Γράφει ο Leonardo Flores

Την 1η Απριλίου, η κυβέρνηση Τραμπ σφετερίστηκε μια συνέντευξη Τύπου για τον COVID-19 προκειμένου για να ανακοινώσει την ανάπτυξη σκαφών του αμερικανικού ναυτικού και άλλων στρατιωτικών μέσων προς τη Βενεζουέλα. Σύμφωνα με τον υπουργό Άμυνας Mark Esper, «σε αυτό το σύνολο δυνάμεων περιλαμβάνονται αντιτορπιλικά και πολεμικά πλοία, σκάφη της ακτοφυλακής, περιπολικά αεροσκάφη και περιπολίας και στοιχεία στρατιωτικής συνεργείου δυνάμεων ασφαλείας», ενώ ο στρατηγός Mark Milley, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού των ΗΠΑ, πρόσθεσε ότι «χιλιάδες ναύτες, ακτοφύλακες, στρατιώτες, ιπτάμενοι και πεζοναύτες συμμετέχουν σε αυτή την επιχείρηση». Το πρόσχημα είναι μια επιχείρηση καταπολέμησης των ναρκωτικών, η οποία θα δώσει συνέχεια στην καταγγελία του Υπουργείου Δικαιοσύνης της 26ης Μαρτίου κατά του Προέδρου Nicolás Maduro και 13 ατόμων ακόμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης για ναρκοτρομοκρατία. Αυτή η καταγγελία έχει πολιτικά κίνητρα και έχει δεχθεί σφοδρές επικρίσεις.

Ανάμεσα στα «μαστίγια» της καταγγελίας και της στρατιωτικής επιχείρησης, η διοίκηση Trump πρόσφερε φαινομενικά ένα καρότο: πρότεινε ένα «δημοκρατικό πλαίσιο μετάβασης», με προοδευτική άρση των επιβεβλημένων κυρώσεων αν παραιτούνταν οι Maduro και Guaidó, την εγκατάσταση ενός «Συμβουλίου της Επικρατείας» και διενέργεια εκλογών, στις οποίες δεν θα μπορούν να συμμετάσχουν ούτε ο Maduro ούτε ο Guaidó. Αυτή η πρόταση, η οποία είναι περισσότερο ωρολογιακή βόμβα παρά καρότο, απορρίφθηκε αμέσως και από την αντιπολίτευση και από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας. Το σχέδιο είναι αντισυνταγματικό, παραβιάζει την κυριαρχία της Βενεζουέλας (καθώς αποτελεί σιωπηρή αποδοχή ότι θα πρέπει να επιτρέπεται οι παράνομες κυρώσεις που επιβάλλονται από τις ΗΠΑ να υπαγορεύουν τις εγχώριες εξελίξεις) και αντιβαίνει στον συνεχιζόμενο διάλογο στη Βενεζουέλα που κάθε μέρα φτάνει πλησιάζει περισσότερο στην ίδρυση νέου Εθνικού Εκλογικού Συμβουλίου και στον ορισμό ημερομηνίας για τις βουλευτικές εκλογές. Ο Henri Falcón, ένας πρώην υποψήφιος για την προεδρία της αντιπολίτευσης, επέκρινε το σχέδιο, είπε ότι δεν μπορεί να επιβληθεί συμφωνία και η «λύση στη Βενεζουέλα είναι θέμα των Βενεζολάνων». Επίσης η πρόταση αμφισβητήθηκε και από τον Αμερικανό Πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Eliot Engel, ο οποίος χαρακτήρισε την προσέγγιση ως «εντελώς ανακόλουθη πολιτική», καθώς ήλθε μέρες αφότου το Υπουργείο Δικαιοσύνης δήλωσε ότι τίποτα δεν θα το σταματούσε να προχωρήσει με την υπόθεση της ναρκοτρομοκρατίας.

Ο περισπασμός από τον COVID-19 και η οπλοποίησή του

Δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η Βενεζουέλα θα προχωρούσε επιτέλους προς μια λύση στην πολιτική της κρίση κατόπιν διαπραγματεύσεων, ωστόσο η ανάπτυξη ναυτικών δυνάμεων μπορεί να σαμποτάρει τον διάλογο, όπως είχε εν μέρει σχεδιαστεί. Οι άλλοι σκοποί της επιχείρησης ήταν η απόσπαση της προσοχής από τον COVID-19 στις ΗΠΑ και η εκμετάλλευση της επιδημίας προκειμένου να αυξηθεί η πίεση στην κυβέρνηση Maduro.

