Με αφορμή την ανοιχτή διαδικτυακή διαβούλευση που έχει ξεκινήσει το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας για την κοινωνική αντιπαροχή, επιμελούμαστε μια σειρά από δημοσιεύσεις για να φωτίσουμε πτυχές της αντιπαροχής, του μοναδικού αυτού ελληνικού φαινομένου της μεταπολεμικής περιόδου αλλά και της ανάγκης για στέγη.
Ζητήσαμε από τον Νίκο Κουραχάνη να σχολιάσει το ζήτημα της αντιπαροχής όπως το βιώσαμε ως ελληνική κοινωνία και το υπό διαβούλευση Σ/Ν του Υπουργείου καθώς και να προσφέρει μια εναλλακτική σκέψη για το πώς θα μπορούσε να σχεδιαστεί ο νόμος με προσανατολισμό το δημόσιο συμφέρον. Ο Νίκος Κουραχάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής και Στέγασης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην έννοια της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη και σε πολιτικές κοινωνικής ενσωμάτωσης ευάλωτων ομάδων όπως οι άστεγοι, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Ένα από τα πιο πρόσφατα βιβλία επικεντρώνεται στο σύγχρονο ζήτημα της στέγασης με τίτλο “Στεγαστική κρίση και στεγαστική πολιτική: προκλήσεις και προοπτικές” (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, 2023).
Κύριε Κουραχάνη, έχετε ασχοληθεί ερευνητικά με τις πολιτικές στέγασης. Πώς θα ορίζατε εσείς την έννοια της αντιπαροχής;
Ο θεσμός της αντιπαροχής, όπως εφαρμόστηκε στην Ελλάδα κυρίως από τη δεκαετία του 1950 και μετά, δεν μπορεί να ιδωθεί απλώς ως ένα έξυπνο, ή με την ορολογία του σήμερα καινοτόμο, εργαλείο πολεοδομικής ανάπτυξης ή κοινωνικής στέγασης. Αντίθετα, συνέστησε μια στρατηγική κρατικής διαχείρισης του χώρου και της στέγασης υπέρ του κεφαλαίου, η οποία συγκαλύφθηκε πίσω από το προσωπείο της «ανταποδοτικής συνεργασίας» μεταξύ πολιτών και εργολάβων.
Η μεταπολεμική αντιπαροχή αποτέλεσε στην πραγματικότητα ένα σχήμα ιδιωτικής “αυτοστέγασης” με δημόσιο κόστος και ιδιωτικά κέρδη, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής διάρθρωσης, εδραιώνοντας την ιδεολογία της «μικρής ιδιοκτησίας» και μετατρέποντας τη λαϊκή ανάγκη για κατοικία σε μηχανισμό συσσώρευσης για την εργολαβική και κατασκευαστική αστική τάξη. Η ιδεολογία του μικροαστισμού που διέπει σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας εκπαιδεύτηκε και εξετράφη μέσω της πρακτικής της αντιπαροχής.
Ποια είναι η γνώμη σας για το μέτρο της κοινωνικής αντιπαροχής που προωθείται αυτή τη χρονική περίοδο από την κυβέρνηση;
Η κυβερνητική πρόταση για την κοινωνική αντιπαροχή, παρά την επιφανειακή ρητορική περί κοινωνικής ωφέλειας, συνιστά μια ανακύκλωση ενός αποτυχημένου και ταξικά μεροληπτικού μοντέλου αστικής ανάπτυξης, που είχε εφαρμοστεί ήδη με καταστροφικές συνέπειες κατά τον 20ό αιώνα. Είναι φανερό πως το βασικό πρόσημο της πολιτικής αυτής είναι η εκχώρηση δημόσιας γης και περιουσίας σε ιδιώτες – δηλαδή στους εργολάβους και τις κατασκευαστικές εταιρείες – δίχως ανταπόδοση προς το κράτος, παρά μόνον με την υπόσχεση ενοικίασης μέρους του παραγόμενου αποθέματος με «χαμηλό ενοίκιο». Πρόκειται για έμμεση επιδότηση του κεφαλαίου μέσω δημόσιων πόρων, με πρόσχημα την κοινωνική στέγαση.
Αλλά και πάλι, από τη στιγμή που το κράτος δεν αποκτά το ίδιο ιδιοκτησία ούτε διασφαλίζει δημόσια έσοδα ή έλεγχο επί του παραγόμενου αποθέματος, δεν μπορούμε να μιλάμε καν για “αντιπαροχή”, αλλά για εκποίηση και ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας, με κοινωνικό προκάλυμμα. Το γεγονός ότι το ενοίκιο στα διαμερίσματα της δήθεν κοινωνικής κατοικίας θα ορίζεται από τους ίδιους τους εργολάβους και θα αποτελεί δικό τους έσοδο, εντείνει ακόμη περισσότερο τον ιδιωτικοποιημένο χαρακτήρα της παρέμβασης.
