Γραμμένο από τη σκοπιά ενός δημοσιογράφου που για 30 χρόνια κάλυψε πολέμους σε Λατινική Αμερική, Βαλκάνια, Μέση Ανατολή και Ασία, το βιβλίο Η αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή είναι μια βιωματική αφήγηση με έντονη αναστοχαστική διάθεση, η οποία εφαρμόζει για πρώτη φορά στην επιστήμη της επικοινωνίας στην Ελλάδα τη μέθοδο της αυτοεθνογραφίας και παράλληλα το αποτέλεσμα μιας πολύχρονης ερευνητικής προσπάθειας να καταγραφούν ο ρόλος των ισχυρών ειδησεογραφικών οργανισμών στην κάλυψη ένοπλων συγκρούσεων, τα fake news, η προπαγάνδα και η λογοκρισία στους μεγαλύτερους πολέμους που συγκλόνισαν τον κόσμο από τον 19o έως τον 21o αιώνα.

Με αφορμή την κυκλοφορία και την εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου του, ο συγγραφέας, δημοσιογράφος, παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΝΑ Παύλος Νεράντζης μιλά στον υπεύθυνο Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών, Βαγγέλη Βιτζηλαίο.

 

Παρατηρούμε σημαντικές αλλαγές στη μορφή και στις πρακτικές των πολεμικών συγκρούσεων του περασμένου αιώνα σε σχέση με τον 21ο, με τους «μεταμοντέρνους πολέμους» που αναφέρετε στο βιβλίο να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο κομμάτι της επικοινωνίας. Θέλετε να μας εξηγήσετε τι εννοείτε;

Στις μεταμοντέρνες ένοπλες συρράξεις, από τον Πόλεμο του Κόλπου και μετά, παρατηρείται μια ραγδαία μετατόπιση του κέντρου βάρους, από την ισχύ των όπλων στη δύναμη των πληροφοριών. Εξαιτίας των τεχνολογικών εξελίξεων και της συμμετοχής ιδιωτικών εταιριών πολέμου, άλλαξε η μορφή του πολέμου, οι ελίτ διαμόρφωσαν νέες στρατηγικές επικοινωνίας, ενισχύθηκε ο συγκεντρωτισμός των Μέσων και η εντυπωσιοθηρική δημοσιογραφία, όπως και η «δημοσιογραφία της ανακύκλωσης», με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέα δεδομένα στην κάλυψη και την αναπαράσταση του πολέμου.

Με άλλα λόγια, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, αυτά τα νέα δεδομένα είναι το αποτέλεσμα της ενίσχυσης του αποκαλούμενου military-industrial-media complex (του στρατιωτικο-βιομηχανικο-μιντιακού συμπλέγματος), δηλαδή της διαπλοκής μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας, πολεμικών βιομηχανιών και βαρόνων του Τύπου σε βάρος της αξιοπιστίας της ενημέρωσης.

Για όσους από εμάς βρεθήκαμε σε εμπόλεμες ζώνες από τη δεκαετία του 1980, οι αλλαγές αυτές έγιναν γρήγορα αντιληπτές στο πεδίο: πρώτα στην επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» και στους πολέμους στα Βαλκάνια και στη συνέχεια στους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ.

Τα κύρια χαρακτηριστικά ήταν, από τη μια πλευρά, η ενσωμάτωση των δημοσιογράφων (embedded journalists) στις ένοπλες δυνάμεις των αντιμαχόμενων, με στόχο να υπάρξει μεγαλύτερος έλεγχος στη ροή των πληροφοριών, και, από την άλλη, η ενίσχυση των μηχανισμών προπαγάνδας, χάρη στη συνεργασία στρατιωτικών με εταιρίες δημοσίων σχέσεων που προσφέρουν ετοιμοπαράδοτα ρεπορτάζ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο λόγος της προπαγάνδας θεωρείται ολοένα και περισσότερο η μία και μοναδική αλήθεια, ενώ όσοι δημοσιογράφοι έχουν μια κριτική προσέγγιση και ερευνούν αναζητώντας την αλήθεια βρίσκονται στο στόχαστρο, διώκονται, απαξιώνονται ή και δολοφονούνται. Αυτό αποδεικνύεται, άλλωστε, από τη ραγδαία αύξηση των πολεμικών ανταποκριτών που χάνουν τη ζωή τους την τελευταία εικοσαετία.

Κοντολογίς, ενώ οι απευθείας συνδέσεις με τα πεδία των μαχών έχουν φέρει τον πόλεμο μέσα στα νοικοκυριά και οι συγκρούσεις έχουν γίνει υπερθέαμα, η ενημέρωση είναι φτωχή, αποστειρωμένη. Για παράδειγμα, τα κυρίαρχα Μέσα αναπαράγουν το λόγο της πολιτικής εξουσίας για «ανθρωπιστικούς πολέμους», για «έξυπνα όπλα» και «παράπλευρες απώλειες», ενώ στην πραγματικότητα στους μεταμοντέρνους πολέμους έχει πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των αμάχων που χάνουν τη ζωή τους σε σχέση με εκείνον των ενόπλων.

