Η μαζική διαδήλωση στη Βαρκελώνη (πάνω από 500.000 άτομα), ως απάντηση στα γεγονότα της 17ης Αυγούστου στην Βαρκελώνη και την Καμπρίλς, υπό το σύνθημα «δεν φοβόμαστε», ήταν γεμάτη από διαμαρτυρίες, διεκδικήσεις και εκπλήξεις που πήγαιναν πιο πέρα από τα ίδια τα γεγονότα.

Οι διαμαρτυρίες, που στόχευαν στο να αποδώσουν ευθύνες στις πολεμοχαρείς πολιτικές που βρίσκονται πίσω από τις επιθέσεις, υπερβαίνουν και ξεπερνούν αυτό που θα μπορούσε να είναι μια πράξη παρακινημένη από την ισλαμοφοβία, ή να στοχεύει στο να ρίξει ευθύνες σε μια θρησκεία, σε έναν πολιτισμό ή σε μια χώρα. Η κοινωνία της Καταλονίας δεν δέχθηκε να πέσει σε αυτή την παγίδα. Η ευθύνη δεν αφορά τη θρησκεία, αλλά τις πολιτικές που εφαρμόζονται στην υπηρεσία της στρατιωτικοποίησης και που έχουν άμεση σχέση με την παγκοσμιοποίηση του φόβου. Η πληροφορία που διαδόθηκε στον πληθυσμό, ρίχνει ευθύνες σε ανθρώπους, όπως ο Φίλιππος ο 6ος, που πουλούν όπλα στη Σαουδική Αραβία.

 

Τα σφυρίγματα της αποδοκιμασίας στην εκπροσώπηση του βασιλικού οίκου και στην παρουσία ορισμένων πολιτικών ακούστηκαν σε όλο το πλάτος της Passeig de Gracia και την Plaza Catalunya κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης. Το γεγονός της αποδοκιμασίας στην παρουσία του Βασιλιά ήταν η αιτία που ώθησε 170 φορείς και πλατφόρμες που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και άλλους να οργανώσουν μια διαδήλωση που, παρότι έλαβε χώρα μαζί με την κεντρική, καλούσε σε συγκέντρωση μια ώρα νωρίτερα με κεντρικό σλόγκαν «Οι δικές σας πολιτικές – οι δικοί μας νεκροί» και η οποία προσκαλούσε να συγκεντρωθεί ο κόσμος ντυμένος θαλασσί.

 

Τα αιτήματα εναντίον του τρόμου και του φόβου και η υπεράσπιση κάθε ανθρώπινου όντος ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις του, έχουν ενταχθεί στις πολυάριθμες πράξεις αλληλεγγύης που γίνονται προς τη μουσουλμανική κοινότητα αλλά και για τη στήριξη σε όλους εκείνους που δούλεψαν για να ξεπεραστούν οι συνέπειες των επιθέσεων.

Αυτή όμως επίσης ήταν μια περίεργη διαδήλωση. Δεν θύμιζε ιδιαίτερα τις προηγούμενες. Χιλιάδες κόκκινα και κίτρινα τριαντάφυλλα μοιράζονταν στους συμμετέχοντες. Τα τριαντάφυλλα ήταν συμβολική πράξη ευγνωμοσύνης καθώς ο στόχος δεν ήταν μόνο να διαδηλώσει ο κόσμος. Επρόκειτο μάλλον για μια πράξη υπερβατική, όπου οι αγκαλιές, οι ευχαριστίες και η συγκίνηση εξαφάνιζαν κάθε πολιτιστική διαφορά. Οι πρωταγωνιστές δεν ήταν οι πολιτικοί αλλά ο κόσμος. Δέκα μέρες μετά τις επιθέσεις η κοινωνία της Καταλονίας απαντά με έναν απρόβλεπτο τρόπο: η αγάπη ξεπερνά την οργή. Σαν τα θύματα να μην ήταν μόνο όσοι σκοτώθηκαν από το φορτηγό, αλλά κι αυτοί που επιτέθηκαν (μπορούμε να πούμε οι δολοφόνοι), που ζωντανοί ή νεκροί, αποτέλεσαν το αποτέλεσμα μιας παράλογης κοινωνίας. «Μας λείπουν 8 μωρά στο Ripoll», δήλωσε ένας γείτονας που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτά τα μωρά ή οι 17 έως 20 χρονών έφηβοι, θα μπορούσαν ποτέ να διαπράξουν τέτοια βιαιότητα. Δεν είναι η στιγμή τώρα να το συζητήσουμε, αξίζει όμως απλώς να το αναφέρουμε, πόσο σημαντικό θα ήταν να υπερασπιστούμε το δικαίωμα που είχαν αυτοί οι έφηβοι, αυτοί οι δολοφόνοι που πυροβολήθηκαν, σε μια δίκαιη δίκη όπως αρμόζει σε κάθε άνθρωπο, μια δίκη που δεν θα διαπνέεται από τιμωρία και ρεβανσισμό αλλά θα βοηθούσε στην κατανόηση. Όμως αυτό ήδη δεν είναι εφικτό για τους νεκρούς.

 

Επρόκειτο επίσης για μια περίεργη διαδήλωση γιατί σε αυτό το πλαίσιο αγάπης, οι δυνάμεις ασφαλείας, που μέχρι σήμερα έχουν συγκεντρώσει τόσες επικρίσεις από την ίδια αυτή κοινωνία που σήμερα στηρίζει το σλόγκαν «δεν φοβόμαστε», έγιναν υποστηρικτές της, ήρωες που τους αγκάλιαζαν, τους ευχαριστούσαν και τους χειροκροτούσαν.

 

Αλλά αν κάτι πρέπει να ξεχωρίσουμε, περιμένοντας την κατεύθυνση αυτών των γεγονότων και τις απαντήσεις των πολιτών στο μέλλον, είναι ότι η κοινωνία γνωρίζει ότι η αιτία δεν ήταν οι μουσουλμάνοι και ότι το μίσος και ο φόβος που επιθυμούν να σκορπίσουν οι έμποροι όπλων και όσοι ενορχηστρώνουν τους πολέμους δεν θα περάσει στην κοινωνία της Καταλονίας. Γιατί με μια κραυγή φωνάζουμε πως «Δεν φοβόμαστε”.