Κατά βάθος, είμαστε όλοι πρόσφυγες που προσπαθούμε να επιστρέψουμε σε ένα πρωταρχικό και χαμένο, μυθικό παράδεισο. Αν επιμείνουμε, δε θα υπάρξουν τείχη ούτε φράχτες ούτε τεχνάσματα που να μπορούν να σταματήσουν την πορεία μας.

Το 2015 αναδεικνύεται σε μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά για την Ευρώπη. Τα προβλήματα ξεκίνησαν το 2007 με την οικονομική «κρίση» των ΗΠΑ. Τους πρώτους έξι μήνες γίναμε μάρτυρες του ελληνικού δράματος, που αν δε συνεπαγόταν μια τεράστια δοκιμασία για τον ελληνικό λαό, θα έμοιαζε απλά με έργο στο θέατρο του παραλόγου, με τους ανάλγητους της Τρόικας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εκβιάζουν με το χειρότερο τρόπο την ελληνική κυβέρνηση. Τι άλλο να ειπωθεί, σ’ αυτό το σημείο, για γεγονότα που όλοι γνωρίζουμε; Τώρα, κι ενώ έχουν περάσει ένα-δυο μήνες που το θέμα σταμάτησε πλέον να απασχολεί τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, η προσωπική μου αίσθηση είναι πως η στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θύμιζε κάτι μεταξύ των σουρεαλιστικών χαρακτήρων του Φελίνι και των αρχιμαφιόζων του Κόπολα. Ούτε ο Μαστρογιάνι μα ούτε ο Μπράντο θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν καλύτερα τους συγκεκριμένους ρόλους.

Αν κάποιος πίστεψε πως με την απρόθυμη αποδοχή του Μνημονίου από τον Τσίπρα οι μεγάλες αναταράξεις θα σταματούσαν, έκανε τεράστιο λάθος: ακολούθησε, αμέσως μετά, το δράμα των προσφύγων που έρχονται κατά χιλιάδες από τη Συρία και άλλες χώρες. Για μια ακόμα φορά παρακολουθούμε συνόδους επί συνόδων σε ανώτερο ευρωπαϊκό επίπεδο και, για μια ακόμα φορά – ερήμην των βασανισμένων προσφύγων – βλέπουμε τη στάση των κυβερνήσεων που θυμίζει κάτι από «Τα Καινούρια ρούχα του Αυτοκράτορα» του Άντερσεν και τον Ελάι Γουάλας στην ταινία «Και οι επτά ήταν υπέροχοι». Ένα συνδυασμό ανάμεσα στον ηλίθιο που πιστεύει ότι κρατάει τους τύπους και τον χωρίς ενδοιασμούς άθλιο που θα κάνει τα πάντα αρκεί να πετύχει αυτό που θέλει.

Πιστεύω ότι έχει επαρκώς εξηγηθεί και υπογραμμιστεί το γεγονός πως οι άνθρωποι φεύγουν από τη Συρία επειδή εκεί υπάρχει πόλεμος και πως ο πόλεμος αυτός, που ξεκίνησε πριν περίπου τέσσερα χρόνια, υποδαυλίστηκε από την πρώτη στιγμή από το ΝΑΤΟ. Με άλλα λόγια, χώρες όπως η Ουγγαρία και η Κροατία συνεισέφεραν στο ξέσπασμα αυτού του πολέμου ενώ τώρα αρνούνται να δεχτούν ή τουλάχιστον να βοηθήσουν τα θύματα. Ασφαλώς, ούτε η Ουγγαρία ούτε η Κροατία δε στήριξαν οι ίδιες στρατιωτικά τους Σύρους επαναστάτες όμως κι αυτές, μαζί με άλλες χώρες όπως είναι η Ισπανία, η Γαλλία, η Γερμανία, κ.λπ. αποτελούν μέρος μιας στρατιωτικής δομής που με επικεφαλής τις ΗΠΑ υποστήριξε ενεργά, με εξοπλισμό και βομβαρδισμούς, όσους ξεσηκώθηκαν ενάντια στην κυβέρνηση του Αλ Άσαντ.

