Είμαι θρέμμα καφενείου. Υπήρξε η νάκα μου. Μες στις αφηγήσεις και τις συνομιλίες των θαμώνων, έμαθα να μιλώ. «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». [1] Αυθεντικός προφορικός λόγος που τον «κοινωνούσαν» και μέσα από τα κεράσματα που τον συνόδευαν. Ο ρευστός αδρά λυρικός κόσμος του λαϊκού καφενείου απηχεί μέσα μου μια οξυμένη αίσθηση του ανθρώπινου πόνου και της χαράς, έναν συμμερισμό και μια παρηγορία, μια απαντοχή της ανθρώπινης φύσης που συμπαθεί και αξιώνει τη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου.

Κυριακή πρωί, επιχειρώ μια απόδραση από την μαζικοποίηση των αστικών χώρων αναψυχής, καταφεύγοντας στη «Μουριά». Ιστορικό καφενείο στο κέντρο της Αθήνας από το 1915. Ξεκίνησε ως παράγκα, με μια μουριά κι ένα πηγάδι. Σήμερα το ισόγειο μιας πολυκατοικίας στεγάζει τη λειτουργία του. Ο Χρήστος Βάνας υπήρξε θαμώνας του πριν γίνει καφετζής το 1982, ο έβδομος στη σειρά που το υπηρετεί.

«Το καφενείο δεν είναι μαγαζί» εξομολογείται «είναι ζωή. Αχάραγα ανοίγω. Ο θαμώνας δεν μπορεί να κάνει χωρίς να δώσει το παρόν. Θα περάσει να πει έστω μια καλημέρα. Ξέρω την ώρα τους. Πριν τους δω πιάνω το μπρίκι και φτιάχνω τον καφέ. Όταν φτάνουν, ο καφές είναι ήδη στο τραπέζι τους. Βαρύ γλυκός, γλυκός βραστός, πολλά βαρύς, μέτριος, βαρύς μέτριος, ελαφρύς, ναι και όχι, με ολίγη, πολλά βαρύ – μισό, σε χοντρό φλιτζάνι, σε ψιλό. Βίος ανθρώπινος. Ζω τον κάθε θαμώνα από τα γεννοφάσκια μέχρι τη θανή του. Διακόσιοι είκοσι οκτώ έχουν περάσει και έχουν φύγει. Ένα χωριό ολόκληρο.»

Ο χρόνος είναι θαμώνας στα λαϊκά καφενεία. Αφήνει τα σημάδια του ως συστατικά του χώρου. Η αποδοχή της φθοράς είναι αποδοχή της τρωτότητας της ανθρώπινης φύσης. Εδράζεται στη θυμοσοφία που απέχει από τις εξιδανικεύσεις της μαζικής κουλτούρας της ανακαίνισης. Ο Ορέστης Τάτσης σκηνοθέτησε το 2014 στο καφενείο «Μουριά» ένα θεατρικό δρώμενο[2] ορμώμενος από αυτή τη συνομιλία του καφενείου με τη φθορά. Ήπιαμε καφέ και τα΄παμε:

«Το καφενείο από τη φύση του είναι πολυσυλλεκτικό. Αυτά που συμβαίνουν μέσα κι έξω από την τζαμαρία, τα μονόπρακτα του δρόμου και του χώρου είναι οι ψηφίδες που κάνουν το συλλογικό μωσαϊκό. Συναντάς γκάμα ηλικιών και ευρύτητα ανταλλαγών. Μπορείς να αναζητήσεις από σημειώσεις για το πανεπιστήμιο μέχρι κάποιον να σου κάνει μια δουλειά. Είναι ένας ανοιχτός δημόσιος χώρος. Στην Αρχαία Αθήνα θεωρούσαν πως για τα ζητήματα της Πόλης δεν υπάρχουν ειδικοί. Αυτό επιβεβαιώνεται στο καφενείο. Ειδικοί είναι οι πολίτες και είναι όλοι ίσοι. Η παρηγορία του μεγάλη, στις μεγαλουπόλεις όπου οι γειτονιές χάνονται. Όπου υπάρχει καφενείο μπορεί να αναπτυχθεί ένας πυρήνας. Το καφενείο αυτό λειτουργεί ως μικρή αλληλέγγυα κοινότητα. Ένας θαμώνας που είναι γιατρός εξετάζει, γράφει φάρμακα. Συντρέχει ο ένας τον άλλο όπως μπορεί. Ο κάθε θαμώνας έχει αξία ως μονάδα. Κι αυτό έχει τη σημασία του σήμερα που συμβαίνει το παράδοξο, σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο ατομικιστικός να καταργείται η ατομική ιδιαιτερότητα. Αυτό που διαφοροποιεί το καφενείο είναι ότι είναι ένας τόπος ανθρώπινης συναλλαγής και όχι κατανάλωσης. Ο καφές είναι η αφορμή. Η συνάντηση είναι ο προορισμός».

Ο χρόνος εδώ σταματά να μετρά δευτερόλεπτα. Μετρά προσωπικές αφηγήσεις.

Η κυρία Καλλιόπη, κρατά πάντα το ίδιο τραπέζι:
«Κάθε μέρα βρίσκω εδώ τη θέση μου. Πάντα την ίδια. Είμαι μοναχικό άτομο. Στο καφενείο συναντώ την ποικιλία της ζωής. Παρατηρώ και κουβεντιάζω. Τα αυτοκίνητα, ο κόσμος που περνά από έξω, η εναλλαγή δημιουργεί ατμόσφαιρα. Είναι η διασκέδασή μου. Έχω δώσει ένα ζευγάρι κλειδιά στον καφετζή, κάτι να συμβεί, «άνθρωποι είμαστε…». Τη ζωή τη διαμορφώνεις. Αν επιδιώξεις να έχεις ανθρώπους, σα χάσεις τους δικούς σου, μπορείς να βρεις στο καφενείο. Η πρόθεση είναι σημαντική».

