Το 2018 η Κίρα Νάιτλι αποκάλυπτε πως δεν επιτρέπει στην κόρη της να δει ταινίες της Ντίσνεϊ, όπως η Σταχτοπούτα ή η Μικρή Γοργόνα, καθώς οι ηρωίδες τους περιμένουν έξωθεν τη σωτηρία ή κάνουν αχρείαστες θυσίες για τους άνδρες.


Της Κατερίνας Αγριμανάκη


«Η ταινία αφορά την αναμονή ενός πλούσιου τύπου για να τη σώσει – όχι, σωζόμαστε μόνες μας!» είχε πει τότε στην Έλεν ΝτεΤζένερις, αναφερόμενη στη Σταχτοπούτα.

Και καθώς τα κινούμενα σχέδια δεν είναι κάτι που βλέπεις άπαξ στην παιδική σου ηλικία, αλλά ξανά και ξανά ως γονιός, θείος, παππούς, γιαγιά, νονός ή απλώς αιώνιος λάτρης των animated, είναι τουλάχιστον θλιβερό να διαπιστώνεις πόση πριγκιποσύνη έχεις καταναλώσει στη ζωή σου, πόσα στερεότυπα έχουν εγγραφεί στο κοριτσίστικο υποσυνείδητό σου για ηρωίδες ερωτευμένες κι ανήμπορες, καλοκάγαθες και υποχωρητικές, καταπιεσμένες και αδύναμες, συνήθως όμορφες και αδικημένες που από κάπου περιμένουν τη σωτηρία, πόση επανάληψη έχεις αφομοιώσει για το ότι η ευτυχία περνά από άλλους…

Από την άλλη, βεβαίως, στο πέρασμα των δεκαετιών, είναι και αισιόδοξο να διαπιστώνεις πως οι εποχές ευτυχώς αλλάζουν και μαζί τους οι παιδικοί ήρωες. Και γι’αυτό μεταξύ άλλων ευθύνεται και ο Χαγιάο Μιγιαζάκι

O Χαγιάο Μιγιαζάκι έχοντας δίπλα το πόστερ του αντιπολεμικού «The Wind Rises» του 2013. Ο Μιγιαζάκι βραβεύτηκε το 2003 για το Spirited Away με Όσκαρ καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων, βραβείο που δεν ήταν παρών για να παραλάβει, διαμαρτυρόμενος για τον πόλεμο στο Ιράκ – Πηγή φωτογραφίας: IMDb

Όταν στις αρχές του 2020 ανακοινώθηκε πως κάποιες από τις ταινίες των περίφημων Studio Ghibli, αλλά και του συνιδρυτή τους Χαγιάο Μιγιαζάκι θα ήταν διαθέσιμες στην πλατφόρμα του Netflix, πολλοί από τους Έλληνες θαυμαστές του αφενός ενθουσιάστηκαν για το ότι θα έβλεπαν με ελληνικούς υπότιτλους μερικά από τα κινούμενα θαύματά του, και αφετέρου για το ότι οι ταινίες του θα μυούσαν περισσότερους στους αλλιώτικους κόσμους του.

Πολλές από τις ταινίες του Μιγιαζάκι βασίζονται στην ιαπωνική ιστορία, λαογραφία και εικονογραφία κι έχουν πληθώρα αναφορών σε θρύλους της χώρας και συχνότατα τον ίδιο τον σιντοϊσμό.

Κυρίως, όμως, σε αντίθεση με τη Ντίσνεϊ -που δεν αποτελεί πρότυπο φεμινιστικής βαρύτητας και πάντα ισορροπεί στα ξεκάθαρα άκρα καλού/κακού- ο Μιγιαζάκι περιγράφει στις ταινίες του, στην πλειονότητά τους εικονογραφημένες στο χέρι, ιστορίες κοριτσίστικης αφοσίωσης, δύναμης, ανεξαρτησίας και υπέρβασης.