Συνεπώς, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν μπορούν να αποποιηθούν των ευθυνών τους απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση. Όλες οι χώρες έχουν καθήκον να βοηθήσουν, όπως μπορούν, τους πρόσφυγες. Στην πραγματικότητα, οι χώρες της περιφέρειας εδώ και χρόνια βρίσκονται αντιμέτωπες με το κύμα των προσφύγων που έχουν αφήσει πίσω τους οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία και που είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Κανείς, ωστόσο, δεν αναγνωρίζει δημόσια την προσφορά κρατών με πολύ λιγότερους πόρους από αυτούς της Ευρώπης, που έχει αυξημένες ευθύνες λόγω και της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ.

Τι είναι πρόσφυγας; Δεν υπάρχει μία μόνο απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες – ο μεγαλύτερος παγκόσμιος οργανισμός που ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα – θα προτιμούσε, ασφαλώς, τον «επίσημο» ορισμό, αλλά στην ισπανική έκδοση της Wikipedia βρίσκουμε έναν άλλο ορισμό, που πιστεύω οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν πως είναι περισσότερο καίριος: «Ανθρωπιστικό άσυλο είναι η πρακτική ορισμένων εθνών να δέχονται στο έδαφός τους μετανάστες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους εξαιτίας του κινδύνου που διέτρεχαν για φυλετικούς ή θρησκευτικούς λόγους, εμφύλιους πολέμους ή φυσικές καταστροφές, κ.λπ. Οι πρόσφυγες αναγκάζονται να φύγουν επειδή η κυβέρνηση της χώρας τους δεν τους προσφέρει επαρκή προστασία».

Στην περίπτωσή μας και δίνοντας έναν πιο ευρύ ορισμό, θα λέγαμε ότι πρόσφυγας είναι ένας άνθρωπος που εγκαταλείπει τη χώρα του επειδή εκεί βρίσκεται μπροστά σε ένα κλειστό μέλλον και αποφασίζει να αναζητήσει ένα μέλλον πιο ανοιχτό σε κάποιον άλλο τόπο. Σύμφωνα μ’ αυτό το κριτήριο η πλειοψηφία των σημερινών μεταναστών μπορούν να θεωρηθούν πρόσφυγες, μια και δε φεύγουν από τη χώρα τους από επιλογή αλλά από ανάγκη.

Στην περίπτωση της δικής μου οικογένειας οι προπαππούδες μου αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Ρωσία στην αρχή του εμφυλίου πολέμου, λίγο μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων το 1917. Οι παππούδες μου, που γεννήθηκαν στη Ρωσία, μεγάλωσαν μετακινούμενοι σε διάφορες ευρωπαϊκές αλλά και σε γειτονικές της Ευρώπης χώρες. Έτσι, η μητέρα μου γεννήθηκε στη Σερβία και ο πατέρας μου στο Λίβανο, και, στη συνέχεια, βρέθηκαν να μεγαλώνουν στη Γερμανία και την Αυστρία. Λίγο μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, γύρω στα 1950, οι παππούδες μου αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Αργεντινή ενώ οι γονείς μου ήταν ακόμα μικροί. Εγώ γεννήθηκα στην Αργεντινή και εδώ και είκοσι χρόνια περίπου ζω στην Ευρώπη. Εδώ, για την ακρίβεια στην Βαρκελώνη, απέκτησα μια κόρη που είναι η τέταρτη κατά σειρά γενιά που γεννήθηκε σε μια χώρα διαφορετική από τη χωρά καταγωγής της. Τόσο οι παππούδες μου όσο και οι γονείς μου θεωρήθηκαν την εποχή εκείνη πρόσφυγες από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (στην πραγματικότητα η οργάνωση αυτή δημιουργήθηκε ακριβώς για να δώσει απάντηση στη μεταναστευτική κρίση που ακολούθησε το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο) και έγιναν δεκτοί χωρίς προβλήματα από τη Δημοκρατία της Αργεντινής. Με λίγα λόγια, προέρχομαι από μια οικογένεια προσφύγων που είχαν την καλύτερη δυνατή υποδοχή από τη χώρα στην οποία μετανάστευσαν.

