Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τέξας και πρώην σύμβουλος του Γιάννη Βαρουφάκη θεωρεί πως η ευρωζώνη «δε διέπεται από αρχές που προσφέρουν οικονομικά βιώσιμες λύσεις για τις χώρες της περιφέρειας».

«Κάποια στιγμή, κάποια χώρα θα φτάσει στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατη μια πραγματική αλλαγή εντός του ευρώ και θα αποφασίσει να πάρει το ρίσκο και να βγει».

«Όταν η ισπανική κυβέρνηση θα προσπαθήσει, για παράδειγμα, να επαναφέρει την απασχόληση σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο, τότε θα δούμε μέχρι ποιο σημείο μια μεγάλη χώρα μπορεί να κάμψει το σύστημα».

Του Λουίς Μαρτίν για τη (διαδικτυακή) εφημερίδα Canarias Ahora

Ο Τζέιμς Κ. Γκαλμπρέιθ είναι καθηγητής της Σχολής Δημοσίων Σχέσεων Λύντον Μπ. Τζόνσον του Πανεπιστημίου του Τέξας (Ώστιν). Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο The End of Normal: The Great Crisis and the Future of Growth (Simon & Schuster, 2014). Από το Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούλιο του 2015 υπήρξε σύμβουλος του Γιάννη Βαρουφάκη, του τότε Υπουργού Οικονομικών της Ελλάδας.

Από το 2010, όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση, η συνταγή των ευρωπαϊκών θεσμών για τη διάσωση της χώρας υπήρξε η υιοθέτηση μιας σειράς μέτρων λιτότητας και η υπόσχεση για μελλοντικές πολιτικές προσφοράς (με προϋπόθεση την αναχαίτιση του ελλείμματος και την εφαρμογή των αντίστοιχων δομικών μεταρρυθμίσεων). Πέντε χρόνια μετά, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ύφεση και το χρέος έχει εκτιναχτεί. Εν όψει του τρίτου πακέτου διάσωσης για το οποίο η Ελλάδα προσπαθεί τώρα να έρθει σε συμφωνία με τους πιστωτές της, ποια είναι η πρόβλεψή σας για την ελληνική οικονομία, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα;

Καταρχάς, νομίζω πως πρέπει να διακρίνουμε ως δυο διαφορετικά πράγματα: όσα μας λένε για τις πολιτικές που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, αυτά που κι εσείς, δηλαδή, αναφέρετε, και τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους επιβλήθηκαν αυτές οι πολιτικές. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται στο δημόσιο λόγο, βασίζονται στην ιδέα ότι οι λεγόμενες δομικές μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν σε ανάπτυξη. Ο πραγματικός λόγος πίσω από αυτές τις πολιτικές, που δεν έχουν λογική βάση, είναι ότι οι πιστωτές θέλουν να πάρουν στην κατοχή τους τα περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Αυτό που θα ακολουθήσει, λοιπόν, είναι μια εντατικοποίηση αυτών των πολιτικών και η ρευστοποίηση των ιδιωτικών και δημόσιων αγαθών της χώρας. Της δημόσιας περιουσίας που δημοπρατείται σε πολύ χαμηλές τιμές από το επονομαζόμενο ταμείο ιδιωτικοποίησης, και της ιδιωτικής περιουσίας, που θα σημάνει, κυρίως, πλειστηριασμούς των κατοικιών και της ακίνητης περιουσίας του κόσμου καθώς και των επιχειρήσεων που έχουν απομείνει στην Ελλάδα. Κι όλ’ αυτά θα γίνουν με τις διαδικασίες επείγουσας ρευστοποίησης που προβλέπει το μνημόνιο. Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η κατεύθυνση της πολιτικής που θα ακολουθηθεί και, αν τελικά, εφαρμοστεί το μνημόνιο, αυτό είναι και το πιθανότερο σενάριο.

Αν τα πράγματα είναι όπως τα παρουσιάζετε, τότε οι θεσμοί (το ΔΝΤ, η ΕΕ και η ΕΚΤ) θα βρεθούν αναγκασμένοι να διασώζουν την Ελλάδα επ’ αόριστον.