Οι ηρωίδες του Μιγιαζάκι δεν ντύνονται πριγκιπικά, ούτε καν κοριτσίστικα, δεν χρειάζεται να κάνουν κότσο τα μαλλιά τους ούτε να φέρονται όπως είθισται για τις  «σωστές δεσποινίδες», μπορούν κάλλιστα να είναι αγοροκόριτσα. Κυρίως, όμως, έχουν πάντα ηγετικό ρόλο – ακόμη και σε ταινίες με πρωταγωνιστές αγόρια, όπως το «Το Κινούμενο Κάστρο» (Howl’s Moving Castle) που περιστρέφεται γύρω από τον Howl τον οποίο, όμως, καταλήγει να σώσει η Σόφι, κι όχι το αντίθετο.

Ο Χόουλ και η Σόφι, μεταμορφωμένη σε γιαγιά – Πηγή Φωτογραφίας: IMDb

«Πολλές από τις ταινίες μου έχουν ισχυρές γυναίκες πρωταγωνίστριες – γενναία, αυτάρκη κορίτσια που δεν χρειάζεται να σκεφτούν πολύ για να αγωνιστούν με όλη τους την καρδιά για όσα πιστεύουν. Χρειάζονται ένα φίλο ή έναν υποστηρικτή, αλλά ποτέ ένα σωτήρα. Η οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί να είναι ηρωίδα όπως ακριβώς και ένας άνδρας» έλεγε το 2013 ο ημι-συνταξιούχος Μιγιαζάκι.

Αν υπάρχουν πριγκίπισσες στον κόσμο του Μιγιαζάκι; Βεβαίως. Αλλά όχι όπως τις γνωρίζουμε, λαμπερές, αψεγάδιαστες και σιωπηλές, στις διηγήσεις της Δύσης. Για παράδειγμα, στην Πριγκίπισσα Μονονόκε, η Σαν αν και πριγκίπισσα, γεννήθηκε στο δάσος, μεγάλωσε από λύκους, φοράει προβιές, κρατάει μαχαίρια, πολεμά με αδάμαστο πνεύμα να σώσει το δάσος.

Αντιστοίχως, στην ταινία The Tale of the Princess Kaguya με σκηνοθέτη τον συνιδρυτή των Studio Ghibli, Ισάο Τακαχάτα, η ιστορία -βασισμένη σε έναν ιαπωνικό μύθο- πραγματεύεται τη ζωή μια νεαρής «πριγκίπισσας» με αντισυμβατική γέννηση που θέλει να ζει ελεύθερη στη φύση, κοντά στους παιδικούς της φίλους. Στις βουλές των θετών γονιών της που τη μεγαλώνουν με την παιδεία και τις προσδοκίες ενός καλού γάμου, η Καγκούγια ανήμπορη να ζήσει μια ζωή όπου δεν είναι ο εαυτός της, επιστρέφει στον κόσμο που τη γέννησε, μακριά από τις γήινες συμβατικότητες και ανησυχίες.

Η πριγκίπισσα Καγκούγια του συνιδρυτή του Studio Ghibli, Ισάο Τακαχάτα

Το Studio Ghibli παρουσιάζει με ρεαλισμό τα κορίτσια του, χωρίς παρωχημένες ή υπερβολικές αποτυπώσεις της κοριτσίστικης ενηλικίωσης, ενώ δεν βασίζεται για κινηματογραφική επιτυχία σε ένα υφέρπον ή μη ρομάντζο – όπως σχεδόν ψυχαναγκαστικά οι περισσότερες δυτικές παιδικές ταινίες.

«Ήμουν επιφυλακτικός με τον άγραφο κανόνα πως επειδή ένα αγόρι και ένα κορίτσι εμφανίζονται στην ίδια ταινία, πρέπει να προκύψει ένα ειδύλλιο. Αντ’αυτού θέλω να παρουσιάσω μια ελαφρώς διαφορετική σχέση, όπου αγόρι και κορίτσι εμπνέουν αμοιβαία το ένα το άλλο στη ζωή – κι αν μπορέσω, τότε ίσως προσεγγίσω εγγύτερα την παρουσίαση μια αληθινής έκφρασης αγάπης» λέει ο ίδιος.

