Το πιλοτικό έργο που διεξάγεται στη Βαρκελώνη – B-MINCOME – που συνδυάζει εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα και ενεργητικές κοινωνικές πολιτικές στις υποβαθμισμένες αστικές περιοχές της Βαρκελώνης – δημοσίευσε μια έκθεση, τον Ιούλιο του 2019, με τα αποτελέσματα του πρώτου επιχειρησιακού έτους (2017-2018) . Το πείραμα, το οποίο ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2017 και αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2019, αποσκοπεί στη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού σε ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες. Κατά τη διάρκεια αυτών των 24 μηνών και με βάση ένα τυχαίο μοντέλο ελέγχου, 1000 νοικοκυριά (τυχαία) που επιλέχθηκαν από τρεις από τις φτωχότερες περιοχές της πόλης (Nou Barris, Sant Andreu και Sant Martí) λαμβάνουν μέγιστη μεταφορά μετρητών € 1675 το μήνα. Από αυτά τα 1000 νοικοκυριά, 550 έχουν συμμετάσχει επίσης σε τέσσερις πολιτικές ενεργητικής ένταξης τις οποίες έχει θεσπίσει το έργο: μία για την κατάρτιση και την απασχόληση, μία για την προώθηση της επιχειρηματικότητας στην κοινωνική, αλληλέγγυα και συνεταιριστική οικονομία, μία για επιχορηγήσεις που αφορούν ανακαίνιση διαμερισμάτων ή ενοικίαση δωματίων και μία για ενεργή συμμετοχή στα θέματα της κοινότητας.

Αυτό που κάνει αυτό το έργο τόσο πρωτοποριακό είναι ότι συνδυάζει τέσσερις τρόπους συμμετοχής: Υπό όρους (οι άνθρωποι που τυχαία επιλέγονται, υποχρεούνται να συμμετέχουν στις ενεργές κοινωνικές πολιτικές). Άνευ όρων (η συμμετοχή σε αυτές τις πολιτικές δεν αποτελεί προϋπόθεση για την είσπραξη του εισοδήματος). Περιορισμένη (τυχόν πρόσθετο εισόδημα που μπορεί να επιτευχθεί αναλογικά μειώνει το ποσό της μεταφοράς μετρητών). Μη περιορισμένη (αν δημιουργηθεί πρόσθετο εισόδημα δεν μειώνεται το ποσό που μεταφέρεται στο λογαριασμό τους).

Εκτός από τη μείωση της φτώχειας και την ενθάρρυνση της προσωπικής αυτονομίας, ο γενικός στόχος της B-MINCOME είναι να ελέγξει ποια μέθοδος μεταφοράς εισοδήματος είναι η πιο αποτελεσματική (όπως θα προκύψει από τα αποτελέσματα) και την πιο αποδοτική (όσον αφορά τα κόστη εφαρμογής). Αυτό το πιλοτικό έργο είναι, κατά συνέπεια, ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της εφαρμογής ενός δημοτικού συστήματος μεταφοράς εισοδήματος, το οποίο θα πρέπει να εδραιωθεί στο εγγύς μέλλον.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν από παρόμοιες πιλοτικές εφαρμογές, όπως αυτή που έγινε στη Μανιτόμπα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, τη φινλανδική, αυτή που ξαφνικά ακυρώθηκε στο Οντάριο και εκείνες που τώρα πλησιάζουν στο τέλος τους σε διάφορες ολλανδικές πόλεις, όπως η Ουτρέχτη, η έκθεση που δημοσιεύεται τώρα από το Δημοτικό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, παρουσιάζει πολύ θετικά ποσοτικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η μέση αύξηση της γενικής ευημερίας κατά 11% και η αύξηση της οικονομικής ευημερίας κατά 1,4%. Δείχνει επίσης 8% μείωση του σοβαρού δείκτη απώλειας υλικών και μείωση κατά 18% στην «ανησυχία για το ότι δεν υπάρχει αρκετό φαγητό». Αξίζει επίσης να σημειωθεί η μέση μείωση κατά 3% της ανάγκης για άντληση χρημάτων μέσω άλλων μέσων εκτός της απασχόλησης (π.χ. ενοικίαση δωματίων, πρόβλημα που επηρεάζει ιδιαίτερα την πόλη της Βαρκελώνης) ή μειούμενη τάση ανάπτυξης ψυχικών ασθενειών και βελτιωμένης ποιότητας του ύπνου, κατά 10% και 1% αντίστοιχα – δύο αποτελέσματα που συνδέονται με τη μείωση του οικονομικού άγχους που υφίστανται αυτές οι οικογένειες. Επιπλέον, η ποιοτική και εθνογραφική αξιολόγηση του έργου αποκαλύπτει επίσης θετικές επιπτώσεις, όπως η αύξηση κατά σχεδόν 28% στην ευτυχία και γενική ικανοποίηση από τη ζωή, καθώς και σημαντική αύξηση της εμπλοκής και της συμμετοχής στη ζωή της γειτονιάς και της κοινότητας.

