γράφει ο Γιώργος Κάκαρης*, πρώτη δημοσίευση στις 12/7/2017, στην aplotaria.gr.

Αν μπορούσε να φτιάξει κανείς ένα “ετικετοσύννεφο” του δημόσιο λόγου στη Χίου τα τελευταία 20-30 χρόνια, η λέξη Τουρισμός θα ήταν ανάμεσα σε αυτές που θα ξεχώριζαν λόγω της επανάληψής τους. Ειδικά την περίοδο της κρίσης που διανύουμε, το αίτημα για “τουριστική ανάπτυξη” τίθεται στο τραπέζι των συζητήσεων από το “έξυπνο χρήμα” όλο και πιο συχνά, όλο και πιο επιτακτικά. Ωστόσο στις αναρίθμητες προτάσεις που κατά καιρούς έχουν λεχθεί για τον τουρισμό, δύσκολα μπορεί κανείς να εντοπίσει αναφορές που εστιάζουν σε πτυχές του τουρισμού, πέρα από τα οικονομικά οφέλη που μπορεί να προκύψουν από την τουριστική εκμετάλλευση.

Ο τουρισμός όμως, δεν είναι μόνο ένα οικονομικό φαινόμενο. Όπως συνηγορούν οι περισσότεροι μελετητές του τουρισμού και των επιπτώσεών του, βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων, ο τουρισμός αποτελεί μια πολυδιάστατη ανθρώπινη δραστηριότητα, με επιπτώσεις που δεν αναφέρονται μόνο στην οικονομία, αλλά και στην κοινωνία, το περιβάλλον, την πολιτική και τον πολιτισμό. Υπάρχουν πολλές σχετικές έρευνες ακαδημαϊκών δημοσιευμένες σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά, που δυστυχώς δεν χωρούν στις σελίδες των ΜΜΕ, με συνέπεια την αποσιώπηση από τον δημόσιο διάλογο πολλών συνεπειών του τουρισμού, που δικαιολογούν γιατί η τουριστική ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός.

Προβάλλεται κατά κόρον τελευταία ότι ο τουρισμός μπορεί να φέρει εύκολο χρήμα. Πράγματι έτσι είναι. Ωστόσο, αυτή είναι η μια πλευρά του νομίσματος. Τι γίνεται με την άλλη; Τι γίνεται με τις ευρύτερες συνέπειες στο ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον, στον πολιτισμό, στην οικονομία;

“Μια κατηγορία επιπτώσεων, συνήθως οι αρνητικές, αγνοούνται μέχρι σήμερα με αποτέλεσμα τα συνολικά οικονομικά οφέλη να είναι υπερεκτιμημένα. Αυτό είναι συνέπεια της αδυναμίας των μηχανισμών της αγοράς να λάβουν υπόψη τους τις επιδράσεις των παραγόντων της οικονομίας που βρίσκονται εκτός (εξωτερικότητες). Οι εξωτερικότητες αυτές έχουν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία αρνητικών εξωτερικών οικονομιών και κοινωνικού κόστους, που, με τη μορφή εξωτερικού προς τη τουριστική επιχείρηση κόστους, συντελούν στη μείωση της πραγματικής (καθαρής) ευημερίας της κοινωνίας στη περιοχή της οποίας αναπτύσσεται ο τουρισμός. Αντίθετα οι επιχειρήσεις που εξωτερικοποιούν μέρος του κόστους παραγωγής τους, αποκομίζουν οφέλη εφόσον η τιμή του τελικού προϊόντος που διαθέτουν στην αγορά παραμένει χαμηλή και έχουν συμφέρον για συνεχή επέκταση της παραγωγής τους μέσα στη προσπάθεια της μεγιστοποίησης των κερδών. Παράλληλα οι καταναλωτές των προϊόντων αυτών έλκονται από τη χαμηλή τους τιμή που τα κάνει ανταγωνιστικά και έχουν τη τάση για αυξημένη κατανάλωση γεγονός, που συνεπάγεται αυξημένες αρνητικές επιπτώσεις που πρέπει να επωμιστεί η περιοχή παραγωγής».

Απόσπασμα από άρθρο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αγαίου Γ. Σπιλάνη
σε ένα συνέδριο για την περιφερειακή ανάπτυξη

Τι λέει ο καθηγητής με απλά λόγια; Οι επαγγελματίες του τουρισμού επιδιώκουν την αύξηση του αριθμού των επισκεπτών και της κατανάλωσης για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, δημιουργώντας όμως έτσι μια σειρά από επιπτώσεις -ιδιαίτερα σημαντικές όταν μιλάμε για τις ευαίσθητες νησιωτικές περιοχές- που δεν βαρύνουν την επιχείρηση, αλλά επιμερίζονται στην κοινωνία: Περιβαλλοντική επιβάρυνση από τη ρύπανση, την αστικοποίηση, την εξάντληση των φυσικών πόρων, προβλήματα από την υπερσυγκέντρωση ατόμων και δραστηριοτήτων (έλλειψη πάρκινγκ, υποδομών, οπτική όχληση κ.α.), εμπορευματοποίηση της παράδοσης και άλλα πολλά που συντελούν στην υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης.