Παρά τις αλλαγές αυτές, υπάρχουν, ωστόσο, σταθερές στη σχέση Μέσων και δημοσιογράφων με τον πόλεμο;

Και βέβαια υπάρχουν σταθερές. Όπως αναφέρω και στην εισαγωγή του βιβλίου, από τη στιγμή που ο δημοσιογράφος καλείται να συγκεντρώσει πληροφορίες για ένα μείζονος σημασίας γεγονός όπως μια ένοπλη σύγκρουση, είναι ουσιαστικά αυτός που πρώτος γράφει ιστορία, τη στιγμή που η ιστορία γράφεται. Ο δημοσιογράφος δεν είναι βεβαίως ιστορικός, αλλά οφείλει εκ των πραγμάτων να αποτυπώσει και να μεταδώσει στο κοινό με το λόγο και την εικόνα τι συμβαίνει, την ώρα που συμβαίνει.

Τα ρεπορτάζ από εμπόλεμες ζώνες είναι η πρώτη απόπειρα καταγραφής της ιστορίας σε πραγματικό χρόνο. Και, όπως έλεγε ο Robert McNamara, υπουργός Άμυνας επί κυβερνήσεως Nixon, «το να επιχειρήσεις να γράψεις ιστορία για τα σύγχρονα γεγονότα είναι μια άσκηση υψηλού κινδύνου».

Το ζητούμενο είναι πώς σε μια ένοπλη σύρραξη ο πολεμικός ανταποκριτής θα μεταδώσει όσο το δυνατόν περισσότερες πλευρές της αλήθειας, ενώ η ζωή του κινδυνεύει, οι αντιμαχόμενοι διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις και επιβάλλουν λογοκριτικά μέτρα, ενώ τα Μέσα ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Πώς στις ακραίες συνθήκες μιας ένοπλης σύγκρουσης, στην οποία δεν πολεμά για τη δική του επιβίωση όπως οι άλλοι, πρέπει να παραμείνει ασφαλής και, ως αυτόπτης μάρτυρας, να αφηγηθεί στιγμιότυπα θανάτου, ανείπωτης δυστυχίας αλλά και διπλωματικών χειρισμών από τους οποίους εξαρτάται η ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Γι’ αυτό, από την εποχή του κριμαϊκού πολέμου μέχρι τον πόλεμο του Βιετνάμ και τον εμφύλιο του Λιβάνου, από τον Russell και τον Hemingway μέχρι τη Fallaci, τον Page, τη Leroy και τον Fisk, ο ρόλος του πολεμικού ανταποκριτή κυριαρχούσε στην κάλυψη μιας σύρραξης. Ήταν μια σχεδόν μυθική φιγούρα στις λαϊκές αφηγήσεις. Αυτό τώρα τείνει να αλλάξει.

Η δεύτερη σταθερά στο πεδίο της επικοινωνίας σε έναν πόλεμο είναι η στάση των αντιμαχόμενων. Οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες ανέκαθεν επιχειρούσαν να παραπληροφορήσουν τον αντίπαλο. Να κρύψουν τα κακώς κείμενα, να κατασκευάσουν την κοινωνική συναίνεση και να διατηρήσουν υψηλά το ηθικό της ημέτερης πλευράς. Η παραπληροφόρηση εύκολα τεκμηριώνεται εκ των υστέρων, αλλά πολύ δύσκολα ανιχνεύεται τη στιγμή που διαχέεται σε ένα ομιχλώδες τοπίο.

Η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα του πολέμου. Η αλήθεια -ή μάλλον πλευρές της αλήθειας- αποσιωπώνται ή διαστρεβλώνονται εξαιτίας της προπαγάνδας και της λογοκρισίας. «Εάν ο κόσμος γνώριζε πραγματικά [την αλήθεια], ο πόλεμος θα σταματούσε αύριο», είχε πει στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου ο Βρετανός πρωθυπουργός Lloyd George στον εκδότη της Manchester Guardian.

Μπορεί στην εποχή της μετα-αλήθειας, των fake news και της «δημοσιογραφίας της ανακύκλωσης» ο δημοσιογράφος να αναδείξει την αλήθεια; Ή είναι μη αναστρέψιμη η υποβάθμιση του ρόλου του πολεμικού ανταποκριτή στους μεταμοντέρνους πολέμους;

Κάποιοι εκτιμούν ότι ο ρόλος του πολεμικού ανταποκριτή, λόγω των συνθηκών στο πεδίο που προανέφερα, έχει εκμηδενιστεί. Αντιθέτως, εγώ πιστεύω -και αυτό επιχειρώ να αποδείξω στο βιβλίο, αφού κάνω μια αναδρομή από την εμφάνιση του πρώτου πολεμικού ανταποκριτή- ότι η παρουσία του δημοσιογράφου σε μια εμπόλεμη ζώνη είναι αναγκαία όσο ποτέ. Αρκεί να έχει στη φαρέτρα του ορισμένα εφόδια, ώστε να κερδίσει σε αξιοπιστία και να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο να μεταμορφωθεί σε άκριτο αναμεταδότη προπαγανδιστικών μηνυμάτων.

