Την αυγή της Δευτέρας 17 Μαΐου, δεκάδες Μαροκινοί άρχισαν να εισέρχονται στη Θέουτα (Ισπανία), καταλήγοντας περίπου στο σύνολό τους 8.000 άτομα στις ακτές. Το έκαναν κολυμπώντας, ξεπερνώντας τα Ταραχάλ και Μπενζού, δηλαδή τα σημεία όπου τελειώνει ο φράκτης που χτίστηκε από την ισπανική κυβέρνηση για να αποτρέψει την είσοδο μεταναστών και που αποτελεί μέρος των νότιων συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι άνθρωποι μπήκαν σε αυτή τη διαδικασία εξαιτίας της άθλιας οικονομικής κατάστασης που ζουν στη χώρα τους και με την ενθάρρυνση και την υποστήριξη του μαροκινού στρατού που βρίσκεται στην περιοχή, όπως οι ίδιοι οι μετανάστες δήλωσαν.

Αυτό προκάλεσε μια κρίση μεταξύ της κυβέρνησης του Μαρόκου και της Ισπανίας, της οποίας τα μεγαλύτερα θύματα ήταν οι ίδιοι οι μετανάστες. Περισσότεροι από τους μισούς επέστρεψαν εθελοντικά στο Μαρόκο και πολλοί άλλοι επέστρεψαν παράνομα, αυξάνοντας έτσι τις λεγόμενες «καυτές επιστροφές». Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τον νεαρό που πέθανε προσπαθώντας να φτάσει στην ισπανική επικράτεια και εκείνους που νοσηλεύονται αυτές τις μέρες.

Φαίνεται ότι για άλλη μια φορά, το Μαρόκο συνεχίζει να εκβιάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ίδια στιγμή που η ΕΕ και η διεθνής κοινότητα το παίζουν αδιάφορες για τις συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο νότιο γείτονά του. Ένα σημάδι ότι έχει επιτύχει τους στόχους του είναι ότι καθώς γράφουμε αυτό το σημείωμα, εμπόδισε την είσοδο άλλων 100 μεταναστών που προσπαθούσαν να εισέλθουν στην Ισπανία.

Όσον αφορά αυτό που έχει συμβεί μέχρι στιγμής την τρέχουσα εβδομάδα [σ.τ.σ. που έκλεισε στις 23/5], η κυβέρνηση του Μαρόκου είχε ήδη απειλήσει την Ισπανία να υποχωρήσει στον έλεγχο της μετανάστευσης, εξαιτίας της μεταφοράς του Μπράχαμ Γκάλι, προέδρου της Αραβικής Λαϊκής Δημοκρατίας των Σαχαράουι και γενικού γραμματέα του Μετώπου Πολισάριο, σε νοσοκομείο στο Λογκρόνο (της Ισπανίας) «για ανθρωπιστικούς λόγους» εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Επαναλαμβάνεται κατά καιρούς και από τους τελευταίους μήνες του 2020, ήταν εμφανής η ευκολία με την οποία τα σκάφη μπόρεσαν να φύγουν από τη Δυτική Σαχάρα με προορισμό τα Κανάρια Νησιά. Με αυτόν τον τρόπο, η μαροκινή κυβέρνηση επιδιώκει να διαπραγματευτεί καλύτερες οικονομικές συνθήκες με τους βόρειους εταίρους της και, έστω και προσωρινά να επιτύχει την υποστήριξη της ΕΕ στη σύγκρουση με τη Δυτική Σαχάρα.

Μέχρι σήμερα, η Δυτική Σαχάρα θεωρείται από τον ΟΗΕ και το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας ως η τελευταία αποικία στην Αφρική και μια περιοχή που έχει καταληφθεί από το Μαρόκο (Πράσινος Μάρτιος 1975). Το 1991, εγκρίθηκε μια συμφωνία για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ και οι εγγυητές της συμφωνίας, τα Ηνωμένα Έθνη, δεν έκαναν τίποτα για να καταστήσουν δυνατό το λαό των Σαχαράουι να είναι σε θέση να αποφασίζει για το μέλλον του.

