Την Πέμπτη 25 Μαΐου ο σύλλογος οροθετικών Ελλάδας, Θετική Φωνή, διοργάνωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα ημερίδα για την εργασία στο σεξ. Όπως ειπώθηκε πάνω από 10 φορές στην αίθουσα επρόκειτο ουσιαστικά για την επανεκκίνηση του διαλόγου γύρω από την εργασία στο σεξ. Ο διάλογος είχε μείνει στα «κρύα του λουτρού» μετά την πρόταση τροποποίησης του Ν. 2734/1999, που είχε καταθέσει ο Ν. Μπίστης το 2004 για να ρυθμιστεί η εργασία στο σεξ. Θυμίζουμε πως είναι τόσες και τέτοιου είδους οι απαγορεύσεις που θέτει ο εν ισχύ νόμος που ουσιαστικά ωθούνται στην παράνομη λειτουργία πάνω από 500 χώροι, ενώ αντίθετα άδεια έχουν από 5 έως 10 καταστήματα παροχής υπηρεσιών στο σεξ ή αλλιώς – κάνοντας χρήση του γνωστού όρου – οίκοι ανοχής. Αν σκεφτεί κανείς το ειδικό καθεστώς «ανοχής» που διέπει σήμερα αυτούς τους χώρους, δηλαδή την «προστασία» που πληρώνουν στα κρατικά κυκλώματα για να τους αφήνουν να λειτουργούν, πράγματι ο όρος «οίκοι ανοχής» είναι ο πιο σωστός.

Η συζήτηση που χρόνια κυριαρχεί γύρω από αυτό το θέμα είναι το αν η πορνεία (όρος που κατά δήλωση των ίδιων των εργαζόμενων στο σεξ που παραβρίσκονταν στην προχτεσινή εκδήλωση δεν χαρακτηρίζει το επάγγελμά τους) μπορεί να θεωρηθεί εργασία ή αποτελεί καταναγκασμό. Μια γυναίκα ή ένας άντρας μπορεί να «πουλά το κορμί του/της» από επιλογή; Μήπως το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων που εργάζονται παρέχοντας σεξουαλικές υπηρεσίες, είναι θύματα σωματεμπορίας; Υπάρχει τελικά ποσοστό που επιλέγει να ζήσει από αυτό το επάγγελμα; Υπάρχουν άνθρωποι που εξαιτίας της φτώχειας ή της κατάστασης που έχουν περιέλθει άλλα επαγγέλματα και του σημαντικού υποβιβασμού των αποδοχών τους τελικά αποφασίζουν να εργαστούν στο σεξ; Ποιες απαντήσεις οφείλει να δώσει η Πολιτεία στα παραπάνω ερωτήματα και ποιος είναι ο ρόλος της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών;

Εφόσον υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που εργάζονται στο σεξ, η Πολιτεία οφείλει να τους προστατεύσει, δίνοντάς τους ένα πλαίσιο λειτουργίας που να τους βοηθά να αναγνωριστούν  ως εργαζόμενοι – με δικαιώματα και υποχρεώσεις – και να μην είναι έρμαια του κάθε ιδιοκτήτη ή των κυκλωμάτων. Ασφάλεια, ιατροφαρμακευτική πρόσβαση και περίθαλψη, ωράριο, συνθήκες που να ευνοούν την παροχή υπηρεσιών στους εργασιακούς χώρους, υγειονομικά στάνταρ και άδειες εργασίας εθνικής εμβέλειας. Αυτά θα βοηθήσουν αρχικά γυναίκες και άντρες που εργάζονται στο σεξ να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους με αξιοπρέπεια και κατά συνέπεια θα καλλιεργηθεί και η αξιοπρέπεια γενικότερα. Μπορεί ένα νομοθετικό πλαίσιο που αναγνωρίζει την αξιοπρέπεια στον εργασιακό χώρο να αλλάξει αυτόματα συμπεριφορές; Όχι. Μπορεί όμως να συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση και κάθε τέτοια συμβολή την έχουμε ανάγκη ως κοινωνία.

Αν η Πολιτεία προστατεύσει την εργασία στο σεξ σήμερα θα έχουμε κάνει ένα μικρό αλλά σημαντικό βήμα. Θα μας λείπει όμως το μεγαλύτερο και το δυσκολότερο: πώς θα εξαλείψουμε τη φτώχεια που οδηγεί τους ανθρώπους να εξαναγκάζονται να επιλέξουν ένα επάγγελμα ή συνθήκες διαβίωσης που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα τα επέλεγαν; Προχτές ο Thierry Schaffauser από την οργάνωση «International Committee on the Rights of Sex Workers in Europe»  σχολιάζοντας ακριβώς αυτό το σημείο μίλησε για παγκόσμιο εγγυημένο εισόδημα και ζήτησε από την οργανωμένη κοινωνία των πολιτών και τους πολιτικούς εκπροσώπους να δουλέψουν προς αυτή την κατεύθυνση. Να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της φτώχειας και των ανισοτήτων παγκοσμίως και να ζητήσουν εγγυημένο εισόδημα για όλους/ες, δηλαδή αλλαγή των προτεραιοτήτων των σημερινών καπιταλιστικών κοινωνιών. «Ε, μα αυτό δεν γίνεται», θα σπεύσουν ορισμένοι. Κι όμως η αντιμετώπιση της φτώχειας και η εγγύηση εισοδήματος είναι μέρος της λύσης, αν αποφασίσουμε να μην στρέψουμε το βλέμμα μας μυωπικά ή καιροσκοπικά στις ανάγκες του κόσμου. Η απελευθέρωση από τους εξαναγκασμούς στους οποίους μας οδηγούν τα αδιέξοδα των κοινωνιών δεν αντέχει πολιτικά «ταμπού». Μόνο έτσι θα δώσουμε πραγματικά τη δυνατότητα σε όσους/ες επιθυμούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο σεξ ελεύθερα, να το κάνουν. Ως Πολιτεία και ως οργανωμένη κοινωνία πολιτών, επομένως, έχουμε στόχους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους. Μένει τώρα να δούμε αν έχουμε και τη βούληση.