Του Κόνορ Λυντς για το sinpermiso.net

Την περασμένη Πέμπτη, ο αναγνωρισμένος φυσικός και κοσμολόγος Στίβεν Χόκινγκ, άφησε να πέσει μια πραγματική βόμβα πάνω στον καπιταλισμό και το μέλλον των ανισοτήτων. Με τις γρήγορες τεχνολογικές προόδους της τελευταίας δεκαετίας (για παράδειγμα, την τεχνολογία της πληροφορικής και τη ρομποτική), είδαμε τις οικονομικές ανισότητες να αυξάνονται σε ανησυχητικό βαθμό, και πώς ένα είδος πλουτοκρατικής τάξης των ιδιοκτητών – με άλλα λόγια, οι καπιταλιστές – απόκτησαν τεράστια πλούτη. Ο Χόκινγκ πιστεύει ότι, αν οι μηχανές καταλήξουν να αντικαταστήσουν την ανθρώπινη εργασία και να παράγουν όλα τα προϊόντα μας, και αν συνεχίσουμε στο σημερινό νεοφιλελεύθερο δρόμο, οδεύουμε προς ένα κόσμο δυστοπίας με μια τάξη μεγάλων ιδιοκτητών, με ανυπολόγιστα πλούτη, και μια κατώτερη τάξη απόρων – δηλαδή, τις μεγάλες μάζες – που θα ζουν σε απόλυτη φτώχια. Σε μία συνδιάλεξη στο «ρώτα με ό,τι θες» του Reddit ο Χόκινγκ έγραψε:

«Αν οι μηχανές παράγουν όλα όσα χρειαζόμαστε, το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από το πώς διανέμονται να πράγματα. Όλοι οι άνθρωποι θα μπορούν να απολαύσουν μια πολυτελή ζωή ελεύθερου χρόνου αν ο πλούτος που παράγουν οι μηχανές διαμοιραστεί, ή η πλειοψηφία του κόσμου μπορεί να καταλήξει να ζει στην απόλυτη φτώχια αν οι ιδιοκτήτες των μηχανών συνωμοτήσουν επιτυχώς ενάντια στην αναδιανομή του πλούτου. Μέχρι τώρα, η τάση μοιάζει να είναι προς τη δεύτερη επιλογή, με την τεχνολογία να δημιουργεί όλο και μεγαλύτερες ανισότητες».

Η αντικαστάση της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές υπήρξε πάντα ένας από τους μεγαλύτερους φόβους της εργατικής τάξης. Στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης, αυτός ο φόβος έθεσε σε κίνηση μια βίαιη αντίδραση των εργατών που έμεινε γνωστή ως το κίνημα του λουδισμού: στην Αγγλία, οι εργάτες στην υφαντουργία διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στις απολύσεις και τις οικονομικές δυσκολίες καταστρέφοντας εξοπλισμό και εργοστάσια. Σήμερα κάτι ανάλογο συμβαίνει με την εξάλειψη πολλών θέσεων εργασίας στον υφαντουργικό τομέα που αντικαθίστανται σε μεγάλο βαθμό από τις μηχανές, σε πόλεις όπως η Βαλτιμόρη και το Ντιτρόιτ. Αυτός ο τύπος τεχνολογικής καινοτομίας που λαμβάνει χώρα σε όλη την ιστορία του καπιταλισμού είναι αυτό που ο Τζόζεφ Σουμπέτερ ονόμασε «δημιουργική καταστροφή» και περιέγραψε ως μια «διαδικασία βιομηχανικής αλλαγής που ανατρέπει αδιάκοπα την οικονομική δομή από τα μέσα, καταστρέφοντας χωρίς παύση την παλιά, και δημιουργώντας συνεχώς μια καινούρια». Ο Σουμπέτερ ονόμασε τη διαδικασία αυτή «το κύριο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού».