Η Ισπανία εξακολουθεί να φέρει μεγάλη ευθύνη σε αυτό το θέμα, έχοντας παραμελήσει την ιστορική της ευθύνη ως η αποικιακή δύναμη που εκ των πραγμάτων παρέδωσε την τελευταία από τις αποικίες της στον νότιο φίλο της, το Μαρόκο. Στην πραγματικότητα, ήταν μια συμφωνία μεταξύ του τότε βασιλιά της Ισπανίας, Χουάν Κάρλος του Α’, και του πατέρα του σημερινού βασιλιά του Μαρόκου, Χασάν του Β’. Σήμερα, ο πληθυσμός των Σαχαράουι εξακολουθεί να θυμάται ότι ήταν και εξακολουθούν να είναι η 53η ισπανική επαρχία, καθώς δεν απέκτησαν ποτέ ανεξαρτησία.

Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση έγινε πιο περίπλοκη για τους Σαχαράουι, δεδομένου ότι από τον Δεκέμβριο του 2020 – στο αποκορύφωμα της ένοπλης σύγκρουσης – ο Ντόναλντ Τραμπ, σε μία από τις τελικές του διεθνείς αποφάσεις, αναγνώρισε το Μαρόκο ως την καλύτερη επιλογή για τη διοίκηση της Δυτικής Σαχάρας, με αντάλλαγμα να κάνει το Μαρόκο το ίδιο με το Ισραήλ σε σχέση με την Παλαιστίνη. Και ο Τζο Μπάιντεν δεν έχει ακόμα υποχωρήσει από αυτήν την απόφαση. Έχοντας πρόσφορο έδαφος μετά από αυτές τις δηλώσεις, τέσσερις ή πέντε άλλες χώρες έχουν αναγνωρίσει αυτό το καθεστώς κυριαρχίς και η κυβέρνηση του Μαρόκου συνεχίζει να πιέζει την Αφρικανική Ένωση να κάνει το ίδιο.

Επιστρέφοντας στην κρίση μετανάστευσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Μαρόκου, οι φράκτες της Θέουτα και της Μελίγια – η άλλη αυτόνομη ισπανική θύλακα της Αφρικής – αντιπροσωπεύουν επίσημα τα νότια σύνορα της ΕΕ, αλλά, στην πράξη, είναι πιο σωστό να πούμε ότι αυτά τα σύνορα είναι κινητά και κατά πολύ ευρύτερα, επειδή το Μαρόκο έχει εκπληρώσει το ρόλο του ως φύλακα της Ευρώπης σε αυτό το μέρος, διασφαλίζοντας ότι λίγοι ή καθόλου μετανάστες δεν θα φτάσουν στους φράκτες και, εάν το κάνουν, παρενοχλούνται από τον μαροκινό στρατό. Σε αντάλλαγμα, η Ευρώπη έχει κάνει σειρά παραχωρήσεων στην κυβέρνηση Αλαγουάιτ.

Προς το παρόν, ειδικά στο βόρειο Μαρόκο, η κατάσταση είναι εκρηκτική. Αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι (και μαζί τους, οι οικογένειές τους) δεν έχουν τρόπο να επιβιώσουν καθώς εξαρτώνταν οικονομικά από την καθημερινή είσοδο στους ισπανικούς θύλακες για να αγοράσουν και να μεταφέρουν αγαθά με αντάλλαγμα έναν μικρό μισθό. Με την εμφάνιση της πανδημίας, το Μαρόκο έκλεισε αυτή τη διέλευση. Επιπλέον, το επίπεδο ανεργίας στην περιοχή έχει ανεβεί στα ύψη.

Οι διαμαρτυρίες που έχουν κατασταλεί βίαια σε διάφορα μέρη της χώρας αυξάνονται, και μαζί τους αυξάνονται και οι πολιτικοί κρατούμενοι. Ωστόσο, προς το παρόν, η μεγαλύτερη σύγκρουση που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση του Μαρόκου είναι η ένοπλη σύγκρουση στα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Σαχάρας, για την οποία ζητά υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια σύγκρουση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου 2020, όταν το Μαρόκο πραγματοποίησε επίθεση εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών στη συνοριακή διάβαση Γκεργκουερά, με αποτέλεσμα το Μέτωπο Πολισάριο να κηρύξει πόλεμο στο Μαρόκο.

Σε όλη αυτή την κατάσταση, η Ισπανία και η υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και η Διεθνής Κοινότητα σφυρίζουν αδιάφορες, χωρίς να θέλουν να δεσμευτούν να βοηθήσουν στην τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα από τις συμφωνίες που έχουν υπογράψει.

Μετάφραση από ισπανικά: Pressenza Athens.