Το σκηνικό που διαδραματίστηκε την 1η Απριλίου κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου όπου ανακοινώθηκε η επιχείρηση ήταν παράξενο. Το CNN κάλυψε το συνέδριο ζωντανά, πιστεύοντας ότι αφορά την πανδημία. Αυτή η πεποίθηση ήταν λογική, καθώς προωήθηκε ως ενημέρωση για τον κορωνοϊό και ήταν μια μέρα αφότου η κυβέρνηση δημοσιοποίησε έναν εκτιμώμενο αριθμό θανάτων μεταξύ 100.000 και 240.000 από τον COVID-19. Ενώ ο Λευκός Οίκος ισχυρίστηκε ότι οι διακινητές ναρκωτικών θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τον ιό, το CNN σταμάτησε τη συζήτηση για τις «φαινομενικά άσχετες επιχειρήσεις καταπολέμησης των ναρκωτικών». Εκείνο το βράδυ το Twitter πλημμύρισε με το «τιτίβισμα» #WagTheDog, ένα hashtag που υποδήλωνε ότι ο Τραμπ προσπαθούσε να δημιουργήσει έναν πόλεμο για να αποσπάσει την προσοχή από τον κάκιστο χειρισμό της πανδημίας.

Μάλιστα ένας ανώτερος αξιωματούχος του Πενταγώνου είπε στο Newsweek ότι ο Τραμπ «χρησιμοποιούσε την επιχείρηση για να στρέψει αλλού την προσοχή». Έως τις 3 Απριλίου, ο Λευκός Οίκος πρότεινε την ιδέα ότι η καταπολέμηση του εμπορίου ναρκωτικών θα βοηθούσε κάπως στην καταπολέμηση του κορωνοϊού, κάνοντας τους αξιωματικούς του στρατού να δηλώνουν «σοκαρισμένοι» μπροστά στη σύγχιση μεταξύ του πολέμου κατά των ναρκωτικών και του COVID-19. Φυσικά, όπως φαίνεται από τα πρόσφατα γεγονότα που διαδρματίστηκαν στο USS Theodore Roosevelt, του οποίου ο καπετάνιος ο ιός εξαπλώθηκε γρήγορα στους ναύτες του, τα μέλη του αμερικανικού στρατού είναι εκτεθειμένα σε μεγαλύτερο κίνδυνο μόλυνσης με αυτή τη μεγάλη επιχείρηση στην Καραϊβική. Είναι εκτεθειμένοι σε πλοία με συνωστισμό και εκτίθενται στην ξηρά στις εννέα στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στην Κολομβία. Αυτό ισχύει ιδίως δεδομένου ότι στην Κολομβία, η απόκριση COVID-19 ήταν τόσο κακή που στα τέλη Μαρτίου, ένας από τα δύο μηχανήματα της χώρας για την ανάλυση των αποτελεσμάτων των τεστ για τον κορωνοϊό ήταν εκτός σύνδεσης για 24 ώρες.

Προφανώς, αυτός ο κίνδυνος έχει γίνει αποδεκτός από τη διοίκηση Trump, καθώς βλέπει μια ευκαιρία για την οπλοποίηση της πανδημίας, χρησιμοποιώντας την αστάθεια και το χάος που προκαλεί για την προώθηση των στόχων της, όσον αφορά στην αλλαγή του καθεστώτος στη Βενεζουέλα. Ο William Brownfield, ο οποίος έχει διατελέσει πρέσβης των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα και είναι ένας από τους αρχιτέκτονες της πολιτικής αλλαγής του καθεστώτος, χαρακτήρισε «τις κυρώσεις, την τιμή του πετρελαίου, την πανδημία, την ανθρωπιστική κρίση» και τη μετανάστευση τόσων πολλών Βενεζολάνων ως την «τέλεια καταιγίδα» προκειμένου να ασκηθεί πίεση στον Maduro να δεχθεί τη «μη διαπραγματεύσιμη» προσφορά του να φύγει.

