Στις 15 Αυγούστου, οι Ταλιμπάν έφτασαν στην Καμπούλ. Η ηγεσία των Ταλιμπάν εισήλθε στο προεδρικό μέγαρο, το οποίο είχε αφεθεί από τον Αφγανό πρόεδρο Ασράφ Γκανί, όταν διέφυγε στην εξορία στο εξωτερικό ώρες πριν. Τα σύνορα της χώρας έκλεισαν και το κεντρικό διεθνές αεροδρόμιο της Καμπούλ έμεινε σιωπηλό, εκτός από τις κραυγές εκείνων των Αφγανών που είχαν εργαστεί για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Ήξεραν ότι η ζωή τους θα κινδύνευε τώρα σοβαρά. Η ηγεσία των Ταλιμπάν, εν τω μεταξύ, προσπάθησε να καθησυχάσει το κοινό, μιλώντας για μια «ειρηνική μετάβαση», υπογραμμίζοντας σε αρκετές δηλώσεις ότι δεν θα επιδιώξουν εκδίκηση, αλλά θα αντιμετωπίσουν τη διαφθορά και την ανομία.

Γράφει ο ιστορικός Vijay Prashad* για το Globertrotter.

 

Η είσοδος των Ταλιμπάν στην Καμπούλ είναι μια ήττα για τις Ηνωμένες Πολιτείες

Τα τελευταία χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν στους στόχους των πολέμων τους. Οι ΗΠΑ εισήλθαν στο Αφγανιστάν με τρομερούς βομβαρδισμούς και μια παράνομη εκστρατεία εξαιρετικού μεγέθους τον Οκτώβριο του 2001 με στόχο την αποβολή των Ταλιμπάν από τη χώρα. Τώρα, 20 χρόνια μετά, οι Ταλιμπάν επιστρέφουν. Το 2003, δύο χρόνια αφότου οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, άνοιξαν έναν παράνομο πόλεμο εναντίον του Ιράκ, ο οποίος τελικά οδήγησε σε μια άνευ όρων υποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών το 2011, μετά την άρνηση του ιρακινού κοινοβουλίου να επιτρέψει στα αμερικανικά στρατεύματα εξωνομική προστασία. Καθώς οι ΗΠΑ αποχώρησαν από το Ιράκ, άνοιξαν έναν επίσης σκληρό πόλεμο εναντίον της Λιβύης το 2011, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία χάους στην περιοχή.

Κανένας από αυτούς τους πολέμους -Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη- δεν οδήγησε στη δημιουργία μιας κυβέρνησης υπέρ των ΗΠΑ. Κάθε ένας από αυτούς τους πολέμους είχε ως αποτέλεσμα περιττό πόνο στους άμαχους πληθυσμούς. Εκατομμυρίων ανθρώπων η ζωή διαταράχθηκε, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε αυτούς τους παράλογους πολέμους. Τι είδους πίστη στην ανθρωπότητα μπορεί κανείς να περιμένει από έναν νεαρό στο Τζαλαλαμπάντ ή στη Σύρτη; Θα στραφούν τώρα εσωτερικά, φοβούμενοι ότι κάθε δυνατότητα αλλαγής τους έχει καταστραφεί από τους βάρβαρους πολέμους που προκλήθηκαν σε αυτούς και τους άλλους κατοίκους των χωρών τους;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να έχουν τον μεγαλύτερο στρατό παγκοσμίως και ότι χρησιμοποιώντας τα στρατεύματα βάσης, την εναέρια και τη ναυτική τους δύναμη, μπορούν να χτυπήσουν οποιαδήποτε χώρα ανά πάσα στιγμή. Τι νόημα έχει όμως ο βομβαρδισμός μιας χώρας εάν αυτή η βία δεν έχει πολιτικούς σκοπούς; Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τα προηγμένα τους μη επανδρωμένα αεροσκάφη για να δολοφονήσουν τους ηγέτες των Ταλιμπάν, αλλά για κάθε ηγέτη που σκότωσαν, προέκυψε μισή ντουζίνα καινούριων. Εξάλλου, οι σημερινοί υπεύθυνοι των Ταλιμπάν – συμπεριλαμβανομένου του συνιδρυτή των Ταλιμπάν και επικεφαλής της πολιτικής επιτροπής του, Mullah Abdul Ghani Baradar – ήταν εκεί από την αρχή, σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να αποκεφαλιστεί ολόκληρη η ηγεσία των Ταλιμπάν. Περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες για έναν πόλεμο που ήξεραν ότι δεν θα μπορούσε να κερδηθεί.