Εδώ δε μιλάμε για «διάσωση». Δεν υπάρχει «σχέδιο διάσωσης», όπως δεν υπάρχουν και «μεταρρυθμίσεις». Πραγματικά, θέλω να επιμείνω σ’ αυτό το σημείο, επειδή αυτές οι λέξεις συνεχώς παρεισφρύουν στη συζήτησή μας. Είναι οι λέξεις που επιλέγουν οι πιστωτές και που τις χρησιμοποιούμε χωρίς να τις πολυσκεφτόμαστε, αλλά που καμία σχέση δεν έχουν με αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα. Κι αυτό που συμβαίνει είναι μια λεηλασία της περιουσίας του ελληνικού κράτους, της περιουσίας των ελληνικών επιχειρήσεων και των σπιτιών των Ελλήνων. Και καμία σχέση δεν έχει με την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ή με την ευημερία του ελληνικού λαού. Αντιθέτως, οι πολιτικές που εφαρμόζονται είναι τελείως αδιάφορες απέναντι σ’ αυτά τα θέματα.

Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά στα έσοδα του κράτους, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι μια λύση διαρκείας.

Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: τους πιστωτές δεν τους νοιάζει να ξέρουν αν και πόσα λεφτά θα πάρει από τις ιδιωτικοποιήσεις το ελληνικό κράτος. Όχι, δεν τους ενδιαφέρει αυτό. Αν τους ένοιαζε, θα είχαν δώσει την ανάλογη προσοχή όταν, τον περασμένο Φεβρουάριο – Μάρτιο, η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε πως επιθυμία της είναι να εφαρμόσει ένα λελογισμένο σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων και όχι να δημοπρατήσει, μονομιάς, όλη την περιουσία της χώρας. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι τα περιουσιακά στοιχεία να περάσουν στα χέρια γερμανικών κατασκευαστικών εταιριών, διεθνών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, διεθνών φαρμακευτικών εταιριών… Αυτή είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, η ατζέντα.

[Τα έσοδα του κράτους] δεν τους αφορούν. Αν κοιτάξουμε τους στόχους των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις στις προηγούμενες εκδοχές του προγράμματος, τα πραγματικά έσοδα αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος των ποσών που είχαν προβλεφθεί. Αν προσθέσουμε ότι οι πολιτικές αυτές δεν κατάφεραν να αυξήσουν τις εισπράξεις φόρων, δε δημιούργησαν ανάπτυξη, δε μείωσαν την ανεργία και, αν λάβουμε υπόψη μας πως αυτό συμβαίνει έδω και πέντε χρόνια και παρά την αποτυχία τους οι πιστωτές δεν έχουν αλλάξει σε τίποτα τον τρόπο που σχεδιάζουν τις πολιτικές τους, γίνεται σαφές ότι τους είναι τελείως αδιόφορο το τι θα συμβεί τελικά στην Ελλάδα.

Θα αναγκαστεί τελικά η Ελλάδα να βγει από το ευρώ;

Κάποιος θα βγει από το ευρώ κάποια στιγμή, μια και οι πολιτικές επιλογές είναι πλέον απόλυτα ξεκαθαρισμένες. Το ΣΥΡΙΖΑ πήγε με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να διαπραγματευτεί μια ρεαλιστική οικονομική συμφωνία εντός του ευρώ. Αποδείχτηκε περίτρανα πως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό.

Έχουμε γίνει όλοι μας μάρτυρες ενός πειράματος που επιβλήθηκε στην Ελλάδα πέρα από κάθε όριο ηθικής. Ενός πειράματος που απέδειξε το τεράστιο ανθρώπινο κόστος που συνεπάγεται και, πως αυτοί που το εκτέλεσαν αρνούνται να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πράξεών τους.

Αν έτσι είναι τα πράγματα, και οι πολιτικές που επιβάλλονται στην Ελλάδα δεν είναι παρά ένας τρόπος λεηλασίας της χώρας, ποια είναι η λογική των ευρωπαϊκών θεσμών;

Νομίζω ότι πρέπει να καταλάβουμε πως τα μέλη των ευρωπαϊκών θεσμών δεν είναι άτομα γεμάτα αγαθές προθέσεις που δρουν προς το γενικό συμφέρον των λαών της Ευρώπης. Καταρχάς, δρουν σύμφωνα με τις εντολές κάποιων συγκεκριμένων κυβερνήσεων. Κατά δεύτερον, δρουν προασπίζοντας τα δικά τους συμφέροντα και κατά τρίτον, σε κάποιες περιπτώσεις, δρουν για να εξυπηρετήσουν τους πολιτικούς στόχους των ατόμων που βρίσκονται στην ηγεσία αυτών των θεσμών.