«Βλέποντάς τη (σ.σ την Ποκαχόντας) τόσο ανεξάρτητη και ονειροπόλα, ο πατέρας της την πιέζει να παντρευτεί με σύνεση και να αποκατασταθεί, κάτι που ο πατέρας της Ναυσικά (από την ταινία Ναυσικά της κοιλάδας των ανέμων – Nausicaä of the Valley of the Wind), παρότι βαριά άρρωστος, δεν ζητά στην κόρη του. Η Ναυσικά θεωρείται υπερβολικά πολύτιμη για τους ανθρώπους της ώστε να την πιέσουν τόσο νωρίς για την κοινότοπη υποχρέωση να κάνει παιδιά, ενώ η Ποκαχόντας θεωρείται πως έχει ανάγκη την κατευναστική επίδραση μιας οικογένειας, ώστε να ενσωματωθεί πλήρως στη φυλή της: “Ακόμη και το άγριο βουνίσιο ρυάκι πρέπει κάποια στιγμή να ενσωματωθεί στο μεγάλο ποτάμι” τη συμβουλεύει ο πατέρας της» εξηγεί η Christine Hoff Kraeme, συγγραφέας και ακαδημαϊκός, επιχειρώντας μια σύγκριση μεταξύ τεσσάρων ταινιών, δύο της Ντίσνεϊ (Ποκαχόντας και Μουλάν) και δύο του Μιγιαζάκι (Ναυσικά και Μονονόκε) που πραγματεύονται οικολογικό/περιβαλλοντικό περιεχόμενο και κυκλοφόρησαν την ίδια περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του ’90.

Πολυδιάστατες, ακαθόριστες και πλήρεις 

Οι ηρωίδες του Μιγιαζάκι υπερέχουν αριθμητικά από τους ήρωες. Στο σύμπαν των άνιμε, οι χαρακτήρες αυτοί αποκαλούνται shojo, κορίτσια μιας ενδιάμεσης ηλικίας, όχι πλέον παιδιά, αλλά όχι ακόμη γυναίκες. Ωστόσο, μολονότι οι shojo είναι παραδοσιακά παθητικές φιγούρες που υποβάλλονται σε ρομαντικές αφηγήσεις, τα κορίτσια του Μιγιαζάκι επιδεικνύουν πάντα θαυμαστές ικανότητες και ανεξαρτησία. Αναλαμβάνουν δουλειές, οργανώνουν το νοικοκυριό, δίνουν μάχες και σώζουν αγόρια.

Οι ηρωίδες του Μιγιαζάκι ξεφεύγουν από τα δισδιάστατα όρια καλού και κακού που κυριαρχούν στις ταινίες Ντίσνεϊ ή Pixar. Είναι περιπετειώδεις, δυνατές και έξυπνες, αλλά και ευάλωτες, όχι άτρωτες στο φόβο και την αμφιβολία. Θα έλεγε κανείς πως είναι αληθινοί άνθρωποι. Όπως η Τσιχίρο στο διεθνώς αναγνωρισμένο και Oσκαρικό Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων (Spirited Away) που, παρότι χάνει τους γονείς της και παγιδεύεται σε έναν κόσμο πνευμάτων, κλαίει, φοβάται, απελπίζεται, παλεύει με έναν περίγυρο άγνωστο στα παιδικά της μάτια αλλά τελικά βρίσκει το δρόμο της για το σπίτι. Ή η Κίκι, η μικρή μαγισσούλα που μετακομίζει στη μεγάλη πόλη, και παρότι μπερδεμένη, τρομαγμένη και αβέβαιη για το πώς θα συνεχίζει, βρίσκει το θάρρος και ξεπερνά το φόβο – ακόμη κι όταν χάνει τις μαγικές δυνάμεις της.

