Τα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας, φέρνουν αναπόφευκτα μνήμες από τα παλιότερα κύματα προσφύγων που έφθασαν στη χώρα μας. Η ανωτέρω φωτογραφία απεικονίζει έναν πρόχειρο καταυλισμό προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής στο χώρο του Θησείου, λίγες μόνο εβδομάδες μετά την άφιξή τους στην Αθήνα.

Αν και η Ελλάδα δεν ήταν ασυνήθιστη στα προσφυγικά ρεύματα (μόνο τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα είχε δεχθεί μεγάλο αριθμό Ελλήνων από διάφορες γωνιές των Βαλκανίων, της Ρωσίας, του Εύξεινου Πόντου, της Μικράς Ασίας, ακόμη και από τα –υπό ιταλική κατοχή, τότε- Δωδεκάνησα), το 1922 έφθασαν σε αυτήν γύρω στο 1.500.000 πρόσφυγες, αριθμός μεγαλύτερος από το ¼ του τότε πληθυσμού της. Γύρω στο 53% αυτών των προσφύγων εγκαταστάθηκαν σε αστικές περιοχές και οι υπόλοιποι σε αγροτικές.

Στο λιμάνι του Πειραιά χιλιάδες πρόσφυγες κατέφθαναν καθημερινά από το Σεπτέμβριο του 1922.  Έτσι η Αθήνα, η οποία κατά την απογραφή του 1920 είχε πληθυσμό 297.276 άτομα, βρέθηκε να φιλοξενεί στις αρχές Δεκεμβρίου γύρω στους 70.000 πρόσφυγες οι οποίοι στεγάστηκαν –ή πιο σωστά, στοιβάχτηκαν- πρόχειρα σε στρατώνες, πλατείες, δημόσια κτίρια, εκκλησίες, σχολεία, θέατρα, εργοστάσια, ακόμη και σε επιταγμένα ιδιωτικά κτίρια. (Είναι ενδεικτικό ότι μόνο στο Δημοτικό Θέατρο που υπήρχε τότε στη σημερινή πλατεία Κοτζιά, “φιλοξενήθηκαν” 1.300 άτομα…)

Τελικά, σύμφωνα με την απογραφή του 1928 στην Αθήνα εγκαταστάθηκαν  129.380 πρόσφυγες, αυξάνοντας τον πληθυσμό της κατά 40%, ενώ στον Πειραιά 101.185 πρόσφυγες εκτόξευσαν τον πληθυσμό κατά 74%. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας ανάμεσα στους πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της παραμονής τους στην Ελλάδα, λόγω των  άθλιων συνθηκών διαβίωσης και των ασθενειών, αντιλαμβανόμαστε ότι οι αριθμοί αυτοί δεν αποδίδουν πλήρως την πραγματικότητα…

Η άφιξη ενός τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων μέσα σε συνθήκες χάους σε μια χώρα εξαντλημένη οικονομικά και ψυχολογικά από χρόνια πολέμου και βαθιά διχασμένη πολιτικά και κοινωνικά, δεν δοκίμασε μόνο τις αντοχές και τις ανέκαθεν προβληματικές δομές του ελληνικού κράτους, αλλά προκάλεσε και έντονες αντιδράσεις από μεγάλη μερίδα των γηγενών. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, αρκεί να παραθέσουμε μια σχετική αναφορά του γνωστού πολιτικού Παναγιώτη Κανελλόπουλου: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρισε με συμπάθεια τους πρόσφυγες, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τούς έριξαν πάνω στα βράχια της Ελλάδος. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια. Το θυμούμαι και ανατριχιάζω.» (Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935: κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, Ρήγος Άλκης)

Μέσα σε αυτό το κλίμα, στα χρόνια που ακολούθησαν οι αρχές που είχαν αναλάβει την οικιστική αποκατάσταση των προσφύγων επέλεξαν ως λύση τη δημιουργία δορυφορικών προσφυγικών συνοικισμών σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τον τότε οικιστικό ιστό της Αθήνας και άλλων πόλεων.  Ήταν μια λύση που αφενός δημιουργούσε μια απόσταση ασφαλείας μεταξύ προσφύγων και γηγενών, αφετέρου ευνοούσε τη δημιουργία ζωνών βιοτεχνίας και βιομηχανίας που θα απορροφούσαν το προσφυγικό εργατικό δυναμικό. Έτσι, στην Αθήνα και στον Πειραιά δημιουργήθηκαν 12 κύριοι και 34 μικρότεροι τέτοιοι οικισμοί, με πιο γνωστούς τον Βύρωνα, την Καισαριανή, τη Νέα Ιωνία, τον Ταύρο, τη Νέα Φιλαδέλφεια, τη Νέα Σμύρνη, τη Νίκαια, τη Δραπετσώνα, την Κοκκινιά, το Αιγάλεω και το Περιστέρι…

———-

Σημείωση από τη σύνταξη: φτάσαμε σε αυτό το link περιπλανούμενοι ως ομάδα στο νέο ενδιαφέρον webproject με τον τίτλο “Γίνε μέρος της λύσης – Be part of the solution”. Περιπλανηθείτε κι εσείς στο πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα εδώ.

 

 

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