Το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε φέτος στον Τανζανό μυθιστοριογράφο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα. Το Cοnversation συνομίλησε με την Lizzy Attree, επίκουρη Καθηγήτρια, εξειδικευμένη σε θέματα αφρικανικής λογοτεχνίας, για τη ζωή και το έργο του Γκούρνα, ο οποίος είναι ο πρώτος μαύρος Αφρικανός συγγραφέας που βραβεύεται με Νόμπελ μετά τον Ουόλε Σογίνκα το 1986.


Της Lizzy Attree

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Ερ: Ποιος είναι ο Γκούρνα και ποια είναι η θέση του στη λογοτεχνία της Ανατολικής Αφρικής;

Απ: Ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα είναι συγγραφέας από την Τανζανία, ο οποίος γράφει στα Αγγλικά και ζει και εργάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Γεννήθηκε στη Ζανζιβάρη, το ημιαυτόνομο νησί στις ακτές της ανατολικής Αφρικής, και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Christchurch College Canterbury το 1968.

Το 1964, στη Ζανζιβάρη πραγματοποιήθηκε μια επανάσταση, κατά την οποία οι πολίτες αραβικής καταγωγής διώχθηκαν. Ο Γκούρνα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα όταν ήταν 18 ετών. Άρχισε να γράφει στα Αγγλικά στα 21 του χρόνια, όντας πρόσφυγας στην Αγγλία, αν και η μητρική του γλώσσα είναι τα Κισουαχίλι. Το πρώτο του μυθιστόρημα Μνήμη aναχώρησης [Μemory of Departure] εκδόθηκε το 1987.

Έχει γράψει πολλά έργα που θέτουν ερωτήματα γύρω από τα ζητήματα του ανήκειν, της αποικιοκρατίας, του εκτοπισμού, της μνήμης και της μετανάστευσης.

Το μυθιστόρημά του Παράδεισος [Paradise], που διαδραματίζεται στην αποικιακή ανατολική Αφρική, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker το 1994.

Όπως ο Moyez G. Vassanji, ένας Καναδός συγγραφέας που μεγάλωσε στην Τανζανία και του οποίου η προσοχή επικεντρώνεται στην ανατολικοαφρικανική ινδική κοινότητα και την αλληλεπίδρασή της με τους «άλλους», το μυθιστόρημα Παράδεισος του Γκούρνα πραγματεύεται την πολυεθνικότητα και την πολυπολιτισμικότητα στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού από την οπτική γωνία της σουαχίλι ελίτ.

Διακεκριμένος ακαδημαϊκός και κριτικός, υπήρξε πρόσφατα μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Βραβείου Mabati Cornell Kiswahili για την αφρικανική λογοτεχνία και ήταν επί σειρά ετών συντάκτης του λογοτεχνικού περιοδικού Wasafiri.

Σήμερα είναι ομότιμος Καθηγητής Αγγλικής και Μεταποικιακής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, έχοντας συνταξιοδοτηθεί το 2017.

Ερ: Για ποιους λόγους εξυμνείται το έργο του Γκούρνα; Τι είναι ισχυρό σε αυτό;

Απ: Του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ για την ασυμβίβαστη και συμπονετική διεισδυτική ματιά του στις επιπτώσεις της αποικιοκρατίας και στις τύχες των προσφύγων, στο ρήγμα μεταξύ πολιτισμών και ηπείρων.

Είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους μετα-αποικιακούς μυθιστοριογράφους που γράφουν σήμερα στη Βρετανία και είναι ο πρώτος μαύρος Αφρικανός συγγραφέας που κερδίζει το βραβείο μετά τον Ουόλε Σογίνκα το 1986. Ο Γκούρνα είναι επίσης ο πρώτος συγγραφέας από την Τανζανία που κερδίζει το βραβείο.

Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, το Afterlives, αναφέρεται στον Ιλίας, ο οποίος ως παιδί απομακρύνθηκε από τους γονείς του από τα γερμανικά αποικιακά στρατεύματα και επιστρέφει στο χωριό του, έχοντας επί χρόνια πολεμήσει εναντίον του ίδιου του λαού του.

