ομάδας Μαρσέλ Ντεσαγί, αγωνίστηκαν σκληρά εναντίον του.

Το 2010, η γαλλική ομάδα αποκλείστηκε από το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Νότια Αφρική από τη φάση των ομίλων, χωρίς νίκη. Στο παρασκήνιο, ο μάνατζερ της ομάδας Ραϊμόν Ντομενέκ είχε κάκιστες σχέσεις με τους παίκτες, ακούγονταν βρισιές και ο αρχηγός της ομάδας Πατρίς Εβρά καυγάδισε με τον γυμναστή της ομάδας Ρομπέρ Ντιβέρν μέσα στο γήπεδο. Αντί να αμφισβητηθεί η ικανότητα αυτών των δύο λευκών προπονητών στη διαχείριση της εθνικής ομάδας, η ευθύνη έπεσε γρήγορα στους παίκτες, των οποίων η δέσμευση στη γαλλική ομάδα αμφισβητήθηκε.

Η κριτική επεκτάθηκε πέρα από τις συνηθισμένες μουρμούρες σχετικά με κακομαθημένους, πλουσιοπάροχα αμειβόμενους παίκτες, παίρνοντας ένα σαφώς δυσοίωνο και φυλετικό τόνο, όταν ο φιλόσοφος Alain Finkielkraut αποκάλεσε την ομάδα μια «συμμορία κλεφτών με μαφιόζικη ηθική».

Ήταν ένας χαρακτηρισμός των ποδοσφαιριστών που στρεφόταν στο ταξικό τους υπόβαθρο ως παιδιών των υποτιθέμενων εγκληματογενών προαστίων της Γαλλίας, ενώ ορισμένοι επεσήμαναν και έναν φυλετικό τόνο σε αυτόν, καθώς τα συγκεκριμένα προάστια είναι επίσης συνώνυμα της μαύρης και αραβικής νεολαίας.

Η Μαρίν Λεπέν, η νέα ηγέτις του Εθνικού Μετώπου –που έκτοτε μετονομάστηκε σε Rassemblement National– έπεσε με τα μούτρα στον καβγά, υποστηρίζοντας ότι το πρόβλημα με την εθνική ομάδα έγκειται στο ότι αυτοί (οι ποδοσφαιρστές) έχουν μια «άλλη εθνικότητα στην καρδιά τους».

Στα χρόνια που ακολούθησαν, υπήρξαν και άλλες κατηγορίες ότι η Γαλλία εφάρμοζε «ποσόστωση» για να περιορίσει τον αριθμό μαύρων και αράβων παικτών στην εθνική ομάδα. Η δικαιολογία που χρησιμοποιήθηκε για αυτήν την τακτική ήταν ότι αποτελεί, σε κάποιο βαθμό, μέσο για τον περιορισμό του αριθμού των παικτών διπλής εθνικότητας που προπονούνταν στη γαλλική ομάδα νέων, οι οποίοι μπορεί στη συνέχεια να επιλέξουν να παίξουν σε μια χώρα διαφορετική από τη Γαλλία.

Ωστόσο, τα απομαγνητοφωνημένα κείμενα που αποτελούν μέρος μιας έρευνας έδειξαν ότι το σκεπτικό αυτό επεκτάθηκε σε ρατσιστικά στερεότυπα, σύμφωνα με τα οποία οι λευκοί παίκτες ήταν πιο «εγκεφαλικοί» και «προσανατολισμένοι προς την ομάδα», σε σχέση με τους «γρήγορους και δυνατούς» Αφρικανούς και Άραβες ομολόγους τους.

Δεν περνάει απαρατήρητη η απουσία από το Παγκόσμιο Κύπελλο τού Καρίμ Μπενζεμά, ενός διεθνούς αστέρα της Ρεάλ Μαδρίτης, που συνεχώς αποκλείεται από την ομάδα, για λόγους που ο ίδιος ονομάζει ρατσιστικούς.

Ο Μπενζεμά αποκλείστηκε από την εθνική ομάδα το 2015 λόγω ποινικής έρευνας σχετικά με μια υποτιθέμενη υπόθεση εκβιασμού –η οποία παραμένει σε εξέλιξη– και παραλείφθηκε πάλι από την ομάδα του, το 2018. Η επίσημη αιτιολόγηση για τη συνεχιζόμενη απουσία του είναι «αθλητικές επιλογές», αλλά ο πρώην Γάλλος διεθνής Σαμίρ δήλωσε το 2017 ότι η αιτία μπορεί να έχει πιο ρατσιστική λογική.

Τα αγόρια των banlieue

Τα επακόλουθα του φιάσκου του 2010 κατέδειξαν ότι ακόμη και όσοι φτάνουν στην κορυφή του γαλλικού ποδοσφαίρου, είναι αυτοί που, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, κρίνονται πρώτα και κύρια με καχυποψία λόγω της εθνότητας και της εργατικής ταξικής τους καταγωγής από τα banlieues (προάστια).

Οι περιοχές αυτές εξακολουθούν να παρουσιάζουν τεράστια διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία στερούν ευκαιρίες από όσους προέρχονται από μειονότητες και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.

Στα 20 χρόνια από τότε που ο Ζιντάν σήκωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο, ελάχιστα έχουν αλλάξει στη συνοικία έξω από τη Μασσαλία όπου μεγάλωσε. Όπως και σε άλλες συνοικίες στη Γαλλία που φιλοξενούν σημαντικό αριθμό ατόμων με διαφορετική εθνοτική καταγωγή, η Castellane συνεχίζει να κυριαρχείται από τη βία και το πολύ επικερδές εμπόριο ναρκωτικών, το οποίο οι περιοδικές επιδρομές της αστυνομίας ελάχιστα διαταράσσουν.

Τα επιτεύγματα του 1998 και του 2018 αποδεικνύουν ότι παίκτες όπως ο Ζιντάν και ο Εμπαπέ, που προέρχονται από εθνοτικές μειονότητες, μπορούν να φτάσουν στην κορυφή της γαλλικής κοινωνίας.

Μερικοί ποδοσφαιριστές υπερβαίνουν το ποδόσφαιρο, υποστηρίζοντας μεγαλύτερους πολιτικούς αγώνες, όπως ο γάλλος αμυντικός Λιλιάν Τιράμ, πρωταθλητής το 1998, ο οποίος αγωνίστηκε κατά των διακρίσεων στη Γαλλία. Μάλιστα, απέρριψε μια θέση στην κυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί λόγω διαφωνιών του με τον τότε Πρόεδρο της Γαλλίας για τη στάση του σε κοινωνικά ζητήματα, και επειδή ο Σαρκοζί αποκάλεσε τους διαδηλωτές του 2005 «αποβράσματα», όταν ήταν υπουργός Εσωτερικών.

Ωστόσο, ενώ η σημερινή ομάδα έχει ανεβεί στο κύμα της ανάστασης της επιτυχίας του “black-blanc-beur”, το γαλλικό ποδόσφαιρο, όπως και η γαλλική κοινωνία, συνεχίζουν να αμαυρώνονται από σύνθετες μορφές φυλετικών διακρίσεων.

To άρθρο δημοσιεύτηκε στο Conversation, στις 15 Ιουλίου 2018.

Για τον συγγραφέα

Ο Joseph Downing είναι υπότροφος Marie Curie, στο CNRS, στο Μεσογειακό Εργαστήριο Κοινωνιολογίας (Laboratoire méditerranéen de sociologie), του Πανεπιστημίου Aix-Marseille.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