Η δημιουργική καταστροφή αποδείχτηκε πάντα μέχρι τώρα θετική για την κοινωνία. Αν και οι καινοτομίες καταργούν θέσεις εργασίας, οι νέες τεχνολογίες ιστορικά έχουν δημιουργήσει καινούρια εργοστάσια και μαζί μ’ αυτά καινούριες θέσεις εργασίας. Αυτή η σύμφυτη με τον καπιταλισμό διαδικασία αυξάνει ταχέως την παραγωγικότητα του εργαζόμενου και, για το λόγο αυτό, κάνει αγαθά που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούνταν είδη πολυτελείας να είναι διαθέσιμα σε ευρύτερους πληθυσμιακούς τομείς. Οι νέες τεχνολογίες βοηθούν στην παραγωγή πολύ περισσότερων προϊόντων, που αυξάνουν την προσφορά και σπώχνουν προς τα κάτω τις τιμές για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση.

Όπως είπα πριν, ιστορικά, η δημιουργική καταστροφή καταλήγει να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας μετά την εξάλειψη των παλιών. Σήμερα, όμως, θα μπορούσαμε να αλλάξουμε κατεύθυνση και η τεχνολογία να καταργεί περισσότερες θέσεις εργασίας από αυτές που δημιουργεί. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τους «τρεις μεγάλους» κατασκευαστές αυτοκινήτων του 1990 (τη GM, τη Ford και την Chrysler) σε σύγκριση με τις τρεις μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας του σήμερα. Το 1990, οι Αμερικανοί κατασκευαστές αυτοκινήτων είχαν συνολικά έσοδα ύψους 36 δισεκατομμυρίων δολαρίων, απασχολώντας περισσότερους από ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, σε σύγκριση με την Apple, το Facebook και τη Google, που έχουν μεν συνολικά πάνω από ένα δισεκατομμύριο έσοδα, απασχολώντας, όμως, μόνο 137.000 εργαζόμενους.

Και τι συμβαίνει με την αμερικανική κατασκευαστική βιομηχανία σε σύγκριση με τον χρηματοοικονομικό τομέα; Τη δεκαετία του ΄50 ο χρηματοοικονομικός τομέας κατείχε το 10 τοις εκατό περίπου των συνολικών κερδών των εθνικών επιχειρήσεων ενώ σήμερα κατέχει το 30 τοις εκατό περίπου (έχοντας αγγίξει το 40 τοις εκατό στην αρχή του αιώνα), ενώ η κατασκευαστική βιομηχανία έπεσε από το 60 τοις εκατό των συνολικών εταιρικών κερδών στο 20 τοις εκατό. Αλλά αυτό που είναι πραγματικά αποκαλυπτικό είναι οι θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ σε κάθε τομέα. Η απασχόληση στο χρηματοοικονομικό τομέα έχει διατηρηθεί αρκετά σταθερή τα τελευταία εξήντα χρόνια, με μια διακύμανση μικρότερη του 5 τοις εκατό, ενώ στην κατασκευαστική βιομηχανία μειώθηκε από το 30 τοις εκατό σε λιγότερο από 10 τοις εκατό. Αυτό έχει να κάνει με τη χρηματιστικοποίηση της αμερικανικής οικονομίας αλλά και με την αύξηση του αυτοματισμού. Και η τάση είναι όλο αυτό να επιδεινωθεί. Σύμφωνα με μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης από το 2013, μέχρι και το 47% των θέσεων εργασίας θα μπορούσαν να μηχανογραφηθούν τα επόμενα 10 ή 20 χρόνια.