Αν και επί χιλιάδες χρόνια συμβαίνουν μεγάλες μεταναστεύσεις με ολόκληρα έθνη να μετακινούνται από το ένα σημείο του πλανήτη στο άλλο, ιδρύοντας, στη συνέχεια, νέες κοινότητες, τον 20ο αιώνα οι μεταναστεύσεις μεγάλων αποστάσεων άρχισαν να αποτελούν πιο συχνό φαινόμενο. Χάρη στην πρόοδο των μεταφορών, από το τέλος του 20ου αιώνα και τις αρχές του 21ου, οι μετακινήσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη έχουν γίνει σχετικά εύκολες. Αν σ’ αυτό προσθέσουμε την οικονομική παγκοσμιοποίηση και την πρόοδο στις τηλεπικοινωνίες, η αύξηση των μεταναστεύσεων είναι το πλέον λογικό και αναμενόμενο. Οι κυβερνήσεις απάντησαν σ’ αυτό το διογκούμενο φαινόμενο βάζοντας μεγαλύτερα εμπόδια στα σύνορά τους (με εξαίρεση τη συμφωνία του Σένγκεν μεταξύ κάποιων ευρωπαϊκών χωρών, που αυτή σήμερα τελεί υπό αμφισβήτηση). Και έτσι, τη στιγμή που διευκολύνεται η κυκλοφορία του χρήματος ανά τον πλανήτη, ευνοώντας όσους έχουν ή μπορούν να διαχειριστούν μεγάλα κεφάλαια, οι δυσκολίες για τη μετακίνηση των ανθρώπων αυξάνονται.

Σήμερα το μεγάλο μεταναστευτικό δράμα αφορά στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, οι πρόσφυγες μπορούν να μπουν με σχετική ευκολία στην Ευρώπη από την Τουρκία, αλλά τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν όταν προσπαθούν να μπουν στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης από τα βόρεια της Ελλάδας. Η Ουγγαρία τέθηκε επικεφαλής αυτού του κύματος απόρριψης των μεταναστών, ακολουθούμενη σε ηπιότερους τόνους αλλά εξίσου αποφασιστικά από την Κροατία και τη Σλοβενία. Αυτές οι τρεις χώρες αποτελούν περάσματα σε ποθεινούς προορισμούς όπως η Γερμανία και σε μικρότερο βαθμό η Αυστρία και οι σκανδιναβικές χώρες.

Αντίθετα με αυτό που συνέβη με την ευρωπαϊκή πολιτική κρίση στην Ελλάδα, αυτή τη φορά η Γερμανία δεν πρωτοστατεί ανάμεσα στους σκληροπυρηνικούς, αλλά έχει υιοθετήσει μια μάλλον μετριοπαθή στάση. Είναι ξεκάθαρο ότι η στάση της αυτή υπαγορεύεται και από τις ανάγκες της σε ξένα εργατικά χέρια, που οι πρόσφυγες μπορούν να καλύψουν επαρκώς, δεδομένου ότι ανάμεσά τους υπάρχουν πολλοί έμπειροι επαγγελματίες. Ακόμα κι έτσι όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε το γεγονός πως η «φράου» Μέρκελ δε φέρθηκε, αυτή τη φορά, ως σιδηρά καγκελάριος. Σε κάθε περίπτωση, αν οι πρόσφυγες κατέφθαναν μαζικά στις ισπανικές ακτές, η χώρα θα αντιδρούσε, στα σίγουρα, με τον ίδιο υστερικό τρόπο που αντέδρασε κι ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν. Και το ίδιο θα συνέβαινε με πολλές ευρωπαϊκές χώρες της Ανατολής και της Δύσης.

Το πρόβλημα των Σύρων προσφύγων – στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, αν για τους ευρωπαίους αποτελεί πρόβλημα, είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς το βιώνουν τα φτωχά θύματα που αναζητούν απεγνωσμένα έναν τόπο για να εγκατασταθούν – είναι τρέχον, αλλά, δυστυχώς, η απάντηση των κυβερνήσεων είναι παλιά. Στην παραδοσιακή απόρριψη του ξένου, χαρακτηριστική των πιο σκοτεινών εποχών της ανθρώπινης ιστορίας και που εξακολουθεί να είναι σήμερα παρούσα και ισχυρή σε πολλούς ανθρώπους στην Ευρώπη και όχι μόνο, προστίθεται η τεράστια απόσταση στην ποιότητα ζωής ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες. Τα τελευταία τριάντα χρόνια η απόσταση αυτή έχει γιγαντωθεί λόγω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόστηκαν σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι η αύξηση της ανεργίας, ένα πρόβλημα για το οποίο δε διαφαίνονται άμεσες λύσεις και που το βλέπουμε οξυμένο σε χώρες όπως, για παράδειγμα, η Ισπανία. Με την κρίση που ξεκίνησε το 2007, τα ποσοστά της ανεργίας αυξήθηκαν ενώ ταυτόχρονα χειροτέρευσε το επίπεδο ζωής, πράγμα που σημαίνει πως η απόρριψη του «ανταγωνιστή» είναι ακόμη μεγαλύτερη σε ορισμένους τομείς της κοινωνίας. Πρόκειται για τον κλασικό αγώνα επιβίωσης ανάμεσα στους φτωχούς, που τροφοδοτείται από τα μέσα επικοινωνίας που με τη σειρά τους εξυπηρετούν τα μεγάλα κεφάλαια, τα οποία για μια ακόμα φορά είναι τα μόνα που ωφελούνται από την κατάσταση – σύμφωνα με τη χαρακτηριστική κοντόφθαλμη οπτική τους, φυσικά.

