Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ιστορίας για τα 30 χρόνια των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας στις 12 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε ένας ιστορικός περίπατος, από την ιστορικό Ελένη Κούκη και τη διδάκτορα τεχνών και ανθρωπιστικών επιστημών, Πηνελόπη Πετσίνη. Ο περίπατος εστίαζε σε επιλεγμένα κτήρια και μνημεία της δεκαετίας του 1950, ’60 και ’70 που διαμόρφωσαν την Αθήνα του Ψυχρού Πολέμου και καθόρισαν τις προσδοκίες για τη δημιουργία μιας μοντέρνας πρωτεύουσας εφάμιλλης των αντίστοιχων μητροπόλεων του δυτικού κόσμου.

Στο πρώτο μέρος είδαμε τους βασικούς σταθμούς του ιστορικού περιπάτου που αφορούσαν το άγαλμα Χάρι Τρούμαν, το Χίλτον, το κτίριο ΝΙΜ.Τ.Σ., το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και την Αμερικάνικη Πρεσβεία. Υλικά αποτυπώματα που χτίστηκαν στη Βασιλίσσης Σοφίας και στην Κηφισίας μέσα από το όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή.  Στο σημερινό δεύτερο μέρος θα περιδιαβούμε το Ωδείο Αθηνών, το άγαλμα του Ελευθέριου Βενιζέλου και το Πολεμικό Μουσείο, τα οποία ολοκληρώθηκαν από την Απριλιανή Δικτατορία.

 

Ωδείο Αθηνών
Το Ωδείο Αθηνών βρίσκεται στην οδό Ρηγίλλης και Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το Ωδείο ήταν μέρος του μεγαλεπήβολου σχεδίου του Κωνσταντίνου Καραμανλή τη δεκαετία του 1950 για τη δημιουργία του περίφημου Πνευματικού Κέντρου Αθηνών, που δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Το σχέδιο αφορούσε την ανάπλαση ολόκληρου του οικοδομικού τριγώνου Βασιλέως Κωνσταντίνου-Ρηγίλλης-Βασιλίσσης Σοφίας, και την ανέγερση κτηρίων (εκτός από το Ωδείο Αθηνών) τη Λυρική Σκηνή, την Πινακοθήκη, το Βυζαντινό Μουσείο, ερευνητικά ιδρύματα, ένα υπαίθριο θέατρο κ.ά. Το όραμα του Καραμανλή αποσκοπούσε στο να πλησιάσει η μεταπολεμική Ελλάδα τη Δύση και να δημιουργήσει ένα πολιτιστικό κέντρο, όπως αντίστοιχα είχε κάνει η Γαλλία. Το μόνο κτήριο που υλοποιήθηκε από το σχέδιο του Καραμανλή ήταν το Ωδείο Αθηνών.

Η Αθήνα του Ψυχρού Πολέμου – Ωδείο Αθηνών, φωτογραφία Μαριανέλλα Κλώκα | pressenza.

 

Στον διαγωνισμό που προκηρύσσεται το 1959 για την ανέγερση του Πνευματικού Κέντρου, το α’ βραβείο απονέμεται στον αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλο. Η κατασκευή του Ωδείου άρχισε το 1969 και σταμάτησε το 1976, λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, αφήνοντας το κτίριο ημιτελές, αν και εν μέρει απολύτως λειτουργικό. Στο κτίριο του Ωδείου Αθηνών ο μελετητής κράτησε τις διαστάσεις και τη χωροθέτηση που είχαν προκύψει από τη σχέση του με τις άλλες κτιριακές μονάδες του Πνευματικού Κέντρου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την τοποθέτηση του Ωδείου λοξά προς τους κύριους οδικούς άξονες οι οποίοι περιβάλλουν την ασυνήθιστα επιμήκη σιλουέτα του, μήκους 160 μ., πλάτους 32 μ. και ύψους 10,50μ.
Το κτίριο του Ωδείου, απέμεινε απόμακρο και αινιγματικό μέσα στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας, ως μια ανάλαφρη, λευκή, λοξή ευθεία, οριακά θεατή |μέσα από την οργιώδη βλάστηση του βαθμιδωτού κήπου.
Στις 14 Δεκεμβρίου 2022 η πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου εγκαινίασε την αποπεράτωση των νέων χώρων του Ωδείου, |με την οποία ολοκληρώθηκε ένα μεγάλο μέρος των πολιτιστικών υποδομών του σχεδίου Δεσποτόπουλου, που στο εξής θα συναποτελούν αυτό που θα αποκαλείται Κέντρο Τεχνών του Ωδείου Αθηνών.

