Κέντρο Γυναικείων Ερευνών και Μελετών Διοτίμα

Ποια είναι η υποδοχή του όρου γυναικοκτονία στην ελληνική δημόσια σφαίρα; Πως «καλύπτουν» τα ΜΜΕ τις δολοφονίες γυναικών, που δολοφονήθηκαν λόγω του φύλου τους; Ποιος είναι ο ρόλος των Μέσων αλλά και των social media στην αναπαραγωγή σεξιστικού λόγου και την εμπέδωση των έμφυλων στερεοτύπων; Ποιες είναι οι αντιδράσεις και ο αντίλογος στον κυρίαρχο μιντιακό λόγο;

Με αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα αναμετριέται η εισήγηση «Για τη γυναικοκτονία στο δημόσιο λόγο και τη δημόσια σφαίρα» της κοινωνικής ανθρωπολόγου (υπεύθυνη προγραμμάτων του Κέντρου Διοτίμα) Άννας Μιχαλακέλη. Η εισήγηση παρουσιάστηκε στην εκδήλωση «Γυναικοκτονίες: Διαπιστώσεις, ερωτήματα και ερωτηματικά», που διοργάνωσε το Εργαστήριο Σπουδών Φύλου/Centre for Gender Studies του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Πάντειο (14/3/2019, Αμφιθέατρο Σ. Καραγιώργα).

Κατασκευάζοντας την πραγματικότητα

Στις σύγχρονες κοινωνίες τα μαζικά μέσα ενημέρωσης αποτελούν έναν σημαντικό μηχανισμό κατασκευής και αναπαραγωγής σεξιστικών προτύπων, τόσο μέσα από την ίδια τους τη διάρθρωση [1] όσο και μέσα από το περιεχόμενο, τη γλώσσα και τα αφηγήματα που χρησιμοποιούν, διαμορφώνοντας έτσι μια στρεβλή εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας και επηρεάζοντας το ευρύ κοινό. Επομένως τα ΜΜΕ δεν αντανακλούν απλώς, αλλά συμμετέχουν στην κατασκευή και στον ορισμό της πραγματικότητας, επιλέγοντας, παρουσιάζοντας και δομώντας «πραγματικότητες».

Διεθνή κείμενα και Συνθήκες, όπως είναι η CEDAW, η πλατφόρμα του Πεκίνου και η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αναγνωρίζουν και αναφέρονται στον κεντρικό ρόλο που παίζουν τα ΜΜΕ, παραδοσιακά και μη, στην εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί δράσεις ώστε τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν μηχανισμούς για την εξάλειψη των σεξιστικών στερεοτύπων στα Μέσα και τη διαφήμιση, να προτρέψουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να θεσπίσουν εσωτερικούς κώδικες παραγωγής των περιεχομένων τους και να ενθαρρύνουν τη δημόσια συζήτηση για το θέμα αυτό.

Ωστόσο, ο σεξισμός και ο μισογυνισμός έχουν αυξηθεί δραματικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες και η ευθύνη των μέσων μαζικής ενημέρωσης όσον αφορά την έμφυλη βία εξακολουθεί να είναι στο επίκεντρο των διεθνών συζητήσεων, ιδιαίτερα με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και των ψηφιακών μέσων ενημέρωσης (social media).

Έμφυλη βία και μιντιακός λόγος

Οι πρώτες φεμινιστικές μελέτες γύρω από το ζήτημα αυτό, επικεντρώθηκαν στις αναπαραστάσεις της σεξουαλικής βίας, προκειμένου να καταδείξουν πώς το περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης συνέβαλε, μέσω της εμπορευματοποίησης των γυναικείων σωμάτων, στη νομιμοποίηση της σεξουαλικής κακοποίησης και άλλων μορφών βίας, και πώς ενίσχυσε τις ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων. Σε μια επόμενη φάση οι μελέτες για τον ρόλο των ΜΜΕ συνδέθηκαν με κοινωνικές παρεμβάσεις και δράσεις.

