Του Francisco Ruiz-Tagle

Είναι παράξενο ότι η λέξη που αποτελεί τον τίτλο αυτού του άρθρου, δεν υπάρχει. Υπάρχουν άλλες με το ίδιο δεύτερο συνθετικό όπως αστροναύτης, αργοναύτης[1], αλλά αυτή η λέξη που θα μπορούσε να παραπέμπει σε ένα ταξίδι στο εσωτερικό μας δεν περιλαμβάνεται στο λεξικό. Αν θεωρήσουμε πως η γλώσσα μας αναφέρεται κατά κύριο λόγο στα πεδία εκείνα που ερευνά και κατακτά η γνώση, είναι μάλλον ανησυχητικό το να διαπιστώνει κανείς πως ο εσωτερικός κόσμος δεν αποτελεί μέρος ανάλογων εξερευνήσεων.

Η άγνωστη διάσταση

Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Η φράση «γνώθι σαυτόν», που σύμφωνα με τον έλληνα περιηγητή και γεωγράφο Παυσανία ήταν χαραγμένη σε κάποιο σημείο του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς και την οποία υιοθέτησαν πολλοί από τους μεταγενέστερους φιλοσόφους, μαρτυρά ένα βαθύ ενδιαφέρον του αρχαίου ελληνικού κόσμου για την εξερεύνηση των συναρπαστικών μυστηρίων της ανθρώπινης εσωτερικότητας. Αλλά δε χωρά αμφιβολία πως πρώτοι οι ασιατικοί πολιτισμοί ανέπτυξαν, πριν χιλιάδες χρόνια, μια συστηματική εσωτερική γνώση, που στη συνέχεια εκφράστηκε μέσω της γιόγκα και των διάφορων μορφών διαλογισμού που προέκυψαν από εκείνες τις αρχικές αναζητήσεις.

Για λόγους που χρήζουν μιας πιο ολοκληρωμένης μελέτης, ό,τι έφτασε ως τις μέρες μας από εκείνο τον τεράστιο όγκο πληροφοριών και εμπειρίας δεν είναι παρά ξεφτισμένα αποσπάσματα, νοήματα χαμένα στην καρδιά δυσνόητων μύθων, ανεξιχνίαστων για το σύγχρονο πνεύμα. Χωρίς αμφιβολία, ήδη από το XIX αιώνα αναδύθηκε στο δυτικό κόσμο μια γνήσια διάθεση για κατανόηση αυτών των εξωτικών τοπίων και οι ιστορικοί των θρησκειών κατάφεραν, εφαρμόζοντας διάφορες μεθόδους που τους παρείχε η επιστήμη τους, να ερμηνεύσουν εν μέρει το πολύπλοκο φιλοσοφικό και λειτουργικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζονταν εκείνες οι πανάρχαιες πρακτικές.

Και τι συνέβη στη Δύση κατά τη διάρκεια εκείνης της μακράς περιόδου; Όπως ξέρουμε, η ανακάλυψη της λογικής σκέψης ως εργαλείου γνώσης στην Ελλάδα του VΙ αιώνα π.Χ. και η τεράστια επιρροή που άσκησε σ’ αυτό το μέρος του κόσμου, οδήγησε σε μια προοδευτική απομάκρυνση από το μυθικό σύμπαν. Αν και η απόσταση ήταν μάλλον μικρή εκείνες τις μακρινές εποχές, το χάσμα βάθυνε με το πέρασμα των αιώνων μέχρι που ο Διαφωτισμός εδραίωσε αυτή την τάση ανάγοντας τη «Θεά Λογική» σε μοναδική κατευθυντήρια αρχή και τοποθετώντας όλες τις μορφές θρησκευτικότητας στο πλαίσιο της δεισιδαιμονίας και του σκοταδισμού. Αν και αυτός ο δρόμος δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, που αμφότερες πρόσφεραν τεράστια υλικά οφέλη στην ανθρωπότητα, είναι σωστό να αναγνωρίσουμε πως μας βύθισε σε έναν κόσμο που αγνοεί την εσωτερική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης.

