Υπήρξα παιδί που δεν άκουσε παραμύθια. Μεγάλωσα περίκλειστη στο κουκούλι μιας βαριάς σιωπής. Από το Καρς η γιαγιά Ειρήνη, από τη Νίγδη ο παππούς Ιωσήφ, μετέφεραν τα ανείπωτα της προσφυγιάς. Δεν μας αφηγήθηκαν ποτέ τίποτα. Ούτε καλό, ούτε κακό. Βαθιές πληγές και τα δυο. Τα έκλεισαν ερμητικά μέσα τους. Δεν τα χωρούσαν τα λόγια. Μόνο που περίσσευε ο πόνος και η ξενιτειά στα μάτια τους, όσο τα ανεπίδοτα κλείδωναν τα εσώψυχά τους. Μας κληροδότησαν αυτή την σιωπή-παμπάλαιη κασέλα όπου στριμώξαμε και τα δικά μας εφτασφράγιστα της ψυχής, δίχως ένα κλειδί να την ξεκλειδώσουμε, να ελευθερωθούμε. Πρώτη φορά άκουσα παραμύθι -πολύ μεγάλη πια- από την Λίλη Λαμπρέλλη[1] σε μια βραδιά αφήγησης. Μαγικά κι απροσδόκητα, μου «φανέρωσε» το κλειδί του συμβολικού λόγου, αυτό που αναρίθμητα χρόνια σμιλεύει η πολύπαθη γενιά των ανθρώπων με την προφορική παράδοση. «Φτου ξελευτερία!» Έκτοτε κρατώ στον κόρφο φυλαχτό, το μαγικό κλειδί του παραμυθιού που ξεκλειδώνει τα ανείπωτα.
Συναντηθήκαμε με την παραμυθού, Λίλη Λαμπρέλλη, και μιλήσαμε για το κρυφό νόημα του παραμυθιού και την αφήγησή του.

Λίλη, γιατί λες παραμύθια;
Με παρασύρει, η «συν-κίνηση» με όλους όσους είπαν αυτές τις αρχέγονες ιστορίες πριν από μας κι εκείνους που θα τις λένε για χρόνους και καιρούς μετά από μας. Η αόρατη συντεχνία των παραμυθάδων που μου κρατάει το χέρι. Δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά έχω τη βεβαιότητα ότι θα είναι ζωντανά όσο είναι ζωντανή η ανθρωπότητα και ο φωνούμενος λόγος. Ακόμα κι αν γίνει μια τεράστια καταστροφή στον πλανήτη, αυτές οι ιστορίες θα επιζήσουν του γραπτού λόγου και της ψηφιακής εικόνας γιατί είναι λόγια πολλών ανθρώπων -αν όχι όλων, δεν μεταφέρουν απλά πληροφορίες, αλλά το «ουσιώδες» για τη ζωή και τον θάνατο.

Ποια η λειτουργία των παραμυθιών σήμερα που η εικόνα και η πληροφορία βασιλεύουν;
Η δύναμή τους βρίσκεται και στο ά-λογο και στο έλλογο κομμάτι τους που με συμβολικό τρόπο λέει πάντα την αλήθεια. Σήμερα πιο πολύ από ποτέ,μέσα στον καταιγισμό έτοιμων εικόνων -από επίπεδο προϊόντων ταχυφαγείου έως έργων τέχνης, οι εικόνες των παραμυθιών φτεροκοπούν γύρω μας και ζητούν να κρατηθούν στη ζωή μέσα από τις λέξεις του καθενός μας (γιατί ο καθένας μας είναι εν δυνάμει παραμυθάς).Τα παραμύθια, πολύ απλά, μας κάνουν καλό. Παραμένουν ζωντανά εδώ και χιλιετίες γιατί είναι ιαματικά. Στα παραμύθια δεν υπάρχει αθεράπευτη πληγή, λέει ο Λεβιστρώς και είναι αλήθεια. Μας θεραπεύουν από κακοφορμισμένα τραύματα, μας ενισχύουν και μας παρηγορούν. Μπολιάζουν τις ψυχές μας με «συγ-χώρεση» για ό,τι αξίζει να χωρέσει στη ζωή μας – ό,τι είναι αυθεντικό.