Ξεκινώντας από το τρίτο σημείο, θα σας δώσω κάποια παραδείγματα. Το 2010, το ΔΝΤ αποφάσισε να συμμετάσχει στο δανεισμό της Ελλάδας, το μεγαλύτερο δανεισμό στην ιστορία του θεσμού, και ο λόγος που το έκανε ήταν πως ο Ντομινίκ Στρος-Καν ήθελε να κερδίσει την εύνοια των Γάλλων τραπεζιτών, με σκοπό να εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλίας. Αυτός ήταν ένας προσωπικός πολιτικός στόχος που υπονόμευε ουσιαστικά την αποστολή του ΔΝΤ. Για τον ίδιο λόγο, ο Ζαν-Κλωντ Τρισέ αγόρασε ελληνικά ομόλογα για να κερδίσει την εύνοια των Γάλλων τραπεζιτών, και όχι επειδή αυτό συνέφερε την Ευρώπη ή την ΕΚΤ.

Ως προς το δεύτερο σημείο, τα θεσμικά συμφέροντα: εκείνη την εποχή ήταν ξεκάθαρο ότι η ΕΚΤ και άλλοι, αλλά κυρίως η ΕΚΤ, είχαν εξοργιστεί επειδή η ελληνική κυβέρνηση είχε το θράσος να επιβάλλει περιορισμούς στις αρμοδιότητες των γραφειοκρατών της Τρόικα στην Αθήνα. Επρόκειτο για μια όχι ιδιαίτερα συνετή απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης που οι θεσμοί ήταν αποφασισμένοι να ανατρέψουν και που τελικά το κατάφεραν. Το ζητούμενο ήταν ποιος θα έλεγχε, τελικά, τα υπουργεία της Αθήνας: η ΕΚΤ ή η ελληνική κυβέρνηση.

Ως προς το πρώτο σημείο, δε νομίζω ότι είναι μυστικό πως, από το 2010 και μετά, οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας ενεργούν, πρώτον και κύριον, υπέρ των συμφερόντων του δικών τους τραπεζών. Αυτή είναι η πολιτική τους βάση και η κύρια ανησυχία τους. Το τι συμβαίνει στην Ελλάδα είναι δευτερεύον και άσχετο.

Αν έχετε δίκιο, τότε τα περιθώρια για μια πραγματική πρόοδο στην ευρωπαϊκή προοπτική είναι πολύ στενά.

Μια τέτοια πρόοδος θα πρέπει να προέλθει από ένα πολιτικό κίνημα που να υπερβαίνει τα σύνορα των χωρών, ιδιαίτερα των χωρών που βρίσκονται σε κρίση, και που να εκτείνεται, κατά κύριο λόγο, στη Γαλλία και τη Γερμανία. Χωρίς ένα τέτοιο κίνημα, χωρίς μια πραγματική αλλαγή στην πολιτική των χωρών, οι κυβερνήσεις τους και οι οργανισμοί που ασκούν επιρροή θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν την ίδια τακτική.

Μοιάζει πολύ δύσκολο πως ένα κίνημα, υπό τις σημερινές συνθήκες, θα μπορέσει να καταφέρει μια τέτοια παραδειγματική αλλαγή πορείας, τουλάχιστον στη Γερμανία.

Φάνηκε καθαρά ότι δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον για το πρόγραμμα που παρουσίασε η Μετριοπαθής Πρόταση (του Γιάννη Βαρουφάκη και του Στιούαρτ Χόλαντ) και το οποίο είχε σχεδιαστεί, ακριβώς, για να ανακουφίσει την κρίση εντός του πλαισίου των ευρωπαϊκών συμφώνων. Το γεγονός πως υπάρχουν λογικές λύσεις που, όμως, δεν υιοθετούνται, σημαίνει απλά ότι στο μέλλον θα παρθούν πολύ πιο δύσκολα και επικίνδυνα μέτρα. Κάποια στιγμή, κάποια χώρα θα φτάσει στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατη μια πραγματική αλλαγή εντός του ευρώ, και θα αποφασίσει να πάρει το ρίσκο και να βγει. Εκείνη τη στιγμή θα αλλάξει ο ρους της ιστορίας. Η χώρα αυτή θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα, που βγήκε ηττημένη από τις πρόσφατες εξελίξεις, θα μπορούσε όμως να είναι και η Ιρλανδία, για παράδειγμα.