Πολλοί στοχαστές επισήμαναν αυτή την έλλειψη. Ο Νίτσε μίλησε για το τρομερό υπαρξιακό κενό που θα σήμαινε ο θάνατος του Θεού και τις δυσοίωνες συνέπειες της άρνησης της άλογης και ενστικτώδους πλευράς της ανθρώπινης ύπαρξης (της διονυσιακής). Ακόμη και ο Κοντ, δημιουργός του Θετικισμού, μίλησε για την αναγκαιότητα μιας καινούριας θρησκείας, και ασχολήθηκε με τη σύνταξη μιας Θετικιστικής Κατήχησης (1852). Αλλά η εμφάνιση της ψυχανάλυσης σε ένα κόσμο τσακισμένο από την τρέλα (μια και, σύμφωνα με τον Γκόγια, «το όνειρο της λογικής παράγει τέρατα»), ώθησε νέες καταδύσεις στον –μέχρι τότε άγνωστο- κόσμο της υποκειμενικότητας και άρχισαν ξανά να αντηχούν από παντού παλιοί μύθοι, αν και με σημασίες διαφορετικές από τις αρχικές τους.

Οι ανακαλύψεις του Φρόυντ και ιδιαίτερα του Γιουνγκ αποτέλεσαν επανάσταση για την εποχή τους και μέχρι και τις μέρες μας συνεχίζουν να ασκούν έντονη επιρροή. Ωστόσο οι προσεγγίσεις τους υπήρξαν εμποτισμένες από το θετικισμό και γι’ αυτό ο φιλόσοφος Έντμουντ Χούσερλ χαρακτήρισε αυτό το ρεύμα ως μια αφελή ψυχολογία, μια και η μεθοδολογία της που βασίζεται στην ερμηνεία απομονωμένων ψυχικών γεγονότων έθετε εμπόδια στην σύλληψη του ψυχικού φαινομένου ως σύνολο. Με βάση τις δικές του έρευνες περιέγραψε τη συνείδηση ως ακατάπαυστη ροή που συνδιαμορφώνει μια αδιαίρετη δομή με τον κόσμο, σε σημείο που δεν μπορεί κανείς να συλλάβει μια συνείδηση χωρίς τον κόσμο στον οποίο αυτή αναφέρεται ούτε και έναν κόσμο χωρίς συνείδηση. Το σύμβολο του απείρου (ένα πλαγιαστό οχτώ) μπορεί να χρησιμεύσει ως γραφική σύνθεση αυτής της ιδέας.

Τι ζητά η εποχή μας

Τελικά, σχεδόν στο σύνολό της η δυτική ψυχολογία οδηγήθηκε σε θεραπευτικές συνταγές που ενθαρρύνουν την προσαρμογή σε όσα μας περιβάλλουν, με μετριότατα αποτελέσματα –τολμάμε να πούμε- και εγκαταλείποντας, ίσως για πάντα, το ριζικά παραβατικό πνεύμα των επονομαζόμενων μυστικιστικών διδασκαλιών, που σκοπός του ήταν η εσωτερική μετατροπή και η οριστική απελευθέρωση από τις συνθήκες καταπίεσης που επιβάλλει ο κόσμος. Χωρίς την ανακάλυψη των ψυχοφαρμάκων, που στόχος τους, αντί να θεραπεύουν, υπήρξε κυρίως να εμποδίζουν την βίαιη εισβολή νοητικών διαταραχών αναισθητοποιώντας τα συμπτώματα, η ψυχική μάστιγα θα εξαπλωνόταν χωρίς φρένο. Σήμερα συμβαίνουν μεμονωμένες εκρήξεις με πρωταγωνιστές άτομα που το σύστημα δεν κατάφερε να ελέγξει, την ίδια στιγμή που τα εργαστήρια επεκτείνουν τη δράση τους στα παιδιά, διεκδικώντας –τρόπον τινά- το ρόλο του Ηρώδη του XXI αιώνα.

Ταυτόχρονα, τα αποσπάσματα εκείνης της αρχαίας σοφίας πλημμυρίζουν τη Δύση με τη μορφή σαμάνων, γκουρού, μάντεων και διάφορων άλλων πρακτικών, μέσα σε ένα πλαίσιο που είθισται να ονομάζεται «ευαισθησία New Age», και που είναι χαρακτηριστικό μιας προ-θρησκευτικής φάσης, γεγονός που υποδεικνύει τη διατήρηση μιας βαθιάς λανθάνουσας ανάγκης που ωθεί αυτές τις άτακτες αναζητήσεις, κάποιες από τις οποίες μπορεί να είναι ακόμη και επικίνδυνες.

