Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στις 23 Απριλίου, φέρνει αντιμέτωπους έντεκα υποψήφιους με πολύ διαφορετικές απόψεις. Αυτή η πολυφωνία έχει επισκιαστεί από δικαστικές υποθέσεις και τα μέσα ενημέρωσης αφιερώνουν αδιάκοπα χρόνο σε δημοσκοπήσεις. Παρ ‘όλα αυτά, η βαθύτατα αντιδημοκρατική φύση των γαλλικών και ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτή από τον κόσμο. Αλλά η «μετάφραση» αυτής της νέας συνείδησης σε εκλογικό αποτέλεσμα κινδυνεύει από την παγίδα της «χρήσιμης ψήφου», που θα μπορούσε να επιλεγεί για να δείξει την αντίθεση με την άκρα δεξιά που δηλώνει λάτρης της παγκοσμιοποίησης.

Μπαίνουμε σε μια νέα πολιτική εποχή, όταν πολλές προτάσεις αρχίζουν με «Θα είναι η πρώτη φορά που …» και φαίνεται να ανακοινώνουν ενδεχόμενα που ήταν αδιανόητα στο παρελθόν. Την άνοιξη του 2017, οι γαλλικές προεδρικές εκλογές σηματοδοτούν την πρώτη φορά που κανείς δεν αναρωτιέται πια για την παρουσία του Εθνικού Μετώπου (FN) στο δεύτερο γύρο: ακόμα χειρότερα, αναρωτιόμαστε για το τι θα συμβεί σε περίπτωση νίκης του. Είναι η πρώτη φορά που κανείς δεν υπερασπίζεται τα αποτελέσματα μιας πενταετούς θητείας, παρά το γεγονός ότι δύο πρώην υπουργοί του απερχόμενου προέδρου, ο Αμόν (Σοσιαλιστικό Κόμμα, PS) και ο Μακρόν (En marche!) συμμετέχουν στις εκλογές. Είναι η πρώτη φορά που οι υποψήφιοι του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της δεξιάς που κυβέρνησαν τη Γαλλία συνεχώς από τις αρχές της Πέμπτης Δημοκρατίας, θα μπορούσαν να τεθούν εκτός εκλογής από τον πρώτο γύρο.

Επίσης μάταια μπορεί κανείς να αναζητήσει στο παρελθόν μια προεκλογική εκστρατεία όπως αυτή, που να έχει ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ από βομβαρδισμό πληροφοριών για συνεχείς αποκαλύψεις σκανδάλων ή για δικαστικές υποθέσεις. Αυτό οδηγεί σε μια γενική αδυναμία να εστιάσει κανείς για 24 ώρες σε ένα σημαντικό θέμα. Και σίγουρα δεν έχει ξανασυμβεί σε κανένα προηγούμενο πολιτικό, που εξακολουθεί να επιδιώκει το υψηλότερο αξίωμα, να του ασκηθεί ποινική δίωξη για υπεξαίρεση παρά το γεγονός ότι διακηρύσσει ευθαρσώς ότι η Γαλλία βρίσκεται εδώ και μια δεκαετία σε πτώχευση.

Η παραίτηση του απερχόμενου Προέδρου από το δικαίωμα να διεκδικήσει μια δεύτερη συνεχόμενη θητεία, γίνεται αφετηρία για την αποκάλυψη όλων αυτών των διαταραχών. Ολοκληρώνοντας την πενταετία του ο Φρανσουά Ολλάντ βλέπει τον εαυτό του να είναι ο πιο αντιλαϊκός αρχηγός κράτους της Πέμπτης Δημοκρατίας, ενώ έπεται της αντίστοιχης αίσθησης που είχε ο προκάτοχός του Νικολά Σαρκοζί.

Τον Ιούνιο του 2012, για πρώτη φορά στην ιστορία του, το PS έλεγχε στην πραγματικότητα την Προεδρία της Δημοκρατίας, την κυβέρνηση, την Εθνοσυνέλευση, τη Γερουσία, 21 από τις 22 μητροπολιτικές περιοχές, 56 από τα 96 τμήματα και 27 από τις 39 πόλεις πάνω από 100 000 κατοίκους.

Πώς αξιοποίησε τη δύναμη αυτή όμως ο Ολλάντ; Ήταν αυτός που κύρηξε το κράτος σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, έμπλεξε τη Γαλλία σε πολλές συγκρούσεις εκτός εδαφών, ενέκρινε τη δολοφονία απλών υπόπτων μέσω drone. Ο ίδιος άλλαξε τον εργασιακό νόμο, αναγκάζοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να δεχθεί έναν νόμο που ο ίδιος είχε απορρίψει. Γι αυτή την εργασιακή αλλαγή ούτε εκείνος ούτε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είχαν πάρει πράσινο φως από το λαό. Για να μην αναφερθούμε στην αναμόρφωση του διοικητικού συμβουλίου των γαλλικών περιφερειών, που ο αρχηγός του κράτους επανασχεδίασε μέσα από το γραφείο του στα Ηλύσια πεδία.

Να λοιπόν ποιος εγείρει τη συζήτηση για το θέμα των θεσμικών οργάνων της Πέμπτης Δημοκρατίας, που οι Αμόν και Μελενσόν δεσμεύτηκαν να επαναφέρουν σε λειτουργία και που οι Φιγιόν, Μακρόν όπως και η Λεπέν δεν φαίνεται να ανησυχούν. Δεν υπάρχει άλλη δυτική δημοκρατία με τέτοια συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια ενός. Πέρα από το πραγματικό κίνδυνο, ότι μια μέρα θα βρεθεί αρχηγός κράτους ένας θερμοκέφαλος, όλες οι ηχηρές διακηρύξεις για μια Γαλλική Δημοκρατία, είναι σε αντίθεση με τη διαπίστωση της Προεδρίας Ολλάντ: έκανε μοναχική άσκηση εξουσίας ενισχύοντας ακόμα περισσότερη την ήδη απεριόριστη δύναμη του αξιώματός του για να ποδοπατήσει τις δεσμεύσεις της εκστρατείας του, από την οποία είχε πάρει την εντολή του κυρίαρχου λαού.

 

Διαβάστε όλο το άρθρο στα γαλλικά, εδώ.

 

 

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