Της Judith Meyer

Η νίκη του Τραμπ είναι το δεύτερο γεγονός μέσα σε λίγους μήνες που βύθισε το κατεστημένο στο φόβο και τη σύγχυση. Το πρώτο, ασφαλώς, ήταν το Brexit. Αυτά τα δύο αποτελέσματα έμοιαζαν αδύνατα. Και στις δυο περιπτώσεις ήταν αυτογκόλ: οι πολιτικοί θέλησαν να εξασθενίσουν τον αντίπαλο, και κατέληξαν να αυτοπυροβοληθούν.

Στην περίπτωση του Brexit, ο Ντέιβιντ Κάμερον θέλησε να ενισχύσει την ηγεσία του αναμένοντας από το λαό να απορρίψει την έξοδο από την ΕΕ. Διόγκωσε τον ευρωσκεπτικισμό που υπήρχε ήδη στο Ηνωμένο Βασίλειο, απαίτησε παραχωρήσεις εκ μέρους των Βρυξελλών, ανακοίνωσε το δημοψήφισμα –και ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να ελέγξει το κύμα του λαΪκού θυμού που ο ίδιος βοήθησε να πυροδοτηθεί.

Στην περίπτωση του Τραμπ, ξέρουμε ότι το επιτελείο της Χίλλαρυ Κλίντον ενίσχυσε μυστικά την υποψηφιότητα του Τραμπ ενάντια στους άλλους υποψήφιους στις προκριματικές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, θεωρώντας τον έναν από τους τρεις υποψήφιους που η πλειοψηφία του κόσμου θα δυσκολευόταν περισσότερο να δεχτεί. Δεν περίμεναν ότι θα πείσουν τον κόσμο για την αξία της δικής τους υποψήφιας -είχαν, αναμφίβολα, συνείδηση τού ότι η Χίλλαρυ Κλίντον αντιπροσωπεύει όσα απεχθάνεται ο μέσος Αμερικάνος- ήθελαν εκ των προτέρων να δημιουργήσουν μια κατάσταση στην οποία η εναλλακτική λύση θα ήταν τόσο αδιανόητη που κάθε λογικός ψηφοφόρος θα έπρεπε να συνταχθεί με τη Χίλαρυ. Και πράγματι, πολλοί αριστεροί που διαφωνούν με τη Χίλαρυ σχεδόν σε όλα τα θέματα δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να συστήσουν: «Αν ζείτε σε μια από τις αναποφάσιστες πολιτείες, κλείστε τη μύτη σας και πηγαίνετε να ψηφίσετε τη Χίλαρυ». Ωστόσο, το αμερικάνικο κατεστημένο δεν μπόρεσε να ελέγξει το κύμα του θυμού που το ίδιο βοήθησε να πυροδοτηθεί.

Θα μπορούσαμε, επίσης, να προσθέσουμε μια τρίτη περίπτωση: του έλληνα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, που πέρυσι οργάνωσε ένα δημοψήφισμα για να τον υποχρεώσει ο λαός να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της τρόικα (αναμένοντας ένα ΝΑΙ, αλλά υποστηρίζοντας φαινομενικά την πλευρά του ΟΧΙ). Αν και ο λαϊκός θυμός δεν κατευθύνθηκε προς κάτι καταστροφικό σ’ αυτήν την περίπτωση, τόσο ο ίδιος ο Τσίπρας, όσο και τα ΜΜΕ που ελέγχονται από την ελληνική ολιγαρχία,  που όλα κοπίασαν υπέρ του ΝΑΙ και προέβλεψαν μια νίκη του ΝΑΙ, ήρθαν αντιμέτωπα με μια δυσάρεστη έκπληξη μετά την προσπάθειά τους να χειραγωγήσουν τον πληθυσμό σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. (Στην προκειμένη περίπτωση, τίποτα δεν άλλαξε, μια και η ΕΕ σύνεθλιψε χωρίς έλεος την ελληνική δημοκρατία λίγες μέρες μετά από αυτήν την ενοχλητική ψηφοφορία).

Γιατί απέτυχαν αυτά τα τρία σχέδια; Αφενός εξαιτίας μιας βαθιάς δυστυχίας και αφετέρου μιας εξίσου βαθιάς δυσπιστίας.