Οι πιθανές συνέπειες της ναυτικής επιχείρησης

Η διοίκηση Trump δεν έχει δώσει λεπτομέρειες σχετικά με το πώς θα είναι αυτές οι «επιχειρήσεις κατά των ναρκωτικών» στα ύδατα της Βενεζουέλας, αλλά πρόκειται σαφέστατα για πρόκληση. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα ψεύτικης σημαίας ή ψεύτικων θετικών αποτελεσμάτων, στο πλαίσιο των οποίων οποιοδήποτε συμβάν μεταξύ των ΗΠΑ και του ναυτικού της Βενεζουέλας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για πόλεμο, όπως το περιστατικό στον Κόλπο του Τόνκιν χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για να επιτεθούν οι ΗΠΑ στο Βιετνάμ.

Υπάρχουν και άλλα πιθανά σενάρια που θα μπορούσαν να έχουν καταστροφικές οικονομικές συνέπειες. Η κυβέρνηση της Βενεζουέλας ανησυχεί ότι τα πάντα, από τις εν γένει εισαγωγές έως τις εξαγωγές πετρελαίου, θα μπορούσαν να υποκλαπούν ή να κατασχεθούν από το αμερικανικό ναυτικό. Αυτή η ανησυχία είναι βάσιμη, καθώς το Πεντάγωνο ισχυρίστηκε – χωρίς αποδείξεις – ότι τα ναρκωτικά διακινούνται «με ναυτικά σκάφη από τη Βενεζουέλα στην Κούβα». Δεδομένου ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ στοχοποιεί και επιβάλλει κυρώσεις σε πλοία που μεταφέρουν πετρέλαιο από την Κούβα στη Βενεζουέλα, δεν είναι διόλου απίθανο στα πετρελαιοφόρα της Βενεζουέλας να επιβιβαστεί αμερικανικός στρατός.

Καθώς η πειρατεία είναι προφανώς και πάλι της μόδας, με τις ΗΠΑ, μεταξύ άλλων χωρών, να κατάσχουν εξοπλισμό για τον COVID-19 που έχει ήδη αγοραστεί από μικρότερες χώρες, δεν θα ήταν έκπληξη αν βλέπαμε τις ΗΠΑ να υφαρπάζουν το πετρέλαιο ή άλλα περιουσιακά στοιχεία της Βενεζουέλας στην ανοικτή θάλασσα, ιδίως δεδομένης της τάσης του Trump να λέει ότι οι άλλες χώρες θα πληρώσουν για τις στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ (είτε πρόκειται για το τείχος στα σύνορα του Μεξικού, τις δαπάνες ασφαλείας του ΝΑΤΟ ή για απειλές υφαρπαγής του πετρελαίου του Ιράκ ή της Συρίας). Είναι ένα ανοιχτό ερώτημα εάν ο κόσμος θα άφηνε τον λαό της Βενεζουέλας να λιμοκτονήσει ουσιαστικά από έναν αποκλεισμό αυτού του τύπου.

Ο κίνδυνος της στρατιωτικής επιχείρησης

Ο Trump απειλεί με στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της Βενεζουέλας από τον Αύγουστο του 2017 και με ναυτικό αποκλεισμό από τον Αύγουστο του 2019. Η ανάπτυξη του Ναυτικού προς τη Βενεζουέλα είναι το πρώτο βήμα για την υποστήριξη και των δύο απειλών. Σύμφωνα με το Associated Press, πρόκειται για «μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στην περιοχή από την εισβολή στον Παναμά το 1989 για την απομάκρυνση του Στρατηγού Manuel Noriega από την εξουσία και τη μεταφορά του στις ΗΠΑ για να δικαστεί για ναρκωτικά». Το κατηγορητήριο κατά του Maduro επιτρέπει τις συγκρίσεις με αυτό του Noriega, αφού κι αυτός αντιμετωπίζει παρόμοιες κατηγορίες. Ο γερουσιαστής Marco Rubio – αδιαμφισβήτητα ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της βίαιης αλλαγής του βενεζολάνικου καθεστώτος στην Ουάσινγκτον – ανέβασε πέρυσι στο Twitter φωτογραφίες του Noriega ως φανερή απειλή προς τον Πρόεδρο Maduro. Οι δεσμοί με τον Παναμά πηγαίνουν ακόμη πιο βαθιά: τόσο ο Γενικός Εισαγγελέας William Barr όσο και ο Ειδικός Εκπρόσωπος του Τραμπ για τη Βενεζουέλα, Elliott Abrams, εργάζονταν για την κυβέρνηση Bush την εποχή που η πίεση στον Noriega είχε πιάσει κόκκινο.