«Ο άνθρωπος είναι ένα άχρηστο πάθος» διακήρυτταν οι υπαρξιστές και δεν είχαν άδικο. Τόσοι μόχθοι για να έχουν όλα την ίδια κατάληξη: το χαράμισμα του θανάτου. Ο θάνατος μας οδηγεί στο μη νόημα και η εξέγερση ενάντια σ’ αυτό το βάναυσο γεγονός είναι η κατ’ εξοχήν απελευθερωτική και συγ-κινητική στάση. Έτσι, ένας νέος ανθρωπισμός που φιλοδοξεί να δώσει απάντηση στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος θα πρέπει να μπορεί να προτείνει –εκτός των άλλων- και ένα δρόμο που θα ικανοποιεί αυτή την εσωτερική ανάγκη. Το να ανακτήσουμε, όμως, αυτές τις αναζητήσεις και να ασχοληθούμε εκ νέου με το «εσωτερικό κοίταγμα» δεν είναι καθόλου εύκολο έργο δεδομένου ότι η αρχαία σοφία έχει χαθεί για μας και η υποκειμενικότητα εμφανίζεται ως ένα τοπίο χαοτικό, περίπλοκο και ενίοτε απειλητικό. Ούτε και βοηθά ιδιαίτερα η εμπειρία μας από τις ήδη γνωστές παραδοσιακές θρησκείες, εμπειρία που μιλά για μια ιστορία πόνου γεμάτη από φανατισμό, βία, άρνηση της ζωής και της ελευθερίας, σε σημείο που κανείς δε θρηνεί την εξαφάνισή τους. Αντιθέτως: η άρνηση αυτών των νοσηρών διδασκαλιών αποτελεί μια πράξη γνήσιας επιβίωσης.

Κατά συνέπεια ο σημερινός ενδοναύτης έχει ένα διπλό έργο, που προσαρμόζεται στο «χουσερλιανό» σχήμα συνείδησης-κόσμου. Αν ο σύγχρονος απανθρωπισμένος τρόπος ζωής χρειάζεται επειγόντως έναν νέο ανθρωπισμό, η εισβολή του παραλόγου της ύπαρξης στο ψυχοκοινωνικό υπόβαθρο προϋποθέτει το άνοιγμα προς μια νέα πνευματικότητα. Ο αγώνας για μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη μάς επιτρέπει να προχωρήσουμε στο ξεπέρασμα του ανθρώπινου πόνου, αλλά η αναζήτηση του νοήματος της ζωής είναι αυτή που θα οδηγήσει στο ξεπέρασμα της εσωτερικής οδύνης.

Ο ορθολογισμός έχει τεράστια συμβολή σε πολλά πεδία αλλά τα αξιώματα και οι μέθοδοί του αποδεικνύονται πλέον ανεπαρκείς για να συλλάβουν την περίπλοκη ανθρώπινη διάσταση σε όλο της το εύρος. Το καίριο πρόβλημα θα είναι η δημιουργία μεθόδων ικανών για να προχωρήσουμε σ’ αυτή την “terra incógnita”, αποφεύγοντας μ’ αυτό τον τρόπο τον κίνδυνο μιας πτώσης στον παραλογισμό. Το σίγουρο όμως είναι πως αυτός ο νέος ανθρωπισμός και αυτή η νέα πνευματικότητα αποτελούν τις δυο βασικές πλευρές μιας ίδιας πραγματικότητας και θα πρέπει να προοδεύσουν ταυτόχρονα, αν αυτό που επιθυμούμε είναι να ασχοληθούμε με την ανθρώπινη ύπαρξη στο σύνολό της.

[1] Η λέξη που χρησιμοποιείται στα ισπανικά είναι intra-nauta και ο αρθρογράφος δίνει δύο επιπλέον παραδείγματα που (μολονότι η λέξη ναύτης είναι ελληνική) δε μεταφράζονται στη γλώσσα μας: τις λέξεις: internauta που σημαίνει το άτομο που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του διαδικτύου (πλοηγός) και cibernauta, το άτομο που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του κυβερνοχώρου.