Οι αγορές δεν λύνουν το πρόβλημα της τιμολόγησης της ενέργειας. Αυτό που απαιτείται είναι σχεδιασμός και μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε υποδομές.

Του Prabir Purkayastha

Η τρέχουσα κρίση των αυξανόμενων τιμών φυσικού αερίου στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με μια απότομη αύξηση του κρύου στην περιοχή, τονίζει το γεγονός ότι η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου δεν θα είναι εύκολη. Οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη φέρνουν επίσης στο προσκήνιο την πολυπλοκότητα που συνεπάγεται η μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας: η ενέργεια δεν εξαρτάται απλώς από την επιλογή της σωστής τεχνολογίας και η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια έχει οικονομικές και γεωπολιτικές διαστάσεις που πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη.

Οι πόλεμοι για το φυσικό αέριο στην Ευρώπη αποτελούν σε μεγάλο βαθμό μέρος της μεγαλύτερης γεωστρατηγικής μάχης που διεξάγεται από τις ΗΠΑ χρησιμοποιώντας τον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) και την Ουκρανία. Το πρόβλημα των ΗΠΑ και της ΕΕ είναι ότι η μετατόπιση της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από τη Ρωσία θα έχει τεράστιο κόστος για την ΕΕ, κάτι το οποίο παραλείπεται στην τρέχουσα αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ. Η ρήξη με τη Ρωσία σε αυτό το σημείο λόγω της Ουκρανίας θα έχει τεράστιες συνέπειες στην προσπάθεια της ΕΕ για τη μετάβαση σε καθαρότερες πηγές ενέργειας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδείνωσε το πρόβλημα της πράσινης μετάβασης επιλέγοντας μια προσέγγιση με βάση την αγορά για την τιμολόγηση του φυσικού αερίου. Οι διακοπές ρεύματος που βίωσαν οι άνθρωποι στο Τέξας τον Φεβρουάριο του 2021, ως αποτέλεσμα των θερμοκρασιών ψύχους, κατέστησαν σαφές ότι τέτοιες πολιτικές, που ωθούνται από την αγορά, αποτυγχάνουν κατά τη διάρκεια κακοκαιρίας, σπρώχνοντας τις τιμές του φυσικού αερίου σε επίπεδα όπου οι φτωχοί μπορεί να χρειαστεί απλά να κλείσουν τη θέρμανση. Το χειμώνα, οι τιμές του φυσικού αερίου τείνουν να εκτοξεύονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως έγινε το 2020 και το 2021.

Προκειμένου να κατανοηθούν τα ζητήματα που σχετίζονται με τη μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια, είναι σημαντικό να εξετάσουμε πιο προσεκτικά τα τρέχοντα ζητήματα που σχετίζονται με την προμήθεια φυσικού αερίου που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΕ έχει επιλέξει το φυσικό αέριο ως καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς σταματάει σταδιακά τον άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια, ενώ επενδύει σημαντικά στην αιολική και ηλιακή ενέργεια. Το επιχείρημα που προβάλλεται υπέρ αυτής της επιλογής είναι ότι το αέριο μπορεί να παρέχει στην ΕΕ ένα μεταβατικό καύσιμο για την πορεία της προς χαμηλότερες εκπομπές, καθώς το αέριο τείνει να παράγει λιγότερες εκπομπές από τον άνθρακα. Είναι άλλο ζήτημα ότι το φυσικό αέριο είναι στην καλύτερη περίπτωση μια βραχυπρόθεσμη λύση, καθώς εξακολουθεί να εκπέμπει το ήμισυ των αερίων του θερμοκηπίου που εκπέμπει ο άνθρακας.

Το πρόβλημα με την πράσινη ενέργεια είναι ότι απαιτείται μια πολύ μεγαλύτερη προσθήκη χωρητικότητας για να διαχειριστεί τις εποχικές και καθημερινές διακυμάνσεις, κάτι που οι σχεδιαστές δεν έχουν υπολογίσει ενώ συνηγορούν υπέρ της μετάβασης σε καθαρές πηγές ενέργειας. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι ημέρες είναι μικρότερες σε μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη και οι ώρες ηλιοφάνειας είναι λιγότερες. Αυτό το εποχιακό πρόβλημα της ηλιακής ενέργειας επιδεινώθηκε στην Ευρώπη το 2021 με τους χαμηλούς ανέμους μειώνοντας την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανεμογεννήτριες.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βασιστεί σημαντικά στο φυσικό αέριο για να εκπληρώσει τους βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους στόχους της για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το φυσικό αέριο μπορεί να αποθηκευτεί για να καλύψει βραχυπρόθεσμες και εποχιακές ανάγκες και η παραγωγή αερίου μπορεί ακόμη και να αυξηθεί εύκολα με την απαραίτητη ικανότητα άντλησης. Όλα αυτά, ωστόσο, απαιτούν εκ των προτέρων προγραμματισμό και επενδύσεις στην κατασκευή πλεονασματικής ικανότητας για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των ημερήσιων ή εποχιακών διακυμάνσεων.

