Μια ταινία για τους ανθρώπους δύο πόλεων: Δημητσάνα Αρκαδίας και Birgi δυτικής Τουρκίας. Επί ένα χρόνο η ζωή στις δύο αυτές πόλεις καταγράφηκε με κάμερες και οι 80 ώρες κινηματογραφικού υλικού είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του “the other town”, ένα ντοκιμαντέρ 45′, που προβλήθηκε την Τρίτη 28 Μαΐου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η τουρκάλα σκηνοθέτιδα, Nefin Dinc, που διδάσκει παραγωγή ταινιών και βίντεο στο κρατικό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στη Φρεντόνια και έχει αρκετές κινηματογραφικές παραγωγές στο ενεργητικό της και ο Ηρακλής Μήλλας, πολιτικός επιστήμονας, μηχανικός και μεταφραστής λογοτεχνικών κειμένων, που έχει γεννηθεί στην Τουρκία, αλλά μένει στην Ελλάδα από το 1971, συναντήθηκαν για να δημιουργήσουν αυτή την κινηματογραφική παραγωγή.

Η ιδέα τους ήταν να διερευνήσουν πώς βλέπει η κάθε πλευρά τον «Άλλο».  Πήραν συνεντεύξεις από τους κατοίκους των δύο πόλεων και από τους δημάρχους, κινηματογράφησαν τον τρόπο εορτασμού της εθνικής και θρησκευτικής τους μνήμης μέσα από τις παρελάσεις, τα μνημεία και τις θρησκευτικές τους γιορτές και επισκέφτηκαν τα σχολεία για να αποτυπώσουν τους τρόπους που διαμεσολαβείται η ιστορική μνήμη των δύο λαών μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια στους μαθητές. Οι σκηνοθέτες επιδίωξαν να διερευνήσουν με ποιους τρόπους καλλιεργούνται οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα της εχθρότητας μεταξύ των δύο λαών στους κατοίκους των δύο πόλεων που έχουν κοινές μνήμες από τη συνύπαρξη μεταξύ τους. Η ταινία με διακριτικό χιούμορ αναδεικνύει το πώς 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση και 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή, εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να συγκροτείται η ταυτότητα των δύο εθνών μέσα από θεσμικές παρεμβάσεις (παρελάσεις, γιορτές, σημαίες, τραγούδια, σχολικά βιβλία, θρησκευτικές κοινότητες) στη βάση της αναγνώρισης του «Άλλου» ως εχθρού. Οι δήμαρχοι στον επίσημο λόγο της πολιτικής ορθότητας εκφράζουν την πολιτική της φιλίας και της συνύπαρξης των δύο εθνοτήτων και ενώ αρνούνται οποιαδήποτε υποψία εχθρότητας, με τις τελετές και τις εκδηλώσεις εξακολουθούν να αναπαραγάγουν τα στερεότυπα. Στην ταινία καταδεικνύεται το πώς αυτός ο πολεμικός λόγος εξακολουθεί να εμποτίζει κυρίως τις νέες γενιές. Είναι εμφανής και ο φόβος αμφίπλευρα. Ακόμα και όταν διαπιστώνουν τον παραλογισμό της εχθρότητας, αρνούνται να την αμφισβητήσουν, καθώς ο κλονισμός αυτός θα συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα στοιχεία της εθνικής τους παράδοσης: “Αν αμφισβητήσω την ύπαρξη του κρυφού σχολειού, τι θα συμβεί με την κλασική αρχαιότητα, […] τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα;».  Από την άλλη πλευρά ωστόσο ο τρόπος που η ταινία εστιάζει στα στερεότυπα και την τεχνητή αναπαραγωγή τους, αφήνει στο θεατή μια νότα αισιοδοξίας για την άρση τους.

Μετά την προβολή της ταινίας, ακολούθησε συζήτηση με τους δημιουργούς της και την ιστορικό, Χριστίνα Κουλούρη, η οποία έδωσε έμφαση στο ότι η ταινία αναδεικνύει το πώς ενώ εσφαλμένα πιστεύουμε ότι η συγκρότηση της ταυτότητας των δύο λαών στηρίζεται στις διαφορές, αυτή τελικά διαμορφώνεται με βάση τις ομοιότητες που έχουμε μεταξύ μας. Η ιστορικός μίλησε επίσης για την ανάγκη διαλόγου. Συχνά πιστεύουμε ότι τα σχολικά εγχειρίδια φέρουν το κύριο βάρος για τη διαιώνιση της εχθρότητας, αυτή όμως εξακολουθεί να εμποτίζει τους ανθρώπους καθώς βρίσκεται διάχυτη στο δημόσιο λόγο. Η ταινία δεν έχει προβληθεί σε καμιά από τις δύο πόλεις ακόμα, ούτε η ΕΡΤ έχει ανταποκριθεί θετικά. Οι δημιουργοί της ενημέρωσαν ότι αργότερα θα κυκλοφορήσει ελεύθερα στο διαδίκτυο.