Η Τσιχίρο κι ο No-Face στο βραβευμένο με Όσκαρ Spirited Away – Πηγή: ΙΜDb

«Αυτές οι αντιθέσεις που ενσαρκώνουν οι χαρακτήρες του Μιγιαζάκι -καλό και κακό, ανελέητο και στοργικό, αρσενικό και θηλυκό- μου θυμίζουν κάτι που είχε περιγράψει κάποτε ο Ιάπωνας συγγραφέας, Γιουνιχίρο Τανιζάκι. Στο Εγκώμιο της Σκιάς του 1933 ο Τανιζάκι καθορίζει αυτό που θεωρεί ως μια ιδιαζόντως ιαπωνική ποιότητα: Το να βρίσκεις ομορφιά σε πράγματα που περιλαμβάνουν φως και έρεβος. Για τον Τανιζάκι η Δύση διαρκώς και εμμονικά μοχθεί για καθετί φωτεινό, αποστειρωμένο, ηχηρό και νέο. Από την άλλη, η Ιαπωνία είδε αξία στις ατέλειες, απολαμβάνοντας την ομορφιά των πολυκαιρισμένων πραγμάτων, των μερικώς φωτισμένων, των υποβαθμισμένων. Κι ενώ αυτή η ιδέα είναι, ασφαλώς, μια τεράστια γενίκευση, περιέργως αντικατοπτρίζει την έννοια τής διαφοροποίησης στο έργο του Μιγιαζάκι. Οι ταινίες του εκτιμούν τα ψεγάδια, βρίσκουν θαύματα σε αδόκητα μέρη και κατανοούν τη σπουδαιότητα εξισορρόπησης των αντιθέσεων» περιγράφει σε άρθρο της στο Atlantic η Gabrielle Bellot, συγγραφέας και δημοσιογράφος, αλλά και τρανς που, όπως παραδέχεται, βρήκε τον εαυτό της σε πολλές ταινίες του μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη.

«Δεν είμαι θεός να αποφασίζω τι είναι καλό και τι κακό. Ως άνθρωποι κάνουμε λάθη» είχε πει τον περασμένο Νοέμβριο σε συνέντευξή του στους New York Times ο 80χρονος. Στους πολύχρωμους κόσμους του κυριαρχούν μόνο οι χαρακτήρες που κάνουν κακές πράξεις. Η Lady Eboshi προκαλεί τον όλεθρο στο δάσος της Μονονόκε, όμως περιθάλπει τους λεπρούς. Ο No-Face στο Spirited Away μπορεί να τρώει ανθρώπους, αποδεικνύεται όμως πως είναι απλώς ένα μοναχικό πνεύμα που φτύνει τα θύματά του. Ακόμη και ο αφηνιασμένος στρατός από μεγαθήρια που μοιάζουν με τριλοβίτες από την τοξική ζούγκλα που σκοτώνει τη Ναυσικά, την επαναφέρει στη ζωή με το θαυματουργό άγγιγμα των χρυσών κεραιών του.

Ο Τότορο είναι ίσως η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα του Μιγιαζάκι και αποτελεί το λογότυπο του Studio Ghibli

«Σε πολλά κινούμενα σχέδια της Δύσης, είναι πολύ κοινοί οι καλά καθορισμένοι ήρωες και κακοί, καθώς και σαφής οριοθέτηση μεταξύ του τι μπορούν να πετύχουν ή πώς παρουσιάζονται αρσενικοί και θηλυκοί χαρακτήρες. Όμως, ο Μιγιαζάκι απαλύνει αυτές τις διακρίσεις. Πολλοί από τους χαρακτήρες του, περιλαμβανομένων των Ναυσικά, Σαν και της Κίκι, ήταν πρότυπα που αψήφησαν τα πολιτισμικά στερεότυπα θηλυκότητας και μου έδειξαν πως οι γυναίκες μπορούν να γίνουν ό,τι επιθυμήσουν. Με κάποιο τρόπο, με έσωσαν» παραδέχεται η ίδια.