Δυστυχώς, η ΕΕ πιστεύει ακράδαντα ότι οι αγορές επιλύουν μαγικά όλα τα προβλήματα. Απομακρύνθηκε από τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις επί των τιμών του φυσικού αερίου και προτίμησε τις βραχυπρόθεσμες και άμεσης παράδοσης συμβάσεις – σε αντίθεση με την Κίνα, την Ινδία και την Ιαπωνία, που όλες τους έχουν μακροπρόθεσμες συμβάσεις αναπροσαρμοσμένες στις τιμές του πετρελαίου τους.

Γιατί η τιμή του φυσικού αερίου επηρεάζει την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ; Εξάλλου, το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει μόνο περίπου το 20% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ. Δυστυχώς για τους ανθρώπους στην περιοχή της ΕΕ, όχι μόνο η αγορά φυσικού αερίου αλλά και η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχει «απελευθερωθεί» στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της αγοράς στην ΕΕ. Το ενεργειακό μείγμα στο δίκτυο καθορίζεται από δημοπρασίες της αγοράς ενέργειας, στις οποίες οι ιδιώτες παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας προσφέρουν τις τιμές τους και την ποσότητα που θα παρέχουν στο ηλεκτρικό δίκτυο. Οι προσφορές αυτές γίνονται δεκτές, από τη χαμηλότερη στην υψηλότερη, μέχρι να καλυφθεί πλήρως η προβλεπόμενη ζήτηση της επόμενης ημέρας. Στη συνέχεια, η τιμή της τελευταίας προσφοράς καθίσταται η τιμή για όλους τους παραγωγούς. Στη γλώσσα των οπαδών του Μίλτον Φρίντμαν – γνωστοί ως Chicago Boys – αυτή η τιμή που προσφέρθηκε από τον τελευταίο πλειοδότη είναι η «τιμή με βάση το οριακό κόστος» του (ή οριακή τιμή) που ανακαλύφθηκε μέσω της δημοπρασίας της ηλεκτρικής ενέργειας και, ως εκ τούτου, είναι η «φυσική» τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας.

Για όσους μπορεί να παρακολούθησαν τις πρόσφατες εκλογές στη Χιλή, ο Αουγούστο Πινοτσέτ – στρατιωτικός δικτάτορας στη Χιλή από το 1973 έως το 1990 – εισήγαγε το Σύνταγμα του 1980 στη Χιλή και είχε ενσωματώσει την παραπάνω αρχή σε μια συνταγματική εγγύηση για τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα. Ας ελπίσουμε ότι η νίκη της Αριστεράς στις προεδρικές εκλογές της Χιλής και το δημοψήφισμα για την σύνταξη ενός νέου Χιλιανού συντάγματος θα θίξουν επίσης αυτό το ζήτημα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι δεν ήταν η πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μάργκαρετ Θάτσερ – όπως πιστεύεται συνήθως – που ξεκίνησε τις «μεταρρυθμίσεις» του ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά το αιματηρό καθεστώς του Πινοτσέτ στη Χιλή.

Επί του παρόντος, στην ΕΕ, το φυσικό αέριο είναι ο οριακός παραγωγός, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η τιμή του φυσικού αερίου καθορίζει επίσης την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Αυτό εξηγεί την σχεδόν 200% αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ευρώπη το 2020. Το 2021, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Οκτώβριο του 2021, «οι τιμές του φυσικού αερίου αυξάνονται παγκοσμίως, αλλά πιο σημαντικά στις εισαγωγές των περιφερειακών αγορών όπως η Ασία και η ΕΕ. Μέχρι στιγμής, το 2021, οι τιμές τριπλασιάστηκαν στην ΕΕ και υπερδιπλασιάστηκαν στην Ασία, ενώ διπλασιάστηκαν μόνο στις ΗΠΑ».