 

Η διαφθορά ήταν ο Δούρειος Ίππος

Σε πρώτες δηλώσεις του, ο Mullah Baradar είπε ότι η κυβέρνησή του θα επικεντρώσει την προσοχή του στη διαφθορά στο Αφγανιστάν. Εν τω μεταξύ, διαδόθηκαν ιστορίες σε όλη την Καμπούλ για υπουργούς της κυβέρνησης Ashraf Ghani που προσπάθησαν να φύγουν από τη χώρα με αυτοκίνητα γεμάτα χαρτονομίσματα δολαρίων, τα οποία υποτίθεται ότι ήταν τα χρήματα που δόθηκαν από τις ΗΠΑ στο Αφγανιστάν για βοήθεια και υποδομές. Η διαρροή πλούτου από τη βοήθεια που δόθηκε στη χώρα ήταν σημαντική. Σε μια έκθεση του 2016 από τον Ειδικό Γενικό Επιθεωρητή της Αμερικανικής Κυβέρνησης για την Ανασυγκρότηση του Αφγανιστάν (SIGAR) σχετικά με τα «Διδάγματα από την εμπειρία των ΗΠΑ με τη διαφθορά στο Αφγανιστάν», οι ερευνητές γράφουν: «Η διαφθορά υπονόμευσε σημαντικά την αμερικανική αποστολή στο Αφγανιστάν βλάπτοντας τη νομιμότητα της αφγανικής κυβέρνησης, την ενίσχυση της λαϊκής υποστήριξης για την εξέγερση και τη διοχέτευση υλικών πόρων σε ομάδες ανταρτών». Η έκθεση SIGAR δημοσίευσε μια «γκαλερί απληστίας», απαριθμώντας αμερικανούς εργολάβους που τσέπωσαν μέσω απάτης κονδύλια από την αμερικανική βοήθεια. Περισσότερα από 2 τρις ξοδεύτηκαν κατά την κατοχή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν αλλά δεν επενδύθηκαν ούτε για ανακούφιση ούτε για υποδομές. Τα χρήματα εξέθρεψαν ακόμα περισσότερο τους πλούσιους στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν.

Η διαφθορά στα υψηλά κυβερνητικά στελέχη εξάντλησε το ηθικό των ανθρώπων. Οι ΗΠΑ έθεσαν τις ελπίδες τους στην εκπαίδευση 300.000 στρατιωτών του Αφγανικού Εθνικού Στρατού (AΕΣ), ξοδεύοντας 88 δισεκατομμύρια δολάρια σε αυτήν την προσπάθεια. Το 2019, μια εκκαθάριση των «στρατιωτών – φάντασμα», δηλωμένων στρατιωτών δηλαδή που δεν υπήρχαν – οδήγησε στην απώλεια 42.000 στρατιωτών. Είναι πιθανό ο αριθμός να ήταν μεγαλύτερος. Το ηθικό στο AΕΣ είχε καταρρεύσει τα τελευταία χρόνια, με τις αποδράσεις από το στρατό να κλιμακώνονται. Η άμυνα των πρωτευουσών της επαρχίας ήταν επίσης αδύναμη, με την Καμπούλ να πέφτει στους Ταλιμπάν σχεδόν χωρίς μάχη.

Για το σκοπό αυτό, ο πρόσφατα διορισμένος υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση της Ghani, στρατηγός Bismillah Mohammadi, σχολίασε στο Twitter σχετικά με τις κυβερνήσεις που ήταν στην εξουσία στο Αφγανιστάν από τα τέλη του 2001: «Μας έδεσαν τα χέρια πισθάγκωνα και πούλησαν την πατρίδα. Ανάθεμα τον πλούσιο άντρα [Ghani[ και τους ανθρώπους του». Αυτό αποτυπώνει την πιο δημοφιλή γνώμη στο Αφγανιστάν αυτή τη στιγμή.

 

Το Αφγανιστάν και οι γείτονές του

Λίγες ώρες μετά την ανάληψη της εξουσίας, ένας εκπρόσωπος του πολιτικού γραφείου των Ταλιμπάν, ο Δρ M. Naeem, είπε ότι όλες οι πρεσβείες θα προστατευτούν, ενώ ένας άλλος εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, ο Zabihullah Mujahid, δήλωσε ότι όλοι οι πρώην κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν χρειάζεται να φοβούνται για τη ζωή τους. Αυτά είναι καθησυχαστικά μηνύματα προς το παρόν.

Επίσης καθησυχαστικό είναι ότι θεωρητικά οι Ταλιμπάν δήλωσαν ότι δεν είναι αντίθετοι σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, αν και δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια στάση θα ήταν ψευδεπίγραφη για την πολιτική ατζέντα των Ταλιμπάν. Επιπροσθέτως, οι Ταλιμπάν δεν έχουν διατυπώσει ένα σχέδιο για το Αφγανιστάν, κάτι που η χώρα έχει ανάγκη εδώ και τουλάχιστον μια γενιά.