Υπάρχει κάτι το ανείπωτο που αναλαμβάνουν να εκφέρουν τα λαϊκά παραμύθια;
Έχει να κάνει με τον μνησιπήμονα πόνο στους στίχους του Σεφέρη: «Kι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές/ είναι γιατί τ΄ακούς γλυκότερα,/ κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/ γιατί είναι αμίλητη, και προχωράει, στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος». Όλοι έχουμε βιώσει οδύνες: θανάτους, αποχωρισμούς, απαξίωση, ματαιώσεις, λογιών λογιών απώλειες. Όσο πιο μεγάλη η οδύνη, τόσο πιο δύσκολο να τη βγάλεις στο φως, γι’ αυτό και τη στριμώχνουμε στα βαθιά του ασυνείδητου. Τα παραμύθια, μέσα από τη σύμβαση ότι «θα πούμε ψέματα» μιλάνε για οδυνηρές αλήθειες, δικές μας ή της διπλανής πόρτας, που έχουμε «ξεχάσει» κι αυτές μας κατατρέχουν: Ενδοοικογενειακός κανιβαλισμός, εγκατάλειψη παιδιών, αιμομιξία, πείνα -για τροφή, γνώση, στοργή, απώλεια, απώλεια, απώλεια…Είναι ο πιο ανώδυνος τρόπος να μιλήσεις για την οδύνη και να τη θεραπεύσεις.

Σε ένα εργαστήρι αφήγησης σε άκουσα να μιλάς για το γοβάκι της Σταχτοπούτας ως το μαγικό αντικείμενο ανάμεσα στην καθήλωση και τη μετακίνηση…
Το γοβάκι της Σταχτοπούτας πέρα από σύμβολο σεξουαλικότητας είναι σημείο αναγνώρισής της (σύμβολο αρραβώνα, όπως το δαχτυλίδι), όμως πάνω απ’ όλα είναι σύμβολο μετακίνησης. Της δείχνει ότι για να ενηλικιωθεί πρέπει να βγει από τον τόπο του πένθους (που συμπίπτει με την εστία της παιδικής ηλικίας) και να περπατήσει με τα μαγικά γοβάκια της προς τον τόπο της ενηλικίωσης. Αυτό μας λένε να κάνουμε τα παραμύθια. Να μη ριζώσουμε στον τόπο του όποιου πένθους, να μην εγκλωβιστούμε στη λαγνεία της οδύνης, αλλά να μαζέψουμε το κουράγιο μας και να μετακινηθούμε, όχι χωρίς κόστος. Είναι ο μόνος τρόπος να αυτονομηθούμε, να κάνουμε βήματα αυτογνωσίας.

Από και προς που είναι ανάγκη να βαδίσει ο άνθρωπος σήμερα;
Προς ό,τι είναι αυθεντικό: προς την ουσία, όχι προς το φαίνεσθε. Στη σημερινή συγκυρία, με καλπάζουσα άνοδο της μιζέριας, της ξενοφοβίας, του εγωκεντρισμού, πιστεύω βαθιά ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να βαδίσει προς την ανθρωπιά, δηλαδή την αλληλεγγύη.

Μίλα μου για δράκους….
Όπως γράφω και στο υπό έκδοση «Μικρό αλφαβητάρι αφήγησης», τους συμπαθώ τους δράκους που είναι συχνά θεόχαζοι και ποτέ αληθινά κακοί, γιατί πιστεύω πως είναι σημαδούρες σε κάτι κρυμμένο και πολύτιμο που χάρη σ’ αυτούς μπορούμε να το διακρίνουμε από μακριά. Οι δράκοι των παραμυθιών, μας γνέφουν για να τους «δούμε» και συγχρόνως να «δούμε» στη βασιλοπούλα που φυλάνε ζηλότυπα κάποια σημαντική πτυχή στο νόημα της ζωής μας. Με τη σκοτεινή τους παρουσία, προβάλλουν το πολύτιμο ζητούμενο που είναι γεμάτο φως…

Οι παύσεις είναι το πιο δυνατό σημείο της αφήγησης;
Στο «Μικρό αλφαβητάρι αφήγησης»[2] γράφω, πως ζούμε σε μια εποχή ηχορύπανσης, μεταξύ άλλων, από τη συνεχή ροή ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού λόγου στον ζωτικό μας χώρο. Ζούμε σ’ έναν όλο και πιο πυκνοϋφασμένο ιστό από ηχητικούς παλμούς που επηρεάζει την ανάπαυσή μας, τα όνειρά μας. Έχουμε ξεχάσει να γευόμαστε τη σιωπή που, όπως λέει ο Έλιοτ, είναι η καρδιά του φωτός. Ο λόγος είναι το καλύτερο μέσο που διαθέτει ο άνθρωπος για να κάνει να ακουστεί η σιωπή. Τη στιγμή της παύσης ο αφηγητής λέει το ουσιώδες για ό,τι προηγήθηκε και για ό,τι θα ακολουθήσει, που συνδέεται με την ψυχική του διάθεση απέναντι στο περιεχόμενο του λόγου του και στους ακροατές. Τους λέει -με την παλλόμενη σιωπή ότι είναι άοπλος, δεν έχει καμιά πρόθεση, ούτε να τους κατακτήσει, ούτε να τους πείσει. Λέει: «είμαι εδώ, μαζί σου». Οι παύσεις, ο ρυθμός, η μελωδία στην αφήγηση ενός παραμυθιού, θα πρέπει να έχουν την αρμονία ενός πεζοτράγουδου. Και μια δύναμη που αφυπνίζει. Όχι σαν κραυγή αλλά σαν ψίθυρος ερωτικός μέσα στη φασαρία του κόσμου.