Σ’ αυτό το σημείο, ενώ σκέφτομαι ένα κατάλληλο τέλος για το άρθρο μου, συνειδητοποιώ πως η απάντηση που έδωσε η πλειονότητα των κυβερνήσεων της πολιτισμένης Ευρώπης αγγίζει έναν τέτοιο βαθμό αθλιότητας που τα λόγια είναι φτωχά για να την περιγράψεις. Και μόνο το γεγονός ότι πρέπει να γράφουμε γι’ αυτήν, αποδεικνύει την παταγώδη αποτυχία του υποτιθέμενου ευρωπαϊκού πολιτισμού, που προσπάθησε να επιβάλλει το μοντέλο του στον υπόλοιπο κόσμο. Υπάρχει έστω και ένας πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη που να μην αντιλαμβάνεται ότι μιλάμε για ανθρώπους; Ανθρώπους που γεννήθηκαν, υπήρξαν παιδιά, μεγάλωσαν όπως μπορούσαν, με πόνους αλλά και χαρές, που κάποιες φορές φέρονται λάθος, αλλά που έχουν όνειρα και που θέλουν να ζήσουν ευτυχισμένοι όπως ακριβώς κι εμείς. Πώς φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε πως η ευτυχία των μεν αντιτίθεται στην ευτυχία των δε; Δε θα ωριμάσουμε ποτέ;

Οπότε τι μένει να κάνουμε; Δε μένει παρά να επικαλεστούμε το καλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης, που στις πιο σκοτεινές στιγμές, την έσωσε από την ολοκληρωτική καταστροφή, την ενσυναίσθηση που σε διάφορες φάσεις της ιστορίας έχει ονομαστεί αδελφοσύνη, αλληλεγγύη ή συντροφικότητα. Δεν έχει σημασία τι όνομα θα της δώσουμε: όταν οι άνθρωποι είναι ικανοί να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στους άλλους, όλα τα φράγματα γκρεμίζονται. Οι ξένοι δεν είναι πια «ανταγωνιστές». Οι άνθρωποι, όταν μπορούν, ανοίγουν τα σπίτια τους και κάνουν ό,τι καλύτερο για να βοηθήσουν αυτόν που έχει ανάγκη. Σήμερα είναι οι πρόσφυγες, αύριο μπορεί να είναι κάποιοι άλλοι, ή ακόμα κι εμείς οι ίδιοι…

Συμβαίνει ήδη. Στην παρούσα κρίση των προσφύγων, όταν κάποιοι χτίζουν τοίχους, άλλοι ανοίγουν τις πόρτες και τις καρδιές τους. Η προσωρινή δόξα μοιάζει ν’ ανήκει στους πρώτους, αλλά στο τέλος νικούν πάντα οι άλλοι, εκείνοι που στηρίζονται σε κάτι πιο μεγάλο, κάτι που μας ξεπερνά σαν άτομα, που μας σπρώχνει απ’ το παρελθόν και μας συμπαρασύρει προς το μέλλον. Κι αυτό μας εξανθρωπίζει, μας βοηθά να εξελισσόμαστε εσωτερικά και μας κάνει καλύτερους ανθρώπους.

Όταν πριν λίγους μήνες, μια εγκληματική επίθεση στοίχισε τη ζωή κάποιων δημοσιογράφων, πολλοί είπαν “Je suis Charlie”. Σήμερα μπορούμε να πούμε «Είμαι πρόσφυγας», «Είμαστε όλοι πρόσφυγες». Ακόμα κι αν μοιάζουμε διαφορετικοί, ας μην απατηθούμε απ’ τα φαινόμενα. Είμαστε μια μοναδική καρδιά που χτυπά στον ίδιο ρυθμό.