Μάλιστα, αυτή την ασάφεια στον καθορισμό χαρακτήρων που δε κόπτονται να χωρέσουν στα κοινώς αποδεκτά πρότυπα, αλλά και την έννοια των πολλών διαστάσεων σε έναν άνθρωπο που μπορεί να είναι τόσο φωτεινός όσο και σκοτεινός, η Αμερική δεν μπορούσε να την κατανοήσει, πόσο μάλλον να την αφομοιώσει. ‘Όταν το 1985 η Ναυσικά έφτασε από την Ιαπωνία στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, το εξώφυλλο του VHS παρουσίαζε όχι την πρωταγωνίστρια αλλά ένοπλους στρατιώτες. Ο τίτλος της μετατράπηκε σε «Πολεμιστές του Ανέμου», η Ναυσικά μετονομάστηκε σε Ζάντρα και η ίδια η ταινία υποβλήθηκε σε τόσο ακραίο μοντάζ ώστε να εξυπηρετεί το εύληπτο, στους Αμερικανούς, αφήγημα καλού και κακού – κάτι που οδήγησε το Studio Ghibli να θεσπίσει πολιτική μη επεξεργασίας για τα έργα του.

Αν και παραμυθένιοι, οι χαρακτήρες του Ghibli έχουν μια αληθοφανή ζωή και ένα ακόμη πιο ρεαλιστικό τέλος. Σε αντίθεση με το «ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» των ταινιών της Ντίσνεϊ, αλλά και των δυτικών εταιρειών παραγωγής κινουμένων σχεδίων που αναζητούν πάντα μια «τελεία» κάθαρσης και ευτυχίας, ο Μιγιαζάκι καταλήγει με κάτι πιο αόριστο, αν όχι ανησυχητικό.

Η Σαν κάθε άλλο παρά θυμίζει πριγκίπισσα, τουλάχιστον όπως το πρότυπο έχει επιβληθεί στα κυρίαρχα παραμύθια – Πηγή φωτογραφίας: IMDb

Με εξαίρεση την «ανάσταση» της Ναυσικά, στα αριστουργήματά του ο θάνατος δεν ηττάται, απλώς καθυστερείται. Στην πριγκίπισσα Μονονόκε, το σώμα του Ασιτάκα που αργά κατατρώει μια σκοτεινή κατάρα, δε θεραπεύεται ποτέ πλήρως. Ενώ ο ίδιος ταγμένος στο καθήκον, αναγκάζεται να αποχωριστεί το κορίτσι που αγαπά, καθώς εκείνη ανήκει στον κόσμο των λύκων της κι αυτός στους ανθρώπους της Iron Town.

Σε μια από τις περιορισμένες συνεντεύξεις του, του ο ολιγόλος 80χρονος Μιγιαζάκι -που για άλλη μια φορά άφησε την ησυχία τής ζωής του συνταξιούχο για την έξαψη μιας νέας δημιουργίας- συνοψίζει εύγλωττα το σκηνοθετικό του δόγμα για τις θολές γραμμές μεταξύ ευτυχίας και λύπης, καλού και κακού, ζωής και θανάτου. Σε αντίθεση με το αίσιο τέλος των παραμυθιών που ξέρουμε, στους κόσμους του Μιγιαζάκι η αγάπη μπορεί να υπάρξει χωρίς το «μαζί».

«Δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχές τέλος σε μια μάχη μεταξύ μανιασμένων θεών κι ανθρώπων. Παρόλα αυτά, ακόμη και εν μέσω μίσους και θανάτων, υπάρχουν πράγματα για τα οποία αξίζει να ζούμε. Όπως μια υπέροχη συνάντηση. Απεικονίζουμε το μίσος, αλλά για να δείξουμε πως υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα. Αποτυπώνουμε μια κατάρα για να αναδείξουμε τη χαρά της απελευθέρωσης. Αυτό που πρέπει να παρουσιάσουμε είναι πώς το αγόρι κατανοεί το κορίτσι και τη διαδικασία που το κορίτσι ανοίγει την καρδιά του στο αγόρι. Στο τέλος, το κορίτσι θα πει “σ’αγαπώ, Ασιτάκα, αλλά δεν μπορώ να συγχωρήσω τους ανθρώπους”. Και χαμογελώντας το αγόρι θα απαντήσει “καλά, τότε. Ζήσε με εμένα”».

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