Η σύζευξη των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας με τη χρήση της οριακής τιμής ως τιμής όλων των παραγωγών σημαίνει ότι, αν οι τιμές άμεσης παράδοσης του φυσικού αερίου τριπλασιαστούν, όπως έγινε πρόσφατα, το ίδιο θα συμβεί και με τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς ποιος επηρεάζεται περισσότερο με τέτοιες αυξήσεις. Αν και γίνεται κριτική από διάφορες πλευρές σχετικά με τη χρήση της οριακής τιμής ως τιμής του ηλεκτρισμού για όλους τους προμηθευτές ανεξάρτητα από το αντίστοιχο κόστος τους, η νεοφιλελεύθερη πίστη στους θεούς της αγοράς έχει κυριαρχήσει στην Ευρώπη.

Η Ρωσία έχει μακροπρόθεσμες συμβάσεις καθώς και βραχυπρόθεσμες συμβάσεις για την προμήθεια φυσικού αερίου σε χώρες της ΕΕ. Ο Πούτιν χλεύασε τη γοητεία της ΕΕ με τις τιμές άμεσης παράδοσης και τις τιμές του φυσικού αερίου και δήλωσε ότι η Ρωσία είναι πρόθυμη να παρέχει περισσότερο φυσικό αέριο μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων στην περιοχή. Εν τω μεταξύ, τον Οκτώβριο του 2021, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε ότι η Ρωσία δεν κάνει αυτό που της αναλογεί για να βοηθήσει την Ευρώπη να ξεπεράσει την κρίση φυσικού αερίου, σύμφωνα με άρθρο στον Economist. Το άρθρο ανέφερε, ωστόσο, ότι σύμφωνα με τους αναλυτές, «οι μεγάλοι ηπειρωτικοί πελάτες της Ρωσίας πρόσφατα επιβεβαίωσαν ότι εκπληρώνει τις συμβατικές υποχρεώσεις της», προσθέτοντας ότι «δεν υπάρχουν πολλές αποδείξεις ότι η Ρωσία αποτελεί μεγάλο παράγοντα στην τρέχουσα κρίση φυσικού αερίου της Ευρώπης».

Το ερώτημα εδώ είναι αν η ΕΕ πιστεύει στην αποτελεσματικότητα των αγορών ή όχι. Η ΕΕ δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι οι αγορές είναι καλύτερες όταν οι τιμές άμεσης παράδοσης είναι χαμηλές το καλοκαίρι και να αλλάζει άποψη το χειμώνα, ζητώντας από τη Ρωσία να παρέχει περισσότερα προκειμένου να «ελέγξει» την τιμή της αγοράς. Και αν οι αγορές είναι πράγματι το καλύτερο, γιατί να μην βοηθήσουμε την αγορά με την επίσπευση των ρυθμιστικών εξουσιοδοτήσεων για τον αγωγό Nord Stream 2, ο οποίος θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Γερμανία;

Αυτό μας φέρνει στο περίπλοκο ζήτημα της ΕΕ και της Ρωσίας. Η τρέχουσα κρίση στην Ουκρανία η οποία κλονίζει τη σχέση μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας συνδέεται στενά και με το φυσικό αέριο. Αγωγοί από τη Ρωσία μέσω της Ουκρανίας και της Πολωνίας, μαζί με τον υποθαλάσσιο αγωγό Nord Stream 1, παρέχουν αυτήν τη στιγμή τον κύριο όγκο ρωσικού αερίου στην ΕΕ. Η Ρωσία διαθέτει επίσης πρόσθετη ικανότητα μέσω του Nord Stream 2, που πρόσφατα τέθηκε σε λειτουργία, για την προμήθεια περισσότερου φυσικού αερίου στην Ευρώπη, αν λάβει την δημοσιονομική ρυθμιστική έγκριση.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αγωγός Nord Stream 2 δεν περιορίζεται απλώς σε ρυθμιστικά ζητήματα αλλά και στη γεωπολιτική του φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πίεσαν τη Γερμανία να μην επιτρέψει το Nord Stream 2 να τεθεί σε λειτουργία και απείλησαν επίσης να επιβάλουν κυρώσεις στις επιχειρήσεις που εμπλέκονται στο έργο του αγωγού. Πριν αποχωρήσει από τη θέση της καγκελαρίου της Γερμανίας τον Σεπτέμβριο του 2021, η Άνγκελα Μέρκελ, ωστόσο, αντιστάθηκε στην πίεση της Ουάσιγκτον για να σταματήσει το έργο του αγωγού και ανάγκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες να υποχωρήσουν σε μια «συμφωνία συμβιβασμού». Η κρίση στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει περαιτέρω πίεση στη Γερμανία να αναβάλει τον Nord Stream 2, ακόμη και αν αυτό σημαίνει επιδείνωση των δύο κρίσεων, δηλαδή τις τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας.