Η ανάλυση περιεχομένου χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο για την παραγωγή ποσοτικών στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις αναπαραστάσεις του φύλου και στα δεδομένα αυτά στηρίχτηκαν εκ των υστέρων εκστρατείες κατά των στερεοτυπικών αναπαραστάσεων τόσο στο περιεχόμενο των ΜΜΕ όσο και στη διαφήμιση, γεγονός που ανέδειξε την ύπαρξη ποικίλων και διαφορετικών μορφών έμφυλης βίας, όπως για παράδειγμα η ενδοοικογενειακή. Τέλος, οι τρέχουσες ερευνητικές προσπάθειες επικεντρώνονται στη μελέτη των διαφορετικών μορφών βίας που βασίζεται στο φύλο όπως παρουσιάζονται στο μιντιακό λόγο, μέρος της οποίας αποτελούν και οι γυναικοκτονίες.

Αναπαραγωγή σεξιστικών στερεοτύπων

Τα ευρήματα των ερευνών αυτών έχουν καταδείξει πώς το περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης αναπαράγει σεξιστικά στερεότυπα που συσχετίζουν την ανδρική ταυτότητα και την αρρενωπότητα με τη βία, την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την επιθετικότητα και την εξουσία, ενώ οι γυναίκες παρουσιάζονται ως συναισθηματικές, ευάλωτες, εξαρτώμενες και ευαίσθητες.

Η έμφυλη βία και οι ποικίλες της μορφές, δεν εμφανίζονται στα μέσα ενημέρωσης ως ένα δομικό πρόβλημα που αποτελεί απόρροια της ανισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών στο πλαίσιο των πατριαρχικών κοινωνιών, αλλά ως μια απλή ατομική εμπειρία που συνήθως συμβαίνει και περιορίζεται στην ιδιωτική σφαίρα [2].

Οι ειδήσεις που αναφέρονται σε περιστατικά βιασμών και γυναικοκτονιών, τείνουν να αναπαριστούν τις γυναίκες ως θύματα και ως υπεύθυνες για τη βία την οποία έχουν υποστεί (το λεγόμενο victim blaming), ενώ οι θύτες δεν αποτελούν μέρος των ειδήσεων και όταν εμφανίζονται, αναπαρίστανται ως οι ήσυχοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που κανένας δεν είχε καταλάβει τι μπορεί να έκρυβαν.

Ο τρόπος με τον οποίο καλύπτονται οι ειδήσεις που αφορούν γυναικοκτονίες, άλλα και ο λόγος που αναπτύσσεται γύρω από τα σχετικά δημοσιεύματα έχουν επίπτωση στον τρόπο με τον οποίο ολόκληρη η κοινωνία αντιλαμβάνεται εν τέλει την έμφυλη βία.

Τέσσερις τύποι «κάλυψης» των γυναικοκτονιών

Ειδικότερα, έχουν καταγραφεί/εντοπιστεί τέσσερις διαφορετικοί τύποι κάλυψης των γυναικοκτονιών και της έμφυλης βίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης [3]:

Πρώτον, «αντικειμενική» παράθεση των γεγονότων – policeframe ή “justthefacts”. Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια σκανδαλοθηρικού τύπου προβολή της δολοφονίας όπου επισημαίνονται ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της επίθεσης – όπως ο αριθμός των φορών που το θύμα μαχαιρώθηκε. Αυτός ο τύπος παρουσίασης είναι συχνός στη Λατινική Αμερική, αλλά υπάρχει και στην Ευρώπη, και προφανώς και στην Ελλάδα.

Δεύτερον, αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν σε ανθρώπους διαφορετικούς από εμάς (π.χ. μετανάστες, πρόσφυγες, αλλόθρησκοι, γενικά «Άλλοι»). Ο σεξισμός συμπορεύεται με τον ρατσισμό και τα ΜΜΕ χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο σταθμά για τους δράστες ανάλογα με την εθνοπολιτισμική τους προέλευση ή την κοινωνική τους τάξη. Έτσι για παράδειγμα στην υπόθεση της Ε. Τοπαλούδη, ο «ημεδαπός» παρουσιάστηκε αρχικά ως αυτός που «παρασύρθηκε», ενώ ο δεύτερος ήταν εμφατικά «ο Αλβανός» – μέχρι να αποκαλυφθεί ότι είναι Βορειοηπειρώτης, κάτι που δεν βόλευε τα ΜΜΕ.