Γιατί η Ιρλανδία;

Η Ιρλανδία μας έρχεται στο μυαλό επειδή οι εμπορικοί της εταίροι είναι το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ, όχι η ηπειρωτική Ευρώπη. Γι’ αυτό, η ένταξή της στο ευρώ υπήρξε, κατά κάποιο τρόπο, συμπτωματική και θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποφασίσει ότι εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά της η επιστροφή στην ιρλανδική λίρα.

Τι γνώμη έχετε για την Ισπανία; Η χώρα αναπτύσσεται, η εσωτερική ζήτηση αυξάνεται, ακόμη και ο κατασκευαστικός τομέας αρχίζει να αναζωογονείται. Η Ισπανία παρουσιάζεται ως επιτυχημένο παράδειγμα αυτής της συνταγής «λιτότητα τώρα και πολιτικές προσφοράς στη συνέχεια».

Η Ισπανία είναι μια χώρα πολύ πιο μεγάλη και πιο ισχυρή από την Ελλάδα και τα μέτρα προσαρμογής που της επιβλήθηκαν ήταν πολύ πιο μετριοπαθή. Η Ισπανία έχει μια πολιτική ευκαμψία που η Ελλάδα δεν έχει. Πιστεύω, ωστόσο, ότι τα όρια αυτής της πολιτικής ευκαμψίας θα δοκιμαστούν αργότερα. Όταν η ισπανική κυβέρνηση θα προσπαθήσει, για παράδειγμα, να επαναφέρει την απασχόληση σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο, τότε θα δούμε μέχρι ποιο σημείο μια μεγάλη χώρα μπορεί να να κάμψει το σύστημα. Υπάρχουν, όπως λέτε, κάποιοι θετικοί δείκτες, αλλά τα ποσοστά της ανεργίας παραμένουν υπερβολικά υψηλά.

Ας πάμε λίγο πίσω, από την εμπειρία σας ως συμβούλου του Γιάννη Βαρουφάκη όταν εκείνος ήταν Υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας, θεωρείτε ότι δεν υπολογίσατε σωστά τις επιλογές σας στις διαπραγματεύσεις;

Το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Γιάννης όταν έφτασα στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου ήταν «καλωσήρθες να μοιραστείς μαζί μας την καυτή πατάτα». Από την αρχή δεν είχαμε καμία ψευδαίσθηση. Ο κόσμος έλεγε το αντίθετο, αλλά έκανε λάθος. Ξέραμε πως τα χαρτιά που κρατούσε στα χέρια της η ελληνική κυβέρνηση ήταν πολύ αδύναμα και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παρουσιάσει τις προτάσεις της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και να δει αν υπήρχε διάθεση για να ξεκινήσει μια ρεαλιστική διαπραγμάτευση. Δεν μπορούσαμε να τους απειλήσουμε γιατί μια τέτοια τακτική θα ήταν επιζήμια. Υπήρξαν στρατηγικές που εφαρμόσαμε, όπως το να δοκιμάσουμε την αντιπαράθεση, ή να κάνουμε παραχωρήσεις, αλλά και τα δυο απέτυχαν. Αυτό που είχαμε να κάνουμε ήταν να προσπαθήσουμε να επικρατήσει μια λογική και ρεαλιστική διαπραγματευτική συζήτηση σ’ αυτούς τους κύκλους, πράγμα που σημαίνει ότι παρουσιάζεις τα επιχειρήματά σου εμμένοντας σ’ αυτά, κάτι που ο Γιάννης έκανε με μεγάλη επιδεξιότητα.

Οπότε, όχι, δεν πιστεύω ότι ο Γιάννης έτρεφε ψευδαισθήσεις, ούτε ότι δεν υπολόγισε σωστά. Πιστεύω αντίθετα, ότι το να αποδείξει αυτό που πραγματικά ήθελαν η Τρόικα και οι πιστωτές, ήταν κάτι που όφειλε να κάνει και που απαιτούσε χρόνο και καλή πίστη. Δυστυχώς, δεν υπήρξε καλή πίστη από την άλλη πλευρά.

Και ξέροντας αυτά που τώρα ξέρετε;

Αν ο κόσμος ήξερε το Φεβρουάριο αυτό που εμείς ξέραμε, ίσως τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά, αλλά χρειάστηκε πρώτα να τον πείσουμε τον κόσμο. Αν η Ελλάδα είχε πάρει το δρόμο της εξόδου στις 28 Ιανουαρίου, ο κόσμος θα είχε καταδικάσει την απερισκεψία της κυβέρνησης και θα την είχε κατηγορήσει πως δεν προσπάθησε να διαπραγματευτεί. Ξέραμε πως τέτοια επιλογή δεν υπήρχε, ούτε και ήταν αυτή η πολιτική γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης. Αλλά ακόμα κι αν γινόταν αυτή επιλογή, δε θα ήταν βιώσιμη μέσα στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο.