Ωστόσο, η έκθεση δεν εντοπίζει στατιστικά σημαντικές αλλαγές στην ανασφάλεια στέγασης ή στην ικανότητα των νοικοκυριών να αντιμετωπίσουν απρόβλεπτες δαπάνες (αν και αυτή η μεταφορά μετρητών δεν έχει σκοπό να καταστήσει δυνατή την εξοικονόμηση πόρων αλλά μόνο να καλύψει τα βασικά έξοδα). Επιπλέον, δεν έχουν παρατηρηθεί σημαντικά αποτελέσματα όσον αφορά την εύρεση εργασίας ή άλλες διαστάσεις που σχετίζονται με την απασχόληση. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το αποτέλεσμα αναμενόταν και ευθυγραμμίζεται με άλλες παρόμοιες εφαρμογές, οι οποίες επιβεβαιώνουν επίσης την αρχική υπόθεση: οι άνθρωποι με σε υπό όρους υπαγωγή στην πιλοτική εφαρμογή, παρουσιάζουν ενός είδους αντίθετης συμπεριφοράς (lock-in effect), καθώς η (υποχρεωτική) συμμετοχή τους στις κοινωνικές πολιτικές που εφαρμόζονται, ίσως σημαίνουν ότι είχαν λιγότερο χρόνο για να αναζητήσουν εργασία. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες υπέφεραν από υψηλό βαθμό αποκλεισμού ή αβεβαιότητας απασχόλησης πριν από την έναρξη της πιλοτικής εφαρμογής. Επομένως, δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε φιλόδοξα αποτελέσματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Η αναφερθείσα έκθεση (BCN_results_bmincome_eng) περιέχει μόνο τα αποτελέσματα που αποκτήθηκαν κατά το πρώτο έτος του έργου και επομένως η συνολική εικόνα και αποδοτικότητα του έργου μπορεί να αξιολογηθεί οριστικά μόνο στις αρχές του 2020.

Δεδομένου του εξαιρετικά ευάλωτου προφίλ των αποδεκτών και του γεγονότος ότι αυτά τα αποτελέσματα προέρχονται από ένα μόνο έτος εφαρμογής, υπάρχουν δείγματα που φέρνουν αισιοδοξία. Τα τελικά αποτελέσματα αναμένεται να είναι πιο σημαντικά και συνεπή από στατιστικής απόψεως, ακόμη πιο ενθαρρυντικά από ουσιαστική άποψη, δηλαδή στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των δικαιούχων, στην αύξηση της ελευθερίας και της αυτονομίας τους και στη μείωση της εξάρτησής τους από άλλες δημόσιες επιδοτήσεις.

 

———————————

Συντάχθηκε από τον Bru Laín (bru.lain@ub.edu). Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας (Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης), ερευνητής στο έργο B-MINCOME και Γραμματέας του ισπανικού δικτύου βασικών εισοδημάτων.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