Η μεσαία τάξη είναι αυτή που επηρεάστηκε περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες, και θα συνεχίσει να πλήττεται και τις επόμενες δεκαετίες με τον ίδιο ρυθμό. Από το 1973 ως το 2013, για παράδειγμα, οι μέσοι μισθοί των εργαζομένων αυξήθηκαν μόνο κατά 9,2 τοις εκατό, ενώ η παραγωγικότητα αυξήθηκε γύρω στο 74,4 τοις εκατό. Ας το συγκρίνουμε αυτό με τη μεταπολεμική περίοδο (1948-1973) όπου η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 96,7 τοις εκατό και οι μισθοί των εργαζομένων κατά 91,3 τοις εκατό. Ταυτόχρονα, το ένα τοις εκατό των υψηλότερων μισθών αυξήθηκε κατά 138 τοις εκατό από το 1979, ενώ η τάξη των ιδιοκτητών είδε τον πλούτο της να αυξάνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, το πλουσιότερο 0,1 τοις εκατό κατείχε μόνο το 7,1 τοις εκατό του πλούτου των νοικοκυρίων στις ΗΠΑ, ενώ το 2012 αυτό το ποσοστό είχε υπερτριπλασιαστεί φτάνοντας το 22 τοις εκατό, που αντιστοιχεί περίπου στο συνολικό πλούτο που κατέχει το 90 τοις εκατό των φτωχότερων νοικοκυριών. Σκεφτείτε το. Το 0,1 τοις εκατό του πληθυσμού κατέχει τόσο πλούτο όσο το 90 τοις εκατό.

Βρισκόμαστε, όπως είπε ο Χόκινγκ, μπροστά σε δυο πιθανότητες. Το μέλλον μπορεί να σημάνει ακόμα μεγαλύτερη ανισότητα αν η τεχνολογία συνεχίσει να αντικαθιστά τα εργατικά χέρια και αφήσει τις μάζες άνεργες και άπορες (σήμερα, αυτό φαίνεται το πιθανότερο), ή, αν ο πλούτος διανεμηθεί με πιο ομοιόμορφο τρόπο, όλος ο κόσμος μπορεί να απολαύσει την «πολυτέλεια του ελεύθερου χρόνου», ή όπως περίφημα το έθεσε ο Καρλ Μαρξ:

«Στην κομουνιστική κοινωνία, όπου κανείς δεν έχει μια αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας, αλλά καθένας μπορεί να πραγματωθεί στο πεδίο που επιθυμεί, η κοινωνία ρυθμίζει τη γενική παραγωγή, δίνοντας στον καθένα τη δυνατότητα να κάνει σήμερα ένα πράγμα και αύριο κάποιο άλλο διαφορετικό: Να κυνηγά το πρωί, να ψαρεύει μετά το μεσημεριανό, να βοσκά το κοπάδι του το απόγευμα και να κριτικάρει μετά το δείπνο. Τα πάντα σύμφωνα με τις διαθέσεις του και χωρίς να χρειάζεται ποτέ να μετατραπεί σε κυνηγό, ψαρά, βοσκό ή κριτικό».

Ο σημαίνων οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς πίστευε πως το μέλλον του καπιταλισμού (σε αντίθεση με το σοσιαλισμό και τον κομουνισμό, όπως πίστευε ο Μαρξ) θα πρόσφερε αυτή τη δυνατότητα της ήρεμης ύπαρξης στους ανθρώπους. Στο δοκίμιό του το 1930, «Οικονομικές Δυνατότητες για τα Εγγόνια μας», προέβλεψε πως η ανάπτυξη και οι τεχνολογικές πρόοδοι που προσέφερε ο καπιταλισμός θα μείωναν την εργασιακή εβδομάδα στις δεκαπέντε ώρες μέσα σε έναν αιώνα, ανάγοντας στο μεγαλύτερο πρόβλημα του ανθρώπου το τι θα κάνει με τον ελεύθερο χρόνο του. Σχετικά με το χρήμα, ο Κέινς έκανε μια ελπιδοφόρα πρόβλεψη με τη συνήθη εύθυμη πρόζα του (εκτός από την ιδιαίτερα στεγνή Γενική Θεωρία).