Οπότε ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφανγκ Σόιμπλε, παρουσίασε την ιδέα του «προσωρινού Grexit», που στην πραγματικότητα σήμανε και το τέλος των διαπραγματεύσεων, σωστά;

Σωστά. Το «προσωρινό» ήταν ένα προπέτασμα καπνού. Ο Σόιμπλε βασικά είπε ότι η Ελλάδα πρέπει να δεχτεί το μνημόνιο όπως ακριβώς της δόθηκε ή να βγει απ’ το ευρώ. Ο Σόιμπλε ήταν ξεκάθαρος από την αρχή. Από την αρχή είπε ότι «οι εκλογές δεν μπορούν ν’ αλλάξουν τίποτα».

Η στρατηγική της Ελλάδας ήταν να περάσει η ευθύνη για τη λήψη της απόφασης στην καγκελάριο Μέρκελ. Με την ελπίδα πως εκείνη θα συνυπολόγιζε τις πολιτικές διαστάσεις του θέματος, ότι οι ΗΠΑ θα έπαιζαν ένα σημαντικό ρόλο, και, πως τελικά, η Μέρκελ θα έλεγε στο Σόιμπλε να «χαλαρώσει λίγο τα λουριά». Όπως ξέρουμε, τίποτα τέτοιο δε συνέβη και η Μέρκελ επέλεξε να πιέσει κι εκείνη, με τη σειρά της, την ελληνική κυβέρνηση να δεχτεί το μνημόνιο.

Σας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν πρόσφεραν μεγαλύτερη στήριξη στην Ελλάδα; Μου φαίνεται πως, όταν ο Τίμοθυ Γκάιτνερ ήταν Υπουργός Οικονομικών, η αμερικάνικη θέση ήταν πιο ισχυρή.

Εδώ και καιρό η γνώμη των Αμερικανών Υπουργών Οικονομικών δεν έχει πολύ βάρος στην Ευρώπη, όπως είδαμε στην περίπτωση του Γκάιτνερ, ο οποίος αναμφίβολα πήρε τη σωστή θέση σ’ αυτό το ζήτημα. Πράγμα που θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για τον Τζακ Λιου. Ο πρόεδρος, απ’ την άλλη πλευρά, έκανε μια σειρά τηλεφωνημάτων στην καγκελάριο Μέρκελ πιέζοντας για μια ρεαλιστική λύση. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό δε βοήθησε, μάλλον βοήθησε ως ένα βαθμό. Αλλά, σε τελική ανάλυση, ο ρόλος που οι ΗΠΑ μπορούσαν να παίξουν σ’ ένα εσωτερικό ζήτημα της ευρωζώνης, ήταν περιορισμένος. Νομίζω ότι όλοι μας το είδαμε αυτό. Αν τα πράγματα φτάσουν σε πιο σοβαρό σημείο σύγκρουσης, νομίζω ότι ο ρόλος των ΗΠΑ θα γίνει πιο πρωταγωνιστικός, αλλά, στην περίπτωση της Ελλάδας, δε φτάσαμε ως εκεί.

Όταν μιλάμε για την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, μιλάμε για σημαντικούς συμμάχους των ΗΠΑ που τα συμφέροντά τους τα λαβάνει σοβαρά υπόψη της η Αμερική. Αν η κρίση έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της ευρωζώνης, τότε οι ΗΠΑ θα αναθεωρούσαν τη στάση τους. Με άλλα λόγια: οι ΗΠΑ πάντα υποστήριζαν καταρχάς την Ευρώπη, και κατά δεύτερον το ευρώ και την ευρωζώνη. Πιστεύω πως, αν κάποια στιγμή φανεί πως η επιβίωση μιας ενωμένης και ισχυρής Ευρώπης εξαρτάται από την αλλαγή του νομισματικού καθεστώτος, τότε οι ΗΠΑ ενδεχομένως, και παρά τις όποιες αντιρρήσεις τους, θα αναγκαστούν να αναθεωρήσουν τη στάση τους απέναντι στο ευρώ. Σε τελική ανάλυση, πόσες φορές είδαμε ν’ αλλάζουν νομισματικά καθεστώτα μόνο μέσα στον τελευταίο αώνα, πέντε ή έξι; Τα νομισματικά καθεστώτα δεν είναι κατ’ ανάγκη σταθερά και αμετάβλητα όσο περίεργο κι αν μας φαίνεται.