Θα μπορούσε η κυβέρνηση ή οι Ο.Τ.Α., αντί να συνάψουν συμβόλαια με ιδιώτες αναδόχους, να αναλάβουν με δικά τους κόστη το σύνολο ή μέρος της ανακαίνισης ή της δόμησης της δημόσιας περιουσίας με σκοπό στη συνέχεια την υλοποίηση προγραμμάτων κοινωνικής μίσθωσης που θα μπορούσαν να καταλήξουν και σε δικαίωμα εξαγοράς του ακινήτου – κοινωνικής αντιπαροχής;
Η πρόταση να αναλάβουν το κράτος ή οι Ο.Τ.Α., με ίδιους πόρους, την ανακαίνιση ή ανέγερση δημόσιας περιουσίας με στόχο την κοινωνική μίσθωση, ακόμη και με δυνατότητα μελλοντικής εξαγοράς, αποτελεί μια ριζικά διαφορετική και κοινωνικά δίκαιη προσέγγιση σε σχέση με το ισχύον μοντέλο της λεγόμενης «κοινωνικής αντιπαροχής». Αντί να παραχωρείται δημόσια γη σε ιδιώτες χωρίς σαφές κοινωνικό αντίκρισμα, το κράτος μπορεί να αναλάβει ενεργό ρόλο στη στεγαστική πολιτική, διατηρώντας τον έλεγχο του παραγόμενου αποθέματος και διασφαλίζοντας χαμηλά ενοίκια, κοινωνικά κριτήρια κατανομής και διαφάνεια.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία προσφέρει πολλά παραδείγματα για το πώς μπορεί να λειτουργήσει ένα τέτοιο μοντέλο με επιτυχία. Στη Βιέννη, για παράδειγμα, ο δήμος κατασκευάζει και διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών κατοικιών, προσφέροντας ποιοτική και προσιτή στέγη χωρίς μεσολάβηση εργολάβων. Στην Ολλανδία και τη Γαλλία, μη κερδοσκοπικοί φορείς ή δημόσιοι οργανισμοί διαχειρίζονται την κοινωνική κατοικία με κρατική υποστήριξη και δυνατότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μελλοντικής εξαγοράς από τους ενοικιαστές. Αυτές οι πρακτικές έχουν αποδειχτεί πολύ πιο αποτελεσματικές από την ιδιωτικοποιημένη διαχείριση που εφαρμόζεται σήμερα ή που σχεδιάζεται μέσω της κοινωνικής αντιπαροχής.
Θα μπορούσε ένα πρόγραμμα κοινωνικής αντιπαροχής να σχεδιαστεί με επιπρόσθετο σκοπό την αποκέντρωση; Ή το σημερινό τοπίο των στεγαστικών αναγκών φαίνεται να χρειάζεται περισσότερο πολιτικές που επικεντρώνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα;
Ένα πρόγραμμα κοινωνικής αντιπαροχής ή, ευρύτερα, κοινωνικής στέγασης θα μπορούσε και οφείλει να ενταχθεί σε μια στρατηγική ισόρροπης κοινωνικοχωρικής ανάπτυξης, με στόχο όχι μόνο την κάλυψη των άμεσων στεγαστικών αναγκών, αλλά και την αποκέντρωση, την ενίσχυση της περιφέρειας και τη δημογραφική αναζωογόνηση περιοχών που φθίνουν πληθυσμιακά με έμφαση σε γηράσκουσες τάσεις.
Μια αποκεντρωμένη στεγαστική πολιτική πρέπει να εξασφαλίζει ότι ο κάτοικος έχει πρόσβαση σε δημόσια υγεία, παιδεία, κοινωνικές υπηρεσίες εν γένει, μεταφορές και δίκτυα, αλλά και δυνατότητες απασχόλησης και πολιτιστικής ζωής. Διαφορετικά, η αποκέντρωση καταλήγει να είναι μια μετακίνηση του κοινωνικού προβλήματος στην περιφέρεια – και όχι η επίλυσή του.
Επιπλέον, τέτοιες πολιτικές θα μπορούσαν να ενισχυθούν μέσω συνεργασιών με την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, την αξιοποίηση ανενεργού δημόσιας γης ή κτιρίων και την ενθάρρυνση μορφών συλλογικής κατοίκησης (όπως οι συνεταιρισμοί κατοικίας), που μπορούν να ενισχύσουν τη συνοχή και τη βιωσιμότητα των μικρότερων κοινοτήτων.