 

Άγαλμα Βενιζέλου
Ο ανδριάντας του Ελευθέριου Βενιζέλου στη λεωφόρο Κηφισίας, υπήρξε έργο της Χούντας και μάλιστα το μεγαλύτερο τέτοιας κλίμακας που παραμένει μέχρι και σήμερα στην πρωτεύουσα από την περίοδο της Επταετίας. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος μάλιστα ήταν ο ίδιος που πραγματοποίησε τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα, το 1969.

Η Αθήνα του Ψυχρού Πολέμου – άγαλμα Ελευθέριου Βενιζέλου – Πάρκο Ελευθερίας, φωτογραφία Μαριανέλλα Κλώκα | pressenza.

Οι πρώτες πρωτοβουλίες για την κατασκευή ανδριάντα γίνονται το 1954. Παρόλο που ο Βενιζέλος πεθαίνει το 1936, η δημόσια μνήμη του πολιτικού πέρασε από αρκετές ανανοηματοδοτήσεις. Ο Βενιζέλος ένα πρόσωπο σύμβολο για τη διαίρεση και τον Εθνικό Διχασμό, μετά τον πόλεμο του ’40 και κυρίως τη δεκαετία του ’50 απέκτησε μια ευρύτερη επανεκτίμηση. Όμως ούτε οι προσπάθειες του 1954 για την κατασκευή αγάλματος έδωσαν αποτελέσματα, ούτε αυτές του 1960 παρόλο που επικεφαλής είχε τεθεί ο ίδιος ο Υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου. Το 1965 έχουμε την εκατονταετηρίδα Βενιζέλου ωστόσο ούτε τότε γίνεται κάτι για την κατασκευή του ανδριάντα του. Η χούντα αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει όσα η διχόνοια της κοινοβουλευτοκρατίας εμπόδισε. Κοινοβουλευτοκρατία αποκαλούσε η χούντα την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Είναι η περίοδος που ο Γεώργιος Παπαδόπουλος προετοίμαζε το έδαφος για τις πρώτες «ελεύθερες» εκλογές που είχαν οριστεί για το 1974. Η ανέγερση του ανδριάντα του Κρητικού πολιτικού συνοδεύτηκε και από ποικίλες άλλες αντίστοιχες πρωτοβουλίες. Οι ενέργειες αυτές λειτουργούν ως παραπετάσματα. Λίγα μέτρα πιο πίσω από τη γιορτή των αποκαλυπτηρίων, βρίσκονταν τα κρατητήρια του ΕΑΤ ΕΣΑ με τις χιλιάδες συλλήψεις και τα βασανιστήρια των πολιτικών αντιπάλων της χούντας. Το 1969 άλλωστε είναι η χρονιά που το Συμβούλιο της Ευρώπης εισηγείται την εκδίωξη της χώρας, καθώς η Ασφάλεια και η Στρατιωτική Αστυνομία είχαν διαπράξει βασανιστήρια και το καθεστώς καταστρατηγούσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Η χωροθέτηση του μνημείου είχε ιδιαίτερη σημασία καθώς κρινόταν άμεσα η προβολή του. Με προσωπική εμπλοκή του ίδιου του Παττακού, ο ανδριάντας αποφασίστηκε να τοποθετηθεί στο νέο πάρκο που θα κατασκευαζόταν στο ανώτερο τμήμα της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας. Ο δρόμος – το ανώτερο τμήμα της λεωφόρου – αποκτά σταδιακά στη μεταπολεμική περίοδο μια νέα ταυτότητα, συμβάλλοντας στον εκμοντερνισμό της χώρας, με την κατασκευή δύο κτηρίων, της Αμερικανικής Πρεσβείας το 1961 και του ξενοδοχείου Χίλτον το 1963. Με την επιλογή του συγκεκριμένου οικοπέδου, η Χούντα συνεισέφερε και αυτή στον αποκαθαρμό του δρόμου από παλαιότερες ρυπαρές δραστηριότητες (το οικόπεδο παλαιότερα ήταν χώρος στρατιωτικών παραπηγμάτων). Ο τύπος του μνημείου, ανδριάντας, ήταν έτοιμος από τον γλύπτη Ιωάννη Παππά. Ωστόσο το καθεστώς έκανε διαγωνισμό για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση του μνημείου. Το πρώτο βραβείο δόθηκε στον αρχιτέκτονα Βοκοτόπουλο για μια σύνθεση από βαθμιδωτά επίπεδα με δυναμικές τριγωνικές απολήξεις που αναδείκνυαν το μνημείο, δημιουργούσαν ανοιχτούς χώρους που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για δημόσιες τελετές και τέλος έδιναν μοντέρνα όψη στο νέο άλσος.