Και όμως, η Γαλλία, η Ιταλία και άλλες χώρες προτίμησαν τη θέση του παρατηρητή ενώ θα μπορούσαν να φέρουν κάποια ισορροπία στο πεδίο της μάχης. Είναι, πράγματι, τόσο μεγάλη η υπεροχή της Γερμανίας;

Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως και οι Γάλλοι και οι Ιταλοί έδειξαν να κατανοούν τη στάση της Ελλάδας, χωρίς όμως να φτάσουν στο σημείο να την υποστηρίξουν κιόλας. Όλοι οι υπόλοιποι, φυσικά, ήταν εχθρικοί. Είναι, ωστόσο, ενδιαφέρουσα η παρατήρησή σας, μια και η Ιταλία και η Γαλλία είναι χώρες αρκετά μεγάλες και ισχυρές, και θα μπορούσαν να αλλάξουν τις ισορροπίες, αν αποφάσιζαν να πάρουν θέση. Το πρόβλημά τους ήταν η έλλειψη βούλησης. Οι πολιτικές των δύο αυτών χωρών πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα και ο κόσμος πρέπει να αναγνωρίσει πως, αν θέλει να διατηρήσει κάποια στοιχεία της εθνικής του αυτονομίας, πρέπει να είναι προετοιμασμένος να αγωνιστεί γι’ αυτό.

Έχοντας, λοιπόν, υπάρξει θεατής αλλά και μέτοχος στην τελευταία κρίση της ευρωζώνης, έχετε ακόμα πίστη στο κοινό νόμισμα;

Αυτό που μπορώ να σας πω είναι πως η πίστη μου έχει κλονιστεί αρκετά. Νομίζω πως είναι ξεκάθαρο ότι η ευρωζώνη δε διέπεται από αρχές που να δίνουν οικονομικά βιώσιμες λύσεις στις χώρες της περιφέρειας, συνεπώς κάτι πρέπει ν’ αλλάξει. Είναι, επίσης, αρκετά ξεκάθαρο ότι η όποια αλλαγή δε θα έχει την επιθυμητή κατεύθυνση, που είναι αυτή που προτείνουμε ο Γιάννης Βαρουφάκης, ο Στιούαρτ Χόλαντ κι εγώ, και που συνεπάγεται την ενίσχυση των οικονομιών της περιφέρειας εντός του πλαισίου της ένωσης.

Αυτό σημαίνει πως η ευρωπαϊκή αριστέρα θα υποχρεωθεί να αναθεωρήσει τη δέσμευση της με το οικονομικό πλαίσιο που σήμερα υπάρχει. Είναι σαφές πως μια αλλαγή είναι επιβεβλημένη, το ποια κατεύθυνση θα πάρει εξαρτάται απο το αν θα υπάρξει ή όχι κάποιο όραμα. Προς το παρόν τίποτα τέτοιο δε διαφαίνεται. Η περίπτωση της Ελλάδας αποδεικνύει ότι αυτό που υπεριχύει είναι μια κοντόφθαλμη οπτική προσανατολισμένη στην εξυπηρέτηση μεμονωμένων συμφερόντων.

Μια οικονομική πολιτική που συνίσταται στη λεηλασία των περιουσιακών στοιχείων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα των χρεωμένων χωρών δεν είναι κάτι που θα δεχτούν «ελαφρά τη καρδία» οι λαοί αυτών των χωρών.

Πριν έξι μήνες η κατάσταση έμοιαζε ελπιδοφόρα και τώρα το μέλλον διαφαίνεται και πάλι μαύρο για τον ελληνικό λαό.

Αναμφίβολα, αυτή φαίνεται να είναι σήμερα η κατάσταση. Νομίζω, όμως, πως ο ελληνικός λαός έδειξε μεγάλη γενναιότητα και έκανε μια τεράστια προσπάθεια και αυτό πρέπει να του το αναγνωρίσουμε. Πρέπει να του αναγνωρίσουμε ότι υπήρξε συνετός και μετρημένος και ότι στήριξε την κυβέρνησή του σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Ο ελληνικός λαός άξιζε μια πολύ καλύτερη έκβαση των διαπραγματεύσεων και καθόλου τη συμφωνία που τελικά του επιβλήθηκε.

Η πρωτότυπη συνέντευξη έχει δημοσιευτεί στα αγγλικά στο Open Democracy.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