Καθώς δυναμώνουν οι ξενοφοβικές, ομοφοβικές και μισαλλόδοξες φωνές ορισμένων ιεραρχών που δεν κρύβουν τη σύμπλευσή τους με την πιο ρατσιστική και βίαιη Ακροδεξιά, ο καθηγητής Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Χρυσόστομος Σταμούλης, υπενθυμίζει ότι ο Χριστός υπήρξε πρόσφυγας, επισημαίνει ότι η ορθόδοξη παράδοση διδάσκει όχι απλώς την ανεκτικότητα αλλά την ουσιαστική συνάντηση με το διαφορετικό και υπογραμμίζει ότι η ταύτιση μελών της Εκκλησίας με τη ναζιστική οργάνωση και με ακραίες φονταμενταλιστικές ομάδες συνιστά πραξικόπημα απέναντι στο Ευαγγέλιο.

● Εκφράζονται συχνά στον χώρο της Εκκλησίας απόψεις ξενοφοβικές, μισαλλόδοξες, εμποτισμένες με μίσος απέναντι σε οτιδήποτε διαφέρει από το κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο. Είναι σύμφωνες αυτές οι απόψεις με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία;

Ο ξένος στην ορθόδοξη παράδοση είναι μια κυρίαρχη οντολογική πραγματικότητα, γιατί ο ίδιος ο Xριστός είναι ιστορικά και θεολογικά ξένος.

Δεν γίνεται δεκτός από τα πολιτικά και τα θρησκευτικά συστήματα της εποχής του, διώκεται και ουσιαστικά εξορίζεται, όπως το αναπαριστά η Φυγή στην Αίγυπτο, που απεικονίζεται στις ορθόδοξες εκκλησίες.

Ο Χριστός είναι ένας φυγάς, ένας πρόσφυγας, ο οποίος ανοίγει στην ορθόδοξη θεολογία τον δρόμο της αποδοχής της ετερότητας.

Οχι απλά της ανοχής, έννοια την οποία συναντάμε στον χώρο της ευρωπαϊκής πολιτικής και η οποία εμπεριέχει την ανισότητα, καθώς αυτός που ανέχεται βρίσκεται σε θέση ισχύος έναντι του άλλου.

Η ορθόδοξη θεολογία προτείνει τη διαδικασία της πρόσληψης, όπως στο θαυμάσιο δοξαστικό του Μεγάλου Σαββάτου, όπου ο Ιωσήφ καθικετεύει να του δώσουν το σώμα του Ιησού και λέει «Δος μοι τούτον τον ξένον».

Οχι δώσε κάτι σ’ αυτόν τον ξένον, μια διαδικασία φιλανθρωπίας, αλλά μια βαθιά υπαρξιακή πρόταση που στοχεύει στην απόλυτη πρόσληψη του άλλου.

Ο ξένος γίνεται ο εαυτός μου, στόχος είναι να συναντηθούμε και να συνυπάρξουμε μέσα από την ετερότητά μας σ’ έναν κοινό τόπο, στον τόπο του εαυτού, ατομικού ή κοινωνικού.

Πρόκειται για ένα μεγάλο βήμα, το μέγεθος του οποίου ίσως ούτε η ίδια η Ορθοδοξία το κατάλαβε, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, και οπωσδήποτε δεν το έχει καταλάβει ο πολιτισμός μας.

● Πώς φτάνουμε στο σημείο να εκφράζονται μέσα στην Εκκλησία, αν όχι να κυριαρχούν, απόψεις διαμετρικά αντίθετες μ’ αυτή τη διδασκαλία;

Οταν η Εκκλησία άρχισε να αποκτά κρατική οντότητα, από το Διάταγμα των Μεδιολάνων και μετά, όταν δηλαδή άρχισε να μετακινείται από τον χώρο της εξορίας προς τη δημόσια πλατεία και ταυτόχρονα προς τον χώρο των κρατικών δομών, νομίζω ότι έχασε ένα μεγάλο κομμάτι του χαρισματικού της χαρακτήρα.

Λειτούργησε σε πλαίσια θεσμικά, απέκτησε δύναμη, και η δύναμη απομακρύνει από τους αδύναμους και καταφρονεμένους.

Επικράτησε η θεώρηση που θέλει τον εαυτό μας να ορίζεται στο πλαίσιο όχι μιας διαδικασίας αυτοπροσδιορισμού, αλλά μιας διαδικασίας ετεροπροσδιορισμού: είμαστε αυτό που δεν είναι οι άλλοι.