Η δύναμη στη γραφή του Γκούρνα έγκειται σε αυτή την ικανότητα να περιπλέκει τους μανιχαϊστικούς διαχωρισμούς μεταξύ εχθρών και φίλων και να ανασκάπτει κρυφές ιστορίες, αποκαλύπτοντας τη μεταβαλλόμενη φύση της ταυτότητας και της εμπειρίας.

Ερ: Ποιο έργο του Γκούρνα ξεχωρίζει για εσάς και γιατί;

Απ: Για εμένα ξεχωρίζει το μυθιστόρημα Παράδεισος, επειδή σε αυτό ο Γκούρνα επανα-χαρτογραφεί το ταξίδι του πολωνο-βρετανού συγγραφέα Τζόζεφ Κονραντ τον 19ο αιώνα στην «καρδιά του σκότους», ξεκινώντας από ένα σημείο της ανατολικής Αφρικής με κατεύθυνση προς τα δυτικά.

Όπως έχει πει ο νοτιοαφρικανός μελετητής Γιόχαν Τζέικομπς, ο Γκούρνα αναδιαμορφώνει το σκοτάδι στην καρδιά του … Στη μυθιστορηματική του συνομιλία με την «Καρδιά του Σκότους», στο μυθιστόρημα «Παράδεισος», ο Γκούρνα δείχνει ότι η μετατροπή του εμπορίου σε μια διαδικασία υποταγής και δουλείας προϋπήρχε της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας και ότι στην ανατολική Αφρική η δουλεία και η υποτέλεια ήταν πάντα συνυφασμένες με τον κοινωνικό ιστό.

Την ιστορία αφηγείται με τόσο απαλό τρόπο ο 12χρονος Γιουσούφ, περιγράφοντας με αγάπη τους κήπους και τις ποικίλες έννοιες του παραδείσου, καθώς και την καταστροφή τους όταν ο ίδιος γίνεται ενέχυρο μεταξύ αφεντικών, ταξιδεύοντας σε διαφορετικά μέρη του εσωτερικού από την ακτή. Ο Γιουσούφ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κτηνωδία της γερμανικής αποικιοκρατίας εξακολουθεί να είναι προτιμότερη από την αδίστακτη εκμετάλλευση από τους Άραβες.

Όπως και ο Τσινούα Ατσέμπε, στο βιβλίο του Τα πάντα γίνονται κομμάτια (1958), ο Γκούρνα απεικονίζει την ανατολικοαφρικανική κοινωνία μπροστά σε ένα φάσμα τεράστιων αλλαγών, δείχνοντας ότι η αποικιοκρατία επιτάχυνε μεν αυτή τη διαδικασία, αλλά δεν την ξεκίνησε.

Ερ: Είναι το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας ακόμη επίκαιρο;

Απ: Είναι ακόμη επίκαιρο, διότι εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο ενιαίο χρηματικό έπαθλο για λογοτεχνία. Αλλά η μέθοδος επιλογής του νικητή είναι αρκετά μυστική και εξαρτάται από υποψηφιότητες που προέρχονται από την Ακαδημία, δηλαδή από διδάκτορες και καθηγητές λογοτεχνίας και πρώην βραβευθέντες. Αυτό σημαίνει ότι, αν και οι πιθανοί υποψήφιοι συχνά συζητούνται εκ των προτέρων από ειδήμονες, κανείς δεν γνωρίζει στην πραγματικότητα ποιος είναι υποψήφιος μέχρι να ανακοινωθεί ο νικητής του βραβείου.

Ο Νγκούγκι βα Τιόνγκο [Ngugi wa Thiong’o], για παράδειγμα, είναι ένας Κενυάτης συγγραφέας που πολλοί πιστεύουν ότι θα έπρεπε να έχει κερδίσει μέχρι τώρα, μαζί με πολλούς άλλους, όπως ο Ιβάν Βλαντισλάβιτς από τη Νότια Αφρική.

Η βράβευση θέτει στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος έναν συγγραφέα που συχνά δεν έχει τύχει πλήρους αναγνώρισης από άλλα βραβεία ή του οποίου το έργο δεν έχει μεταφραστεί ευρέως, δίνοντας έτσι νέα πνοή σε έργα που πολλοί δεν έχουν διαβάσει στο παρελθόν και αξίζουν να διαβαστούν ευρύτερα.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Conversation, στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