Ακούμε να μιλούν γι’ αυτήν τη δυστυχία σχεδόν σε όλα τα άρθρα που γράφτηκαν και γράφονται μετά από καθεμιά από αυτές τις αποτυχίες: η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά έχουν συμμαχήσει τα τελευταία 20 χρόνια για να επιβάλλουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές που έχουν επιδεινώσει τις συνθήκες της ζωής στο 80% του πληθυσμού. Οι όλο και περισσότεροι άνεργοι και οι επισφαλείς εργαζόμενοι είναι οι πρώτες στοχοθετημένες ομάδες των καινούριων αντικαθεστωτικών εθνικιστών που δεν τους βρίσκουμε μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Γερμανία και σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες (μια «Εθνικιστική Διεθνής).

Θα ήταν, ωστόσο, μεγάλο λάθος το να πούμε πως μόνο οι φτωχοί (που συχνά συσχετίζονται με τους απαίδευτους) ψηφίζουν αυτά τα κόμματα. Οι πολιτικές που εφαρμόζονται έχουν τόσο ευνοήσει μόνο τα συμφέροντα του 1% που ακόμη και η μεσαία τάξη δεν αισθάνεται πλέον ασφαλής. Πολλοί γερμανοί εθνικιστές προέρχονται από τη μεσαία τάξη, ή από την πρώην μεσαία τάξη, όπως και πολλοί από τους ψηφοφόρους του Τραμπ.

Τα τελευταία χρόνια, ή καλύτερα τις τελευταίες δεκαετίες, το κατεστημένο κατάφερνε να απορροφήσει ττο μεγαλύτερο μέρος των ψήφων όλων όσοι ένιωθαν προδομένοι και εγκατελλειμένοι από την εκάστοτε κυβέρνηση. Οι ψηφοφόροι περνούσαν απλά από το ένα κόμμα στο άλλο. Ο Μπαράκ Ομπάμα νίκησε όντας ένας υποψήφιος του κατεστημένου που υποσχόταν την Αλλαγή. Ωστόσο, τώρα πια, η «μικροπολιτική» πολιτική, που εξυπηρετεί τα ιδιαίτερα συμφέροντα, έχει σε τέτοιο σημείο διαβρώσει την εμπιστοσύνη του κόσμου που δεν πιστεύει πλέον ότι ΚΑΝΕΙΣ πολιτικός του κατεστημένου θα υπηρετήσει τα συμφέροντα του, με εξαίρεση, ίσως, των αουτσάιντερ όπως ο Ντόναλντ Τραμπ. (Στην πραγματικότητα, ο Ντόναλντ Τραμπ, όπως και ο βρετανός Μπόρις Τζόνσον, ανήκει στην κυρίαρχη τάξη, αλλά κατάφερε να πείσει ότι είναι αντικαθεστωτικός. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει το τυπικό προφίλ που η πολιτική μηχανή θα επέλεγε για την κούρσα της προεδρίας).

Ταυτοχρόνως, ένα κομμάτι του κόσμου αρχίζει να βλέπει τις ανεπάρκειες του πολιτικού μας συστήματος που έχουν επιτρέψει στους πολιτικούς του κατεστημένου να συνεχίζουν να περνάνε την μπάλα οι μεν στους δε χωρίς να εργάζονται για το λαό. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, 43% των Ευρωπαίων δεν είναι απλώς δυσαρεστημένοι από τις κυβερνήσεις τους, είναι δυσαρεστημένοι από τη δημοκρατία στη χώρα τους. Καταλαβαίνουν ότι το να απαντάνε σε ένα ερωτηματολόγιο πολλαπλών επιλογών κάθε τέσσερα χρόνια είναι ένα τελείως ακατάλληλο μέσο επηρεασμού της πολιτικής, ιδιαίτερα εφόσον τα κόμματα κάνουν ο,τι μπορούν για να κρατήσουν κρυφές τις προθέσεις τους ή ψεύδονται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.

Για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κόσμου στο πολιτικό σύστημα και να επανέλθουμε σε «λογικά» εκλογικά αποτελέσματα, μια βραχυπρόθεσμη λύση θα ήταν να βρούμε υποψήφιους που εργάζονται για το 99%, υποψήφιους όπως ο Μπέρνι Σάντερς. Ωστόσο, έχοντας ως δεδομένο τη διαβρωτική επίδραση του χρήματος και της εξουσίας, πρέπει επίσης να εξετάσουμε λύσεις που εξαρτώνται λιγότερο από την καλή θέληση ενός υποψηφίου: μεταρρυθμίσεις που εναποθέτουν περισσότερη δύναμη στα χέρια του κόσμου, δύναμη για να καταλαβαίνουν και να ελέγχουν όσα κάνουν οι πολιτικοί τους στα χρόνια μεταξύ δύο προεκλογικών εκστρατειών, έτσι ώστε οι δημοκρατίες μας να κυβερνώνται από το λαό.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