Αυτή η θεώρηση δημιούργησε τεράστια προβλήματα, φοβίες και νεκρώσεις του σώματος.

Κλειστήκαμε στο σώμα μας και αμελήσαμε τη συνάντηση με τον άλλο.

Ετσι, λοιπόν, σταδιακά η Εκκλησία αποξενώθηκε από τη βιβλική παράδοση και την παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας και ονόμασε παράδοση κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τη διδασκαλία τους.

Ακούμε μέλη της Εκκλησίας να ταυτίζονται με τα φαινόμενα της Χρυσής Αυγής ή άλλων ακραίων φονταμενταλιστικών ομάδων, των οποίων η οντολογία και η ιδεολογία δεν έχουν καμία σχέση με τον πυρήνα της ορθόδοξης διδασκαλίας. Πρόκειται για πραξικόπημα απέναντι στο Ευαγγέλιο.

Βέβαια, δεν πρέπει να τα φορτώνουμε όλα στην Εκκλησία -αυτό θα ήταν μια εύκολη λύση, διότι τα ακραία φαινόμενα είναι κυρίως γέννημα ενός ασφυκτικού και φοβικού πολιτισμού, ο οποίος δεν στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, αλλά στην αντιπαράθεση με κάτι που θεωρεί πως πάντα βρίσκεται εκτός του κλειστού του εαυτού.

Συνηθίσαμε μ’ αυτόν τον τρόπο να βλέπουμε το διαφορετικό σαν απειλή και όχι σαν τόπο συνάντησης με τον άλλο και άσκησης της αυτοσυνειδησίας μας.

● Βλέπουμε σήμερα ιεράρχες να πρωτοστατούν στον πόλεμο κατά του συμφώνου συμβίωσης, των αλλαγών στο μάθημα των Θρησκευτικών, της συζήτησης στο σχολείο για θέματα ισότητας των φύλων και αναπαραγωγής των διακρίσεων. Είναι αυτός ο ρόλος της Εκκλησίας;

Νομίζω ότι η Εκκλησία δεν έχει την πολυτέλεια να συνεχίσει να δίνει κι άλλες χαμένες μάχες, όπως έκανε στο παρελθόν – για παράδειγμα, στο θέμα των ταυτοτήτων και του πολιτικού γάμου.

Για τα θέματα αυτά υπάρχει η πολιτεία που κινείται με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους.

Η Εκκλησία έχει δημόσιο λόγο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει την εξουσία να επιβάλει τις απόψεις της. Πολιτειακά είναι ένα μέρος του κόσμου, όπως είναι οι υπόλοιπες θρησκείες που υπάρχουν στον ελληνικό χώρο.

Κανένας σοβαρός συνταγματολόγος δεν ερμηνεύει σήμερα τον συνταγματικό όρο «επικρατούσα θρησκεία» με την έννοια της κρατικής ή της ευνοούμενης θρησκείας.

Είναι η θρησκεία της πλειονότητας του ελληνικού λαού, τίποτα περισσότερο.

Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα δεν έχει αναγνωριστεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία κανένα ιδιαίτερο προνόμιο σε σχέση με τις άλλες θρησκείες στη χώρα μας.

Είναι ατυχές να λέγεται, για παράδειγμα, ότι το μάθημα των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση είναι προνόμιο της Εκκλησίας.

Ανήκει αποκλειστικά στην πολιτεία, αυτό ορίζει ο νόμος.

Νομίζω ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στη νομοθεσία, αλλά στην υπέρβαση των ορίων τόσο από την πολιτεία όσο και από την Εκκλησία· και σε εκείνες τις διαστρεβλώσεις που δημιουργεί η οποιαδήποτε επικίνδυνη συναλλαγή που στοχεύει στην εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων.

● Οι ομόφυλες σχέσεις και ο διαφορετικός σεξουαλικός προσανατολισμός βρίσκονται σταθερά στο στόχαστρο ιεραρχών, που επικαλούνται κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας. Εχουν δίκιο;

Οταν αναφέρεται η Εκκλησία σε θέματα ανθρωπολογίας, που δεν σχετίζονται με τον πυρήνα του χριστιανικού δόγματος, πρέπει να είναι πολύ προσεκτική ώστε να διαλέγεται με τις σύγχρονες επιστήμες και τα επιτεύγματά τους, αν την ενδιαφέρει μια ποιμαντική που δίνει νόημα και παραμυθία στη ζωή των ανθρώπων.