Ο Βαγγέλης Κηπουρός σε ένα τραπέζι παραδίπλα, δίνει αφιλοκερδώς «μαθήματα» μπουζουκιού. Μαθαίνω πως οι θαμώνες πήραν ρεφενέ ένα μπουζούκι στο Βαγγέλη.[3]  Κάθεται στο τραπέζι μας και μιλά:
«Το καφενείο είναι «ρεφενές». Το βήμα του λαού. Απόψεις, συγκρούσεις, εκμυστηρεύσεις, παράπονα. Εδώ καταλαβαίνεις ότι είμαστε θνητοί. Οι άγραφοι νόμοι, η κουλτούρα, οι τελετουργίες, τα αντικείμενά του, επιτρέπουν σε κάποιον να πει «είμαι καφενόβιος».

Ο Δημήτρης Παπαχρήστος, συγγραφέας, ο βασικός εκφωνητής στο ραδιοσταθμό των φοιτητών κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, διεισδύει στην ενδόμυχη λειτουργία του καφενείου μέσα από τους αντιήρωες του θεατρικού έργου «Ο Νηρέας, Ο Βάρρας»[4]  και του υπό έκδοση βιβλίου «Πλωτή πόλη»[5]. Κάθομαι στο τραπέζι του:
«Ένας καφετζής ο Νηρέας. Αντάρτης. Κατέληξε πελάτης του εαυτού του, δηλώνοντας ότι τον είχε κάνει άσυλο για αυτούς που δεν έχουν να πάνε πουθενά. Το καφενείο παραδίδει αυτό που κουβαλά ο καθένας. Έτσι συμπληρώνει ένα σύνολο και καλύπτει την πραγματική ανάγκη του ανθρώπου. Όποιος δεν μπορεί να διηγηθεί τη ζωή του, είναι σα να μην την έχει ζήσει. «Η πλωτή πατρίδα»[6] εκτυλίσσεται σε ένα καφενείο κι εκτινάσσεται σε όλο τον κόσμο.

«Μα πως; αφού ποτέ δεν έχεις πάει;» ρωτά η γυναίκα τον άντρα της καθώς ξαφνιάζεται σαν τον ακούει να αφηγείται με γλαφυρότητα στους φίλους του τις περιπέτειές του στο Πορταλέγκρο. «Μα γι΄ αυτό πηγαίνω στο καφενείο», της απαντά.

«Λαϊκό ποίημα» η κατάθεση του Ναπολέοντα που τεχνουργεί ξύλινα πουλιά: «Το καφενείο είναι το χωριό μου. Το ξανάκτισα εδώ. Η μάνα μου μικρό με έδερνε, το κύμα με νανούριζε. Έχω φέρει τη θάλασσα μου εδώ μέσα».

Στα λόγια του γέρνω, ως «προσκύνημα ευλαβητικό στο μαστόρεμα, πότε συνειδητό πότε ασυνείδητο, που χρειάζεται ο απλός άνθρωπος για να χτίσει τη φωλιά του,[..], με τα αμέτρητα κουβαλήματα από χώματα, λάσπες, πηλά […] ανάμεσα γη και ουρανό»[7]

Καθώς φεύγω, φτάνουν ζεστοί οι κολοκυθοκεφτέδες που μαγείρεψε η σύζυγος του καφετζή για μια παρέα θαμώνων που τους παράγγειλε. Ένα ρεφενέ γεύμα στρώνεται και πόσες ακόμη αφηγήσεις! Θα επιστρέψω ξανά ως θαμώνας, ακολουθώντας το αξίωμα του ποιήματος του Ορέστη Τάτση, «Ανάστημα καταστήματος»:

«Στα λιγοστά καράβια που δεν βούλιαξαν / κατάστρωμα δεν έχει να σταθείς. / Που θέση για ημερολόγια; / Στο καφενείο / το χώρο θα βρω / που μου αναλογεί /κύριε Γιώργο[8] /ανάστημα να ορθώσω / και να μετράω / ημέρες καταστήματος».

[1] Γιώργος Σεφέρης, Επί σκηνής ΣΤ΄

[2] Θεατρική παράσταση βασισμένη στο έργο «Η φθορά. Μια φανταστική ομιλία του Ραφαήλ Εσθητού σε ένα ανύπαρκτο κοινό» του Δημήτρη Τσεκούρα.

[3] Ο Βαγγέλης Κηπουρός έπαιζε μπουζούκι στη θεατρική παράσταση «Η φθορά» που σκηνοθέτησε ο Ορέστης Τάτσης και παίχτηκε στο καφενείο «Η Μουριά» για δύο χρόνια.

[4] Ανέβηκε από το Νέο Ελληνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Γ. Αρμένη.

[5] Το Βιβλίο του Δημήτρη Παπαχρήστου «Πλωτή πόλη» είναι υπό έκδοση από τις εκδόσεις Τόπος.

[6] Ζουμπουλάκης Σταύρος, Ο στεναγμός των πενήτων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.

[7] Τάτσης Ορέστης, «Ανάστημα καταστήματος», «Το έρμα», Περιοδικό Λόγου και Τέχνης, Μάιος 2016.

[8] Αναφορά στο Γ. Σεφέρη και τα Ημερολόγια Καταστρώματος.