Τρίτον, επίρριψη ευθυνών στα ίδια τα θύματα (victim blaming) και/ή δικαιολόγηση του δράστη. Στα ΜΜΕ αναφέρονται συχνά η ζήλια ή η χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ, ώστε άκριτα να δικαιολογήσουν τις ενέργειες του δράστη του εγκλήματος, ή χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως: «από την αγάπη στη δολοφονία» ή «έγκλημα πάθους», απεικονίζοντας έτσι τις ανθρωποκτονίες ως «ιστορίες αγάπης» ή «οικογενειακές τραγωδίες».

Τη νοοτροπία «φταίει το θύμα», αλλά και τη γενικότερη αντίληψη ότι πρόκειται για ζητήματα που αφορούν τον οίκο και όχι τη δημόσια σφαίρα, δεν τη συναντάμε βέβαια μόνο στα ΜΜΕ. Είναι διάχυτη, όπως ήδη αναφέρθηκε, και σε θεσμούς όπως η Αστυνομία, οδηγώντας στη μη επαρκή προστασία, την υποτίμηση του κινδύνου που διατρέχουν τα θύματα και τις παραλείψεις στην εφαρμογή των νόμων που τελικά δημιουργούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη διάπραξη της γυναικοκτονίας.

Τέταρτον, δημοσιεύματα που εμφανίζουν μια κοινωνία σοκαρισμένη και μουδιασμένη, αφού ο θύτης εμφανίζεται ως «φυσιολογικός» άνθρωπος που δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα.

Είναι τελικά νεολογισμός;

Στην περίπτωση της Ελλάδας τη δημοσιοποίηση σειράς από αποτρόπαιες δολοφονίες γυναικών και την ορατότητά τους στη δημόσια σφαίρα, ακολούθησε ένα debate γύρω από τη χρήση του όρου γυναικοκτονία, τόσο από τον δημοσιογραφικό κόσμο, όσο και από bloggers, σχολιαστές στα social media, απλούς χρήστες· μια διαμάχη που συντηρείται και αναπαράγεται προκειμένου να δημιουργηθεί σύγχυση και να αποκρυφτούν για άλλη μια φορά τα πραγματικά αίτια αυτών των εγκλημάτων.

Ο όρος γυναικοκτονία κάνει την εμφάνισή του στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης ως νεολογισμός. Οι νεολογισμοί είναι λέξεις που επινοούνται για να καλύψουν ένα κενό χρήσης στη γλώσσα και υιοθετούνται κατά κανόνα σταδιακά, μέχρι να ενσωματωθούν πλήρως στον mainstream γλωσσικό κορμό.

Ο όρος γυναικοκτονία όμως δεν είναι απλά άλλος ένας νεολογισμός. Είναι όπως θα δούμε ένα πεδίο σύγκρουσης ιδεών, κοινωνικών στάσεων, πολιτικών τοποθετήσεων και η ενόχληση γύρω από τη χρήση του δεν αφορά απλώς σε διαφορά γλωσσικών αντιλήψεων [4].

Στη δεδομένη χρονική στιγμή ωστόσο, η αντιπαλότητα γύρω από τον όρο καλά κρατεί ενώ συνοδεύεται από μια προσπάθεια κάποιων ΜΜΕ,να συνδεθεί με συγκεκριμένους ιδεολογικο-πολιτικούς χώρους ή ακόμα και με συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα.

Το debate γύρω από τον όρο

Έτσι αν κάνει κανείς ένα απλό google searchβάζοντας τη λέξη γυναικοκτονία, θα παρατηρήσει με μια γρήγορη ματιά ότι τα αποτελέσματα της αναζήτησης αντανακλούν αυτήν ακριβώς την αντιπαράθεση, την αμφιθυμία, την αμηχανία ή ακόμα και την ευθεία αντίθεση σε σχέση με τη χρήση του όρου, καθώς η αδιαφιλονίκητη αποδοχή του θα σήμαινε την