Ο υποκειμενικός παράγοντας, ο συναισθηματισμός και τα βιώματά του στην εμπόλεμη ζώνη «θολώνουν» την ψύχραιμη ματιά του πολεμικού ανταποκριτή στην καταγραφή των γεγονότων;

Στο θέμα αυτό αφιερώνω πολλές σελίδες στο βιβλίο, γιατί με κατατρέχει κάθε φορά που βρίσκομαι σε μια εμπόλεμη ζώνη. Είναι μια δύσκολη ισορροπία που δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη. Πόσο μάλλον που η ιδεολογία και ο ψυχισμός του καθενός μας, αλλά και τα κίνητρα που μας οδηγούν σε ένα περιβάλλον άκρως τοξικό, είναι διαφορετικά. Μην ξεχνάτε, ακόμη, ότι η γλώσσα είναι ιδεολογικό εργαλείο. Δεν είναι τυχαίο ότι άλλοι πολεμικοί ανταποκριτές δίνουν έμφαση στα ρεπορτάζ τους στην ισχύ των όπλων, στον ηρωισμό, χρησιμοποιώντας έναν διθυραμβικό λόγο, ενώ άλλοι περιγράφουν την ανθρώπινη δυστυχία και την προσφυγιά και αναζητούν τα πραγματικά αίτια που οδήγησαν σε μια ένοπλη σύγκρουση δύο ή και περισσότερες χώρες.

Από την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τον Ισπανικό Εμφύλιο μέχρι τις μέρες μας, έχουν καταγραφεί δύο σχολές σκέψης στη δημοσιογραφική κοινότητα. Σύμφωνα με την πρώτη, οι δημοσιογράφοι πρέπει να περιγράφουν μια κατάσταση πολέμου «αντικειμενικά», ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη, η αντικειμενικότητα είναι μύθος και ο στόχος ενός πολεμικού ανταποκριτή είναι να φωτίζει όσο είναι δυνατόν περισσότερες πλευρές της αλήθειας, αναδεικνύοντας κυρίως τη σκοτεινή πλευρά των εξελίξεων. Κατά τη γνώμη μου, συνήθως οι πρώτοι μένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων, τάσσονται υπέρ της «ημέτερης πλευράς» και αναπαράγουν το λόγο της προπαγάνδας. Υπάρχουν βεβαίως και αυτοί που εφαρμόζουν τους κανόνες της εντυπωσιοθηρικής δημοσιογραφίας, του κιτρινισμού, προκειμένου να διεγείρουν το θυμικό του κοινού και να αυξήσουν τους δείκτες αναγνωσιμότητας ή τηλεθέασης.

Στην πρώτη σχολή σκέψης κυριαρχεί το «ποιος έκανε κάτι, πότε και τι» και το rally around the flag. Στη δεύτερη κυριαρχεί το «γιατί έγινε κάτι». Γι’ αυτό όσοι την ακολουθούν είναι καχύποπτοι ακόμη και στην προπαγάνδα της ημέτερης πλευράς. Είναι μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο σχολές, η μία της δήθεν αμεροληψίας και η άλλη της έντιμης μεροληψίας.

Προφανώς και εντάσσω τον εαυτό μου στη δεύτερη σχολή σκέψης. Διότι ο πόλεμος δεν καταστρέφει μόνο υλικά αγαθά και οδηγεί στον θάνατο ανθρώπινες ζωές, δεν ανατρέπει μόνο την κανονικότητα, αλλά στρέφεται κατά της δημοκρατίας.  Για τον ίδιο λόγο έγραψα αυτό το βιβλίο σε μια εποχή που τα ΜΜΕ μπορούν τελικά να αποτελέσουν κομβικό παράγοντα στην έκβαση ενός πολέμου. Ένα βιβλίο που απευθύνεται στην ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά και στον απλό άνθρωπο.

Πιστεύω ότι η κατανόηση των βαθύτερων αιτιών που προκαλούν τις μεταμοντέρνες συρράξεις και των συνεπειών τους -και είναι καθήκον του πολεμικού ανταποκριτή να συμβάλει σε αυτή- θα αποτρέψει πιθανότατα την κοινή γνώμη από το να συναινέσει στη νομιμοποίηση της βαρβαρότητας, στην κανονικοποίηση της προσφυγής στην ένοπλη βία και του βιώματος του εφιάλτη ενός ακόμη πολέμου. Για να μην πει κανείς ότι δεν ήξερε τι συνέβαινε εκεί όπου η ανθρώπινη ζωή χάνει την αξία της, όπως σημειώνω στο τέλος του βιβλίου.