Τα τελευταία χρόνια, η διαπίστωση των παραπάνω δυσμενών συνεπειών, έβαλε στο μικροσκόπιο τις αμφίδρομες σχέσεις μεταξύ του τουρισμού, του περιβάλλοντος και της κοινωνίας, τόσο από τον ακαδημαϊκό κόσμο, όσο και από φορείς που σχεδιάζουν αναπτυξιακές πολιτικές. Ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε, οδήγησε τους επιστήμονες να επινοήσουν αρχικά την έννοια της “φέρουσας ικανότητας”, του αριθμού δηλαδή που “αντέχει” μια περιοχή χωρίς να υπάρχουν σοβαρές περιβαλλοντικές, κοινωνικές και πολιτιστικές επιπτώσεις και μετέπειτα του “βιώσιμου τουρισμού», που ενσωματώνει τις έννοιες της περιβαλλοντικής διατήρησης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικονομικής αποτελεσματικότητας και αποτελεί μια διαρκή προσπάθεια αναβάθμισής τους.

Μπορεί για κάποιους αυτά να είναι ψιλά γράμματα, να είναι ψευτοδίλημμα αν η Χίος χρειάζεται μαζικό ή αιφορικό τουρισμό, ωστόσο όπως και να το κάνουμε υπάρχει τουρισμός και… τουρισμός. Υπάρχουν καταλύματα ενταγμένα στον αστικό ιστό στη χώρα, στον Κάμπο, στα χωριά και υπάρχει ξενοδοχειακή μονάδα που έχει κλείσει την πρόσβαση σε μια όμορφη, μικρή παραλία του νησιού. Υπάρχει το Citrus, ο Πολυχώρος στο Άγιο Γάλας και το Μουσείο Μαστίχας, υπάρχουν και τα (κρυφά) σχέδια για τη δημιουργία καζίνο. Υπάρχει ξενοδοχείο που πρόσφατα κατασκεύασε νέα πανέμορφη πτέρυγα, ταιριαστή με την αισθητική και την παράδοση της περιοχής, αλλά χρησιμοποιεί λίγο πιο δίπλα παράνομο πάρκινγκ πάνω στον αιγιαλό για την εξυπηρέτηση των πελατών του. Υπάρχουν οι βιωματικές ξεναγήσεις στα Μαστιχοχώρια, οι πεζοπορίες στα Βόρεια και υπάρχουν και οι προτάσεις δημιουργίας δικτύου δρόμων 4 x 4 για την προσέλκυση μηχανοκίνητου τουρισμού. Υπάρχουν μονάδες που προσφέρουν στους επισκέπτες τους παραδοσιακό πρωινό με βάση τα τοπικά προϊόντα και υπάρχει και ο τουρισμός της ξαπλώστρας με milk shake και coca cola. Όλα αυτά συμβαίνουν γύρω μας, σε ένα νησί που τα μεγαλύτερα θέλγητρά του είναι το φυσικό περιβάλλον και ο πολιτισμός του. Ένα νησί που θεωρείται ακόμα παρθένο τουριστικά, που όμως είναι και φέτος αντιμέτωπο με τη λειψυδρία και ψάχνει να βρει λύσεις για ζητήματα όπως η διαχείριση των απορριμάτων και η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών.

Το παρόν κείμενο δεν στόχευε να παρουσιάσει τα κακώς κείμενα του τουρισμού, ούτε τις καλές πρακτικές συγκεκριμένων επαγγελματιών. Ήθελε απλά να σημειώσει ότι στον δημόσιο διάλογο για τον τουρισμό πρέπει να συμπεριληφθούν όλες οι πτυχές του, πέρα από την αδιαμφισβήτητη ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και της απασχόλησης. Αν ζητούμενο είναι ο σχεδιασμός του μέλλοντος του νησιού, χωρίς αφορισμούς, αλλά με νηφαλιότητα και στόχο την ευρύτερη κοινωνική ευημερία, τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος και την προστασία του πολιτισμού, στο τραπέζι των συζητήσεων πρέπει να τεθούν όλα τα δεδομένα που διαθέτει η επιστήμη και η εμπειρία και όχι μόνο κάποια αποπροσανατολιστικά success stories.

————
Ο Γιώργος Κάκαρης είναι κάτοικος Χίου.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