 

Πολεμικό μουσείο μουσείο Ελευθερίας

Ο τελευταίος σταθμός του περιπάτου αναδεικνύει την αγωνία της μεταπολίτευσης να αποκόψει τους δεσμούς της με την Απριλιανή δικτατορία. Από τη διδακτορική διατριβή της Ελένης – Αργυρώ Κούκη, με τίτλο Πολιτικές για τον έλεγχο του εθνικού παρελθόντος από το καθεστώς της 21ης Απριλίου: ιστορικές επέτειοι και μνημεία της Επταετίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2016 παραθέτουμε τα παρακάτω στοιχεία για το Πολεμικό Μουσείο.

Η Αθήνα του Ψυχρού Πολέμου – Πολεμικό Μουσείο, φωτογραφία Μαριανέλλα Κλώκα | pressenza.

 

Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν προχωρήσει στη δημιουργία πολεμικών μουσείων με σημαντικές συλλογές, η Ελλάδα δεν είχε δείξει ποτέ αντίστοιχο ενδιαφέρον. Τις πρωτοβουλίες για την ίδρυση ενός μουσείου στην Αθήνα θα τις αναλάβει η Χούντα. Άλλωστε πρέπει να θωρακίσει το καθεστώς της με το πρέπον εθνικό κύρος. Το 1968 στο πλαίσιο της εβδομάδας των εορτασμών της πρώτης απριλιανής επετείου, εγκαινιάστηκε στο Ζάππειο «Η έκθεσις της πολεμικής ιστορίας των Ελλήνων». Η έκθεση θα αποτελέσει αφετηρία για μια ολόκληρη καμπάνια προβολής της στρατιωτικής ιστορίας. Στο πλαίσιο της έκθεσης εξαγγέλλεται η πρόταση για τη δημιουργία Πολεμικού Μουσείου.

Το Γενικό Επιτελείο Στρατού προκήρυξε πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Γίνονται ενέργειες για τη συλλογή κειμηλίων που θα αποτελούσαν το υλικό του μελλοντικού μουσείου. Τον Φεβρουάριο του 1969 υπογράφεται το νομοθετικό διάταγμα 132, με το οποίο ιδρυόταν το Πολεμικό Μουσείο ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έδρα την Αθήνα. Το μουσείο τελούσε κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Ακόμα και μέχρι σήμερα τα μουσεία πολεμικής και στρατιωτικής ιστορίας, αλλά ακόμη και τα πολεμικά μνημεία συνεχίζουν να βρίσκονται στον έλεγχο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και όχι για παράδειγμα στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Η κεντρική σημασία του μουσείου ήταν προφανής και από τη χωροθέτησή του. Το οικόπεδο που παραχωρήθηκε βρισκόταν στη συμβολή της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας με την οδό Ριζάρη σε ένα εξαιρετικά προβεβλημένο σημείο, σχεδόν εφαπτόμενο με το πολιτικό και μνημειακό κέντρο της Αθήνας. Πολύ περισσότερο επρόκειτο για ένα οικόπεδο που βρισκόταν σε μια ευρύτερη περιοχή που είχε ταυτιστεί με τη φιλοδοξία του Κωνσταντίνου Καραμανλή να δημιουργήσει στην Αθήνα ένα πολιτιστικό κέντρο εφάμιλλο των πολιτιστικών κέντρων που την ίδια εποχή είχαν αρχίσει να κατασκευάζονται στις δυτικοευρωπαϊκές πόλεις. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο εξαγγέλθηκε για πρώτη φορά το 1959. Ωστόσο, μια σειρά από ενστάσεις και άλλα διαδικαστικά προβλήματα οδήγησαν σε συνεχείς αναβολές του έργου. Επί Χούντας το έργο επαναλήφθηκε, αλλά με σοβαρές τροποποιήσεις. Ξεκίνησε η κατασκευή του Ωδείου, με σχέδιο του διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα Ι. Δεσποτόπουλου, αλλά το πολιτιστικό ίδρυμα που προχώρησε γρηγορότερα από όλα τα άλλα ήταν ένα μουσείο που δεν προβλεπόταν στις αρχικές εξαγγελίες, το Πολεμικό Μουσείο. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, αξιοποιώντας το πλεονέκτημά του να είναι ιδιοκτήτης ενός από τα οικόπεδα που περιλαμβανόταν στην έκταση για την ανέγερση του υπό σχεδιασμού πνευματικού κέντρου της Αθήνας, προχώρησε στην ανέγερση του μουσείου και έτσι σφράγισε το χώρο με τη δική του εκδοχή σχετικά με την πνευματική αναγέννηση της σύγχρονης Ελλάδας.