Οταν ο Μεγάλος Βασίλειος έγραφε την «Εξαήμερο» και ο Αγιος Γρηγόριος το «Περί κατασκευής του ανθρώπου», είχαν κατά νου το επιστημονικό κοσμοείδωλο της εποχής τους.

Σήμερα η συζήτηση επιβάλλεται να ξαναγίνει, παίρνοντας υπόψη το επιστημονικό κοσμοείδωλο της σημερινής εποχής.

Με βάση αυτό το κοσμοείδωλο πρέπει να εκφράσει τη γνώμη της η Εκκλησία.

● Η κατάσταση φαίνεται να είναι πολύ διαφορετική στην περίπτωση του Πάπα, του Οικουμενικού Πατριάρχη ή του αρχιεπισκόπου Αλβανίας. Πού οφείλεται η διαφορά;

Πράγματι έχουν γίνει πολλά βήματα με τον καινούργιο Πάπα· ο λόγος του είναι διαφορετικός.

Μακάρι να μη μείνει μόνο στο συμβολικό επίπεδο, αλλά να περάσει στο επίπεδο της πράξης, αλλάζοντας τις δομές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Η ταύτιση της Εκκλησίας με μια εθνική συνείδηση και μια κρατική δομή δημιουργεί τον κίνδυνο του εθνοφυλετισμού και των προβλημάτων που αυτός γεννά.

Οταν δεν έχει η Εκκλησία την ισχύ της κρατικής δομής, στέκεται διαφορετικά απέναντι στην ετερότητα.

Πράγματι, ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας και ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποτελούν κατεξοχήν παράδειγμα πρόσληψης της ετερότητας.

Σ’ αυτή την περίπτωση, η χριστιανική ταυτότητα διαλέγεται με διαφορετικές ταυτότητες, έχοντας ισχυρή αίσθηση αυτοσυνειδησίας, χωρίς όμως να κυριαρχεί το κριτήριο ποιος είναι καλύτερος ή χειρότερος.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι θρησκείες μπορούν να αποτελέσουν εκείνες τις «ανίσχυρες» δυνάμεις που συγκροτούν ενότητα και δίνουν στοιχεία ελευθερίας.

Αλλά και στην ελληνική Ορθοδοξία, οι προκλητικές φωνές δεν είναι ο κανόνας της Εκκλησίας, δεν εκφράζουν το σύνολό της.

Είναι φωνές προσωπικές, οι οποίες δημιουργούν προβλήματα επειδή είναι πάρα πολύ επίμονες.

Η επίσημη Εκκλησία δεν έχει εκφράσει απόψεις ξενοφοβικές ή αν το έχει κάνει, κάποιες ελάχιστες φορές, τούτο αποτελεί εξαίρεση στην πορεία της.

Νομίζω ότι τα επόμενα χρόνια θα είναι υποχρεωμένη η Εκκλησία να κινηθεί στην κατεύθυνση της πραγμάτωσης μιας ειρηνικής και ουσιαστικής κοινωνικής ζωής, αν θέλει να συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο και ταυτόχρονα να κινείται στο πλαίσιο του παραδείγματος του Χριστού.

Θα είναι κρίμα να μην αντλήσει από τον τεράστιο πλούτο της παράδοσης και των μνημείων του πολιτισμού της Ορθοδοξίας, αλλά από τις εξαιρέσεις αυτής της παράδοσης, που δεν είναι και οι καλύτερες και ενέχουν τον κίνδυνο να οδηγήσουν την Εκκλησία εκτός της Ιστορίας.

Ποιος είναι

Ο Χρυσόστομος Σταμούλης υπήρξε πρόεδρος του τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου για δύο θητείες, από το 2011 ώς το 2015.

Το συγγραφικό έργο του περιλαμβάνει δοκίμια θεολογικού περιεχομένου, ενώ μελέτες του έχουν δημοσιευτεί στα αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά, σερβικά, ρουμανικά και ρωσικά.

Ασχολείται επίσης με τη χορωδιακή μουσική και σύνθεση και έχει κυκλοφορήσει πέντε CD.

 

Πηγή: rodopinews.gr