Η πολυγλωσσία που χαρακτηρίζει την Περιφέρεια του Δυτικού Καμερούν είναι άτυπη, διότι δημογραφικά, ορισμένες γλώσσες μιλιούνται από λιγότερο από έξι χιλιάδες κατοίκους.

Το ζήτημα της γλώσσας είναι κάτι που επανέρχεται συχνά στο Καμερούν, αλλά αυτό το ζήτημα είναι οξύτερο στη δυτική χώρα. Ορισμένα δυτικά χωριά του Καμερούν δεν αναγνωρίζουν την Ghomala, τη μητρική γλώσσα που χρησιμοποιείται στην περιοχή. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η Ghomala είναι μια σύνθετη λέξη από ένα ουσιαστικό που σημαίνει «λέξη» (Ghom), ένα άρθρο που αναφέρεται σε θηλυκό ή ουδέτερο και, τέλος, από ένα άλλο ουσιαστικό που αναφέρεται στη λέξη «χωριό». Κυριολεκτικά, σημαίνει «η λέξη των κατοίκων του χωριού».

Πρόσφατα, μια οργάνωση της πνευματικής ελίτ στην περιοχή Bandenkop, πραγματοποίησε μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με σκοπό να αναδείξει τις δυνατότητες των ghomabé, ως μητρική γλώσσα του πληθυσμού αυτού. Οι εμπνευστές της συνεδρίασης ήθελαν να αποδείξουν ότι η ghomabé είναι μια γλώσσα από μόνη της όπως η Ghomala, και ότι οι δύο τους είναι ξεχωριστές γλώσσες.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις τέσσερις γλωσσικές περιοχές της περιφέρειας, η ghomabé είναι μια διάλεκτος της Ghomala με βάση το γεγονός ότι τα χωριά Bafoussam και Baleng μιλούν την «βόρεια» Ghomala, τα χωριά Bamougoum, Bafounda, Bamendjou, Bameka και Bansoa μιλούν την «δυτική» Ghomala, τα χωριά Bâtie, Fotouni, Bametchouetcha, Bangam, BAPA και Bandenkop μιλούν την «νότια» Ghomala, ενώ τα χωριά Baham Bahouan, Bayangam και Bandjoun μιλούν την «κεντρική» Ghomala την οποία η φυλή Bandjoun από γλωσσική ηγεμονία ονομάζει Ghomala DJO.

Αυτή η ποικιλία των γλωσσών στην περιοχή προστίθεται σε μια άλλη ποικιλομορφία, αυτή που σχετίζεται με το μέγεθος της γεωγραφικής τους επέκτασης. Μερικές μητρικές γλώσσες έχουν πολύ περιορισμένη έκταση, μερικές φορές περιορίζονται σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που κατοικούν στα βουνά, σε κοιλάδες, ή στο χωριό ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές. Άλλες γλώσσες από την άλλη, εκτείνονται σε τεράστιες εκτάσεις και μερικές φορές ξεπερνούν και τα σύνορα.

Αυτή η αφθονία γλωσσών δικαιολογεί την απουσία μιας εθνικής γλώσσας στα εκπαιδευτικά συστήματα της συγκεκριμένης περιοχής αλλά και στο Καμερούν γενικότερα. Περισσότερα από 50 χρόνια μετά την ανεξαρτησία, οι αποικιακές γλώσσες που «κληρονόμησαν», δηλαδή τα γαλλικά και τα αγγλικά, παρέμειναν οι μόνες γλώσσες διδασκαλίας.

Οι έρευνες, τα εθνικά και διεθνή συνέδρια και σεμινάρια για την εισαγωγή της εκμάθησης της μητρικής γλώσσας στο εκπαιδευτικό σύστημα υπήρξαν ανεπιτυχείς ως αυτή τη στιγμή, ενώ πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα όπως το πώς μπορεί να οργανωθεί η γλωσσική και οπτική επικοινωνία των μειονοτικών ομάδων, ώστε να εγκαταλείψουν τη γλώσσα τους υπέρ της μίας κοινής που θα επιλεγεί; Πώς να μπορεί να προωθηθεί μία ποιοτική και προσιτή στον πληθυσμό της ενδοχώρας εκπαίδευση; Τι (ποιες) γλώσσα (-ες) θα πρέπει να προωθηθούν και να διδαχθούν; Πώς μπορεί να διασφαλιστεί η γλωσσική πολυμορφία που αποτελεί, ωστόσο, πλούσια κληρονομιά της χώρας;

Αυτή η γλωσσική διαμάχη παραμένει ανεξέλεγκτη από το Κράτος λόγω της αργής διαδικασίας για την τυποποίηση των ιθαγενών γλωσσών. Το υπουργικό διάταγμα αριθ. 07/4905/MINESUP/CAB/IGA/cm της 9ης Νοεμβρίου 2007 που σηματοδοτεί την επισημοποίηση της εισαγωγής των διαφορετικών γλωσσών του Καμερούν στο εκπαιδευτικό σύστημα, είναι ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός για την ανάπτυξη της γλωσσικής πολιτικής στη χώρα.

Ωστόσο, θα είναι εξαιρετικά σημαντικό όλοι οι ενδιαφερόμενοι γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, να μπορέσουν να συνεργαστούν για να παράγουν ένα έγγραφο που θα είναι αναφορά για την τυποποίηση της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας της χώρας.