Στις 28 Ιουλίου, ο ηγέτης των Ταλιμπάν Mullah Baradar συναντήθηκε με τον κινέζο υπουργό Εξωτερικών Wang Yi στο Τιαντζίν της Κίνας. Το περιεχόμενο της συζήτησης δεν έχει αποκαλυφθεί πλήρως, αλλά αυτό που είναι γνωστό είναι ότι οι Κινέζοι πήραν μια υπόσχεση από τους Ταλιμπάν ότι δεν θα επιτρέψουν επιθέσεις στην Κίνα από το Αφγανιστάν και δεν θα επιτρέψουν επιθέσεις στην εμπορική ζώνη Belt and Road Initiative (BRI) στην Κεντρική Ασίαα. Σε αντάλλαγμα, η Κίνα θα συνέχιζε τις επενδύσεις της εμπορικής ζώνης BRI στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του Πακιστάν, το οποίο είναι βασικός υποστηρικτής των Ταλιμπάν.

Το αν θα μπορέσουν ή όχι οι Ταλιμπάν να ελέγξουν εξτρεμιστικές ομάδες δεν είναι σαφές, αλλά αυτό που είναι απόλυτα σαφές – ελλείψει αξιόπιστης αφγανικής αντιπολίτευσης στους Ταλιμπάν – είναι ότι οι εξωτερικές περιφερειακές δυνάμεις θα πρέπει να ασκήσουν την επιρροή τους στην Καμπούλ για να βελτιώσουν το σκληρό πρόγραμμα των Ταλιμπάν και την ιστορική υποστήριξή του σε εξτρεμιστικές ομάδες. Για παράδειγμα, ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (που δημιουργήθηκε το 2001) αναβίωσε το 2017 την Ομάδα Επαφής του για το Αφγανιστάν, η οποία πραγματοποίησε μια συνάντηση στο Ντουσάνμπε τον Ιούλιο του 2021 και ζήτησε κυβέρνηση εθνικής ενότητας.

Σε εκείνη τη συνάντηση, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ινδίας Δρ. S. Jaishankar ανέπτυξε ένα σχέδιο τριών αξόνων που έτυχε οριακής συναίνεσης από τα γειτονικά κράτη. Οι άξονες αφορούσαν:

1. Ένα ανεξάρτητο, ουδέτερο, ενιαίο, ειρηνικό, δημοκρατικό και ευημερούμενο έθνος.

2. Παύση βίας και τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον αμάχων και κρατικών εκπροσώπων, επίλυση των συγκρούσεων μέσω πολιτικού διαλόγου και σεβασμό των συμφερόντων όλων των εθνοτικών ομάδων,

3. Εξασφάλιση στα γειτονικά κράτη ότι δεν απειλούνται από τρομοκρατία, αυτονομισμούς και εξτρεμισμούς.

 

Αυτό είναι το μέγιστο που μπορεί κανείς να αναμένει αυτή τη στιγμή. Το σχέδιο υπόσχεται ειρήνη, η οποία είναι μια μεγάλη πρόοδος από αυτό που έζησε ο λαός του Αφγανιστάν τις τελευταίες δεκαετίες. Μα τι ειρήνη; Αυτή η «ειρήνη» δεν περιλαμβάνει τα δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών σε έναν κόσμο δυνατοτήτων. Κατά τη διάρκεια της εικοσαετούς αμερικανικής κατοχής, ούτε αυτή η «ειρήνη» ήταν υπαρκτή. Αυτή η ειρήνη δεν έχει καμία πραγματική πολιτική δύναμη πίσω της. Υπάρχουν κοινωνικά κινήματα κάτω από την επιφάνεια που μπορεί να αναδυθούν για να θέσουν έναν τέτοιο ορισμό της «ειρήνης» στο τραπέζι. Η ελπίδα βρίσκεται εκεί.

 

* Ο Vijay Prashad είναι Ινδός ιστορικός, συντάκτης και δημοσιογράφος. Είναι συγγραφέας και κύριος ανταποκριτής στο Globetrotter. Είναι ο αρχισυντάκτης του LeftWord Books και ο διευθυντής του Tricontinental: Institute for Social Research. Είναι ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Chongyang for Financial Studies, Renmin University της Κίνας. Έχει γράψει περισσότερα από 20 βιβλία, μεταξύ των οποίων “Τα πιο σκοτεινά έθνη και τα φτωχότερα έθνη”. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το ¨Σφαίρες από την Ουάσιγκτον”, με εισαγωγή του πρώην Προέδρου της Βολιβίας, Evo Morales Ayma.

 


Μετάφραση από αγγλικά: Pressenza Athens.