Το Πολεμικό Μουσείο, το πλέον σύγχρονο μουσείο της Αθήνας, όπως εξαγγέλθηκε, θα ήταν ένας εντυπωσιακός πολυχώρος που συμπεριλάμβανε αμφιθέατρο, αίθουσες μουσικής, δισκοθήκη/ταινιοθήκη, βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο, αλλά θα είχε και τη δυνατότητα μελλοντικών επεκτάσεων. Επιπλέον, όπως προβλεπόταν στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, το μουσείο θα διέθετε σημαντικό υπαίθριο χώρο για την έκθεση μεγάλων αντικειμένων. Οι ιθύνοντες προσανατολίστηκαν σε μια υπαίθρια έκθεση όπλων που θα αιχμαλώτιζε την περιέργεια, ιδιαίτερα των παιδιών, και θα έκανε αντιληπτό σε οποιοδήποτε περαστικό ότι το μουσείο ήταν πολεμικό. Ωστόσο, η ανταπόκριση των αρχιτεκτόνων στο διαγωνισμό δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Απονεμήθηκε μόνο το β’ βραβείο, ενώ δόθηκε έπαινος στην πρόταση του Τομπάζη. Τελικά τη μελέτη του μουσείου ανέλαβε η Διεύθυνση Έργων της Αεροπορίας, σύμβουλος της οποίας υπήρξε ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Θουκυδίδης Βαλέντης.

Το κτήριο ολοκληρώθηκε το 1972, τέσσερα μόλις χρόνια αφότου είχε προκηρυχθεί ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, ένα πραγματικό ρεκόρ ταχύτητας για τα ελληνικά δεδομένα. Όμως οι πολιτικές εξελίξεις ανέτρεψαν τους σχεδιασμούς του καθεστώτος. Το Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας δεν εγκαινιάστηκε από το δικτατορικό καθεστώς, αλλά από την πρώτη εκλεγμένη μεταπολιτευτική κυβέρνηση. Και έτσι το μουσείο που ιδρύθηκε για να καταδείξει την πρωταρχική σημασία του Στρατού στην πλήρη ιστορική διαχρονία του ελληνικού έθνους, τελικά εγκαινιάστηκε ως «Μουσείο Ελευθερίας», απόδειξη ότι τα ελληνικά όπλα υπηρέτησαν πάντοτε νομιμοφρόνως την πατρίδα, έστω «εάν ενίοτε παρεπλανήθησαν εις άλλους δρόμους», σύμφωνα με τη λεπτή διατύπωση του Ε. Αβέρωφ, που ως υπουργός Εθνικής Άμυνας, εκφώνησε λόγο στα εγκαίνια του μουσείου στις 18 Ιουλίου του 1975.

Τα εγκαίνια του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών, το 1975, υπήρξαν μια διαδικασία απεγγραφής του μουσείου από τις χουντικές συμπαραδηλώσεις του και επανεγγραφής στα νέα δεδομένα της Μεταπολίτευσης. Οι προσπάθειες από τη νέα κυβέρνηση Καραμανλή για την προβολή του Πολεμικού Μουσείου ως μουσείου της Δημοκρατίας δεν έμειναν ωστόσο ασχολίαστες. Την επόμενη μέρα των εγκαινίων δημοσιεύεται στο Βήμα ένα υπόρρητα καυστικό σχόλιο. Ο συντάκτης κατέληγε: «Να σιωπάμε, έστω, αλλά να μην ξεχνάμε». Καθώς το Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας προχωρούσε στη λειτουργία του, τα αρχικά περιστατικά της δημιουργίας του σταδιακά αποσιωπήθηκαν. Σήμερα πλέον η επίσημη εκδοχή του μουσείου είναι ότι αυτό δημιουργήθηκε το 1964. Όπως ακριβώς άλλωστε αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα του: «Η ελληνική πολιτεία, επιθυμώντας να τιμήσει όλους αυτούς που πολέμησαν για την Ελευθερία της πατρίδας μας, αποφάσισε το 1964 την ίδρυση Πολεμικού Μουσείου».