Ωστόσο, η ανατροπή του Noriega δεν επιτεύχθηκε με κυρώσεις, κατηγορίες ή κάποια ναυτική επιχείρηση, αλλά με εισβολή των ΗΠΑ. Επιπλέον, η Βενεζουέλα δεν είναι ο Παναμάς. Είναι μια πολύ μεγαλύτερη χώρα, ισχυρότερη στρατιωτικά, έχει σημαντικούς συμμάχους την Κίνα και τη Ρωσία και διαθέτει μια πολιτοφυλακή 3 εκατομμυρίων ανθρώπων.

Αυτό το τελευταίο σημείο συχνά παραβλέπεται ή απορρίπτεται, αλλά η κατανόηση της σοβαρότητας αυτής της πολιτοφυλακής είναι το κλειδί για την κατανόηση του πολιτικού τοπίου της Βενεζουέλας. Τον Φεβρουάριο του 2019, όταν οργίαζαν οι φήμες για μια πιθανή εισβολή από την Κολομβία, μέλη της πολιτοφυλακής κατέλαβαν τις σημαντικές γέφυρες κατά μήκος των συνόρων, πλήρως προετοιμασμένοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους, όπως είπε ένα μέλος της πολιτοφυλακής σε πρόσφατο ντοκιμαντέρ. Η πολιτοφυλακή είναι μέρος της ταυτότητας του τσαβισμού, του αριστερού επαναστατικού κινήματος που υποστηρίζει τον Maduro και εμπνέεται από τον πρώην πρόεδρο της Βενεζουέλας Hugo Chavez. Τους περισσότερους αριστερούς στη Βενεζουέλα, δεν τους χωρίζουν περισσότερο από δυο βαθμοί από την πολιτοφυλακή: είτε ανήκουν στην πολιτοφυλακή, είτε γνωρίζουν κάποιον στην πολιτοφυλακή, είτε γνωρίζουν κάποιον που γνωρίζει κάποιον στην πολιτοφυλακή.

Οι συνέπειες αυτού πρέπει να είναι προφανείς: η Βενεζουέλα έχει σημαντικό πληθυσμό που θα αντισταθεί σε οποιαδήποτε εισβολή ή πραξικόπημα. Αυτό δεν είναι απλώς λόγια. H μεγαλύτερη λαϊκή εξέγερση στη Βενεζουέλα των τελευταίων 30 ετών συνέβη στις 12 και 13 Απριλίου 2002, όταν οι φτωχοί, η εργατική τάξη, οι μαύροι, οι σκουρόχρωμοι και οι ιθαγενείς της Βενεζουέλας βγήκαν στους δρόμους για να απαιτήσουν την επιστροφή του ανατιθέμενου προέδρου Hugo Chavez, ανατρέποντας ένα δεξιού προσανατολισμού πραξικόπημα εντός 48 ωρών. (Σημείωση: Ο Elliott Abrams ήταν τότε στην κυβέρνηση George Bush και “έδωσε θετικό νεύμα” στο πραξικόπημα, σύμφωνα με δημοσίευμα του Guardian.)

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η Βενεζουέλα δεν θα είναι σαν τον Παναμά, όπου η αντίσταση ήταν μικρή. Εάν συμβεί το χειρότερο και ξεσπάσει ένας πόλεμος, οι πιο κατάλληλες συγκρίσεις θα ήταν με το Αφγανιστάν, τη Συρία ή το Ιράκ, χώρες στις οποίες οι ΗΠΑ ξόδεψαν δισεκατομμύρια για την αλλαγή καθεστώτος με καταστροφικό κόστος για τις ανθρώπινες ζωές και την περιφερειακή σταθερότητα. Η επικίνδυνη επιχείρηση της διοίκησης Trump πρέπει να αμφισβητηθεί τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και από τους Ρεπουμπλικάνους, αλλά μέχρι στιγμής, κανένας σημαντικός πολιτικός δεν έχει επικρίνει την κίνηση. Ας ελπίσουμε ότι ο αμερικανικός λαός θα διαβάσει το μήνυμα ειρήνης που έστειλε ο Πρόεδρος Maduro και θα παροτρύνει την κυβέρνηση των ΗΠΑ να διεξαγάγει πόλεμο κατά του covid και όχι της Βενεζουέλας.


Μετάφραση από τα ισπανικά για την ελληνική Pressenza: Αρετή Μαθιουδάκη.