Το παραμύθι είναι συμβολικά μια νοητή γραμμή εξέλιξης του ανθρώπου;
Σίγουρα. Η εξέλιξή μας, ξεκινάει ομαλά ή σχεδόν ομαλά, όπως σε όλα τα παραμύθια, με τη γέννησή μας και τα χάδια που δικαιούμαστε στην περίοδο γαλουχίας. Όμως, μόλις σταθούμε όρθιοι και αρχίσουμε να περπατάμε, σταδιακά αρχίσουν οι απαγορεύσεις, αυξάνουν οι δυσκολίες μας και οι ευθύνες μας. Όλοι έχουμε στη ζωή μας απώλειες και δώρα. Άλλοτε εστιάζουμε στα δώρα, άλλοτε στις απώλειες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ήρωας/ίδα του παραμυθιού που εστιάζει και εγκλωβίζεται στις απώλειες, πεθαίνει. Όλοι κάποιες φορές φτάνουμε στον πάτο που είναι τόπος εκκίνησης για άνωση. Ανεβαίνουμε σταδιακά, με συχνά πισωγυρίσματα. Όσοι πρόλαβαν να κάνουν βήματα αυτογνωσίας ανεβαίνουν ψυχικά ενώ λιγοστεύουν βιολογικά, ώσπου να ετοιμαστούν για την οριστική τους μετακίνηση, την οριστική άνωση, τη στιγμή της υπέρτατης ίασης και της υπέρτατης αυτονομίας, τη στιγμή του θανάτου.

Μας μεταμορφώνουν τα παραμύθια;
Έχουν τη δύναμη να μας μεταμορφώσουν. Εξαρτάται από το αν θέλουμε κι αν αντέχουμε να μεταμορφωθούμε. Ένα είδος μεταμόρφωσης συντελείται τη στιγμή της αφήγησης όπου (μιλάω προσωπικά) εγώ νιώθω πως είμαι και η παραμυθού και η βασιλοπούλα και ο δράκος -είμαι, δεν παρασταίνω ότι είμαι. Όμως η αληθινή μεταμόρφωση δεν έχει να κάνει με την αφήγηση αλλά με την ίδια τη σοφία των παραμυθιών, αρκεί να την αφήσουμε να σταλάξει μέσα μας. Πάντως ετούτη η δύσκολη μεταμόρφωση, αν υπάρχει, είναι αργή, απελπιστικά αργή…

Πες μου ένα παραμύθι για το παραμύθι!
Τα παραμύθια, Ειρήνη, είναι κωδικοποιημένα μυστικά για την αναζήτηση νοήματος στη ζωή. Για μένα, ένα παραμύθι που μιλάει για το παραμύθι και για την αναζήτηση νοήματος μέσα από τις δυσκολίες της ενηλικίωσης είναι «Ο Καημός», η ιστορία μιας βασιλοπούλας και του καθενός μας που για να μεγαλώσει έπρεπε να θυσιάσει τα προνόμια του παιδιού και στη συνέχεια να περάσει από απανωτές επώδυνες δοκιμασίες για να γίνει «βασίλισσα», δηλαδή αυτόνομη. Για ενηλικίωση, αυτονομία, αυτογνωσία και ενσυναίσθηση μιλούν τα παραμύθια. Δηλαδή για την ίδια τη ζωή.

 

 

————————–

[1] Η Λίλη Λαμπρέλλη αφηγείται λαϊκά παραμύθια. Έχει γράψει 17 βιβλία για παιδιά και για την τέχνη της αφήγησης και την προφορική παράδοση.

[2] Το βιβλίο “Μικρό αλφαβητάρι της αφήγησης” είναι υπό έκδοση από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.