«Η αγάπη για το χρήμα ως κατοχή – για να τη διακρίνουμε από την αγάπη για το χρήμα ως μέσο για την ικανοποίηση των αναγκών και των απολαύσεων της ζωής – θα αναγνωριστεί ως αυτό που είναι, μια κάπως αηδιαστική νοσηρότητα, μια από αυτές τις ημι-εγκληματικές, ημι-παθολογικές τάσεις που κάποιος αφήνει με μια ανατριχίλα στα χέρια των ειδικών στις ψυχικές ασθένειες».

Ο Κέινς έκανε κάποιες προφητικές προβλέψεις στην εποχή του, αλλά η παραπάνω δε συγκαταλέγεται σ’ αυτές. Σήμερα, μοιάζει πως η ανάλυση του Μαρξ για τον καπιταλισμό ταιριάζει καλύτερα στις μεγάλες οικονομικές ανισότητες και την παγκόσμια κινητικότητα του κεφαλαίου.

Χωρίς αμφιβολία, τίποτα δεν είναι γραμμένο σε μαρμάρινες πλάκες. Η άνοδος του Μπέρνι Σάντερς, για παράδειγμα, αποκαλύπτει ένα αυξανόμενο κίνημα που είναι διατεθειμένο να πολεμήσει το νεοφιλελεύθερο status quo που κατέληξε να κυριαρχεί στην αμερικανική (και την παγκόσμια) πολιτική. Αν η οικονομία συνεχίσει τη σημερινή της πορεία, η διανομή του πλούτου δε θα είναι μόνο ένα ηθικό ζήτημα πάνω στο επίπεδο της ανισότητας που ως κοινωνία είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε, αλλά ένα ζήτημα πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας. Η ιδιοκτησία του κεφαλαίου σε τελική ανάλυση, θα καθορίσει αυτό το μέλλον, αλλά υπάρχουν άλλα κινήματα και πολιτικές ιδέες με αυτό το μέλλον στο μυαλό τους, όπως την εγγύηση του βασικού εισοδήματος, χάρη στην οποία σε όλους τους πολίτες, όταν φτάσουν σε μια ορισμένη ηλικία, θα τους παρέχεται ένα εισόδημα, που θα επέτρεπε πιθανά την αντικατάσταση του παραδοσιακού διχτυού ασφαλείας. Η Ελβετία μπορεί να γίνει η πρώτη χώρα που θα υιοθετήσει αυτή την πολιτική, και η ψηφοφορία θα λάβει πιθανά χώρα μέσα στο 2016. Το προτεινόμενο σχέδιο θα εξασφαλίζει ένα εγγυημένο μηνιαίο εισόδημα $2.600 ή $31.200 ετησίως. Με άλλα λόγια αρκετό ώστε όλοι να μπορούν να επιβιώσουν και να κάνουν μια δουλειά που πραγματικά θα τους ικανοποιεί. Για τη δεξιά που είναι έτοιμη να ουρλιάξει τη λέξη που ξεκινά από Σκ, πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί συντηρητικοί αλλά και φιλελεύθεροι, όπως ο Φρήντριχ Χάγιεκ έχουν υποστηρίξει αυτή την ιδέα. Έχει μια απρόσμενη ιστορία δικομματικής στήριξης, και θα μπορούσε, τουλάχιστον, να αποτρέψει την ακραία φτώχια στο μέλλον, αν τα ρομπότ και η τεχνολογία της πληροφόρησης συνεχίσουν να αντικαθιστούν τις ανθρώπινες θέσεις εργασίας.

Η αυξανόμενη ανισότητα σε όλο τον κόσμο δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί, και η αντιμετώπιση αυτού και άλλων προβλημάτων του καπιταλισμού, όπως η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, δεν είναι μόνο ηθικά σωστή, αλλά και το πιο ρεαλιστικό που μπορούμε να κάνουμε.

Ο Κόνορ Λυντς είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος που ζει στη Νέα Υόρκη. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στο Salon, το Alternet, το The Hill και το CounterPunch.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