Το χρονολόγιο θα πει ότι στις 10 Νοεμβρίου 2019 ο Έβο Μοράλες, συνταγματικός πρόεδρος της Βολιβίας, παραιτήθηκε από τη θέση του.

Η ιστορία που θα πουν οι συσκευές που κατασκευάζουν κοινή νοημοσύνη της δεξιάς, τα βασικότερα δηλαδή ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, δεν θα επιμείνουν στο γεγονός ότι ο Έβο έπρεπε να εγκαταλείψει την προεδρία για να σταματήσει τη σφαγή που εκτελούσαν οι φασιστικές ορδές εναντίον κυβερνητικών αξιωματούχων και συγγενών τους, μαχητών του κόμματός του και των γυναικών με την παραδοσιακή ενδυμασία των Άνδεων.

Το ψευδές αφήγημα θα παραλείψει ότι, στην πραγματικότητα, ο πρώτος ιθαγενής πρόεδρος της Βολιβίας ανατράπηκε από ένα πραξικόπημα. Πρόεδρος ο οποίος πέτυχε εντυπωσιακές κοινωνικές προόδους, οι οποίες επέτρεψαν στους καταπιεσμένους ανθρώπους της Βολιβίας, για πρώτη φορά στη μακρά ιστορία τους, να έχουν αξιοπρέπεια ως πολίτες με ίσα δικαιώματα. Ένα πραξικόπημα που δεν απευθύνεται μόνο σε έναν ηγέτη αλλά σε ένα ολόκληρο κοινωνικό κίνημα, εφαρμοσμένο με μαθήματα από τις δικτατορίες του περασμένου αιώνα.

Η αλλοιωμένη ιστορία δεν θα αναφέρει ότι ο Έβο είναι ένας γνήσιος εκπρόσωπος των οργανώσεων της υπαίθρου, ένας άνθρωπος που εργαζόταν ακούραστα κάθε μέρα από τις πρώτες πρωινές ώρες, ένας ηγέτης που δεν μπορούσε να υποστηρίξει τη διαφθορά ή τον προσωπικό πλουτισμό. Οι πληρωμένοι δημοσιογράφοι θα πουν, αντίθετα, ότι ήθελε να γίνει «αιωνόβιος της εξουσίας».

Αυτοί οι τύραννοι της επικοινωνίας θα δώσουν φωνή σε όσους αποκαλούν αυτή την πράξη «τέλος τυραννίας» σε ένα ολοκληρωμένο πραξικόπημα εναντίον μιας θεσμικής κυβέρνησης. Στις αιματηρές ιστορίες τους θα δοξάσουν τους βανδάλους που έκαψαν ψηφοδέλτια, δικαστήρια, την έδρα του κόμματος, αυτούς που επιτέθηκαν σε ανυπεράσπιστες γυναίκες μόνο και μόνο εξ αιτίας της εμφάνισής τους και της ταυτότητά τους.

Θα χαρακτηρίσουν «γενναίους» εκείνους που, για χρήματα ή για τη δημιουργία σύγχυσης, ξεκίνησαν το σοκ των αρχικών επεισοδίων του πραξικοπήματος, όταν η καταμέτρηση των ψήφων δεν είχε καν ακόμα τελειώσει. Ίσως μετά, για να κρατήσουν τους τύπους, όταν το κυνήγι μαγισσών εξαπολύεται μετά το πραξικόπημα, θα πουν πως σχεδιάστηκε μια στρατηγική «υπέρβαση» για το κοινό καλό.

Τα μέσα ενημέρωσης αναφερόμενα στο πραξικόπημα θα επαινέσουν τη «διαλλακτική» θέση του Μέσα – που είναι μια αδύναμη μαριονέτα των Ηνωμένων Πολιτειών, αν του παραχωρήσουν τελικά το προεδρικό αξίωμα – και την «σταθερότητα», το «κουράγιο» και την «ηθική ακεραιότητα» της νέας εκδοχής της Κου Κλουξ Κλαν, του Λουίς Φερνάντο Καμάτσο. Θα καλέσουν για «ενότητα» και «ειρήνευση», για την οποία θα είναι απαραίτητο να απομακρυνθούν οι σημερινοί ηγέτες από τις μελλοντικές εκλογικές διαδικασίες. Θα αποφύγουν προσεκτικά να μιλήσουν για «απαγόρευση», ακόμα κι αν αυτό είναι ο σωστός όρος για τις προθέσεις τους.