Ο καθαρά κερδισμένος από όλα αυτά είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας την ΕΕ ως αγοραστή τους για το πιο ακριβό φυσικό αέριο με τη μέθοδο της υδραυλικής ρωγμάτωσης (fracking). Η Ρωσία προμηθεύει σήμερα περίπου το 40% του φυσικού αερίου της ΕΕ. Αν αυτό παρεμποδιστεί, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες παρέχουν περίπου το 5% της ζήτησης του φυσικού αερίου της ΕΕ (σύμφωνα με τα στοιχεία του 2020), θα μπορούσαν να κερδίσουν πολλά. Το ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών, με την επιβολή κυρώσεων στον εφοδιασμό της Ουκρανίας με ρωσικό αέριο και την απαγόρευση στο να τεθεί σε λειτουργία ο αγωγός Nord Stream 2, έχει να κάνει τόσο με την υποστήριξή τους προς την Ουκρανία, όσο και με το να καταφέρουν να μην γίνει η Ρωσία υπερβολικά σημαντική για την ΕΕ.

Ο Nord Stream 2 θα μπορούσε να συμβάλει στη δημιουργία μιας κοινής πανευρωπαϊκής αγοράς και μιας μεγαλύτερης ευρω-ασιατικής ενοποίησης. Όπως και στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συμφέρον να σταματήσουν το εμπόριο που βασίζεται στη γεωγραφία αντί στην πολιτική. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου κατασκευάστηκαν αγωγοί φυσικού αερίου από τη Σοβιετική Ένωση στη Δυτική Ευρώπη, καθώς η γεωγραφία και το εμπόριο είχαν προτεραιότητα έναντι της πολιτικής του Ψυχρού Πολέμου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν να επικεντρωθούν στο ΝΑΤΟ και την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, καθώς η προσοχή τους βρίσκεται στους ωκεανούς. Γεωγραφικά, οι ωκεανοί δεν είναι ξεχωριστοί, αλλά ένα συνεχές σώμα που καλύπτει περισσότερο από το 70% της παγκόσμιας επιφάνειας με τρία μεγάλα νησιά: την Ευρασία, την Αφρική και την Αμερική. (Αν και στη διατύπωση του Βρετανού γεωγράφου Χάλφορντ Μακίντερ, δημιουργός της ιδέας του παγκόσμιου νησιού, η Αφρική θεωρήθηκε μέρος της Ευρασίας.) Η Ευρασία είναι μακράν το μεγαλύτερο νησί, με το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού. Γι’ αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιθυμούν μια τέτοια ενοποίηση.

Ο κόσμος διέρχεται ίσως τη μεγαλύτερη μετάβαση που γνώρισε ο ανθρώπινος πολιτισμός για να αντιμετωπίσει τις σημερινές προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή. Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, απαιτείται μια ενεργειακή μετάβαση η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω αγορών που δίνουν προτεραιότητα στα άμεσα κέρδη σε σχέση με τα μακροπρόθεσμα κοινωνικά οφέλη. Αν το φυσικό αέριο είναι πράγματι το μεταβατικό καύσιμο, τουλάχιστον για την Ευρώπη, χρειάζεται μακροπρόθεσμες πολιτικές για την ενσωμάτωση του δικτύου φυσικού αερίου της με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου, τα οποία έχουν επαρκή αποθήκευση. Και η Ευρώπη πρέπει να σταματήσει να παίζει παιχνίδια με την ενέργειά της και το μέλλον του κλίματος προς όφελος των Ηνωμένων Πολιτειών.


Η παραγωγή του άρθρου έγινε σε συνεργασία του Newsclick και του Globetrotter.

Ο Prabir Purkayastha είναι ο ιδρυτικός συντάκτης του Newsclick.in, μιας πλατφόρμας ψηφιακών μέσων. Είναι ακτιβιστής για την επιστήμη και το κίνημα του ελεύθερου λογισμικού.

Μετάφραση από τα αγγλικά/επιμέλεια: Pressenza Athens