Οποιαδήποτε προηγούμενη δήλωση φασιστικής και ρατσιστικής υφής θα διαγραφεί, για να αποκρύψουν τον πρόδηλο χαρακτήρα του πραξικοπήματος. Οι λύκοι θα γίνουν αρνιά, για να ευχαριστήσουν τα μάτια του κυρίου. Οι δε άρχοντες των πολυεθνικών, είναι ετοιμότατοι να αρπάξουν τις εθνικοποιημένες εταιρείες φυσικών πόρων προς όφελος άγνωστων μετόχων.

Η χειραγωγούμενη ενημέρωση θα επαινέσει την τεράστια «συμβολή» του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (OAS) για την «καταγγελία της εκλογικής απάτης». Κανείς δεν θα τολμήσει να εκτιμήσει ότι η έκθεση που εκδόθηκε από αυτό το θεσμικό όργανο – που χρηματοδοτείται από το 60% από τις Ηνωμένες Πολιτείες – δεν μιλάει καν για απάτη, αλλά αντίθετα ντύνει με έναν μανδύα υποψίας επισημαίνοντας μια και μόνο λέξη: «παρατυπίες».

Κανείς δεν θα πει από αυτά τα ΜΜΕ ότι επρόκειτο για μία (ίσως αναγκαστική) παράβλεψη της κυβέρνησης να θέσει αυτή την οργάνωση συνωμοσίας, ως εγγυήτρια της δημοκρατίας. Μια οργάνωση που – σε περίπτωση που κάποιος κερδίσει τις εκλογές και δεν συμμορφώνεται με τα γεωπολιτικά σχέδια του κακού γείτονα του Βορρά – συνεργάζεται μαζί του δημοσίως για να ανατρέψει τον δίκαιο νικητή και να αμαυρώσει τον ηττημένο.

Κανένας από αυτούς τους δημοσιογράφος δεν θα επικρίνει τη σιωπή των δεξιών κυβερνήσεων που συνήθως «ανησυχούν» για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Στην καλύτερη κάποιοι αρθρογράφοι θα παροτρύνουν τον κόσμο να επιστρέψει στα καλά δημοκρατικά έθιμα, δηλαδή εκείνα που ευνοούν την καθιερωμένη εξουσία.

Ο αδίστακτος Τύπος θα υποστηρίξει την αστυνομία και το στρατό για την υπεράσπιση των «δίκαιων αιτημάτων των καταπιεσμένων ανθρώπων». Ο Τύπος θα σιωπά μπροστά σε κάθε προσπάθεια διερεύνησης των κινητών τηλεφώνων της ανώτερης διοίκησης από τις δυνάμεις ασφαλείας να αγνοήσουν το καθήκον τους για προστασία των πολιτών και να προστατεύσουν μια κυβέρνηση που επιλέγεται από τη λαϊκή βούληση. Τα χρονικά που θα εξαλείψουν κάθε αναφορά στο πνεύμα πραξικοπήματος των πράξεών τους, θα αφθονούν.

Αναμφισβήτητα, κανένα από αυτά τα μέσα δεν θα τολμήσει να τοποθετήσει μεταξύ των κειμένων του οποιαδήποτε αναφορά σε πιθανά σχέδια και ίντριγκες που αφορούν εξωτερικές παρεμβάσεις, πριν τις εκλογές, με τα οποία τέθηκε η ανατροπή του Έβο Μοράλες ως βασικός στόχος.

Απέχοντας από την ερμηνεία ότι το πραξικόπημα αποτελεί γεωπολιτική κίνηση για να υπονομευθεί η κυριαρχία και η δυνατότητα ενσωμάτωσης των λαών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, κάποιος υψηλόμισθος χρονογράφος, με την επιθυμία να αυξηθεί ακόμα περισσότερο ο μισθός του – θα πει ότι πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα προς το τέλος της «κακής επιρροής» της Κούβας και της Βενεζουέλας στην περιοχή.

Όπως συμβαίνει συνήθως, η αληθινή ιστορία θα αποκαλύψει, αρκετά αργότερα, τα γεγονότα.

Η αλήθεια είναι ότι σήμερα οι ισχυροί, οι δεξιοί, οι φασίστες, οι βίαιοι και οι ανατροπείς της δημοκρατίας τρίβουν τα χέρια τους και γιορτάζουν την πτώση μιας λαϊκής κυβέρνησης.

Οι φτωχοί της γης κλαίνε με αγωνία και οργή. Και εμείς μαζί τους.

 

(*) Ο Javier Tolcachier είναι ερευνητής στο Κέντρο Ανθρωπιστικών Σπουδών στην Κόρδοβα της Αργεντινής και αρθρογραφεί στο διεθνές πρακτορείο ειδήσεων Pressenza.

Μετάφραση από τα ισπανικά: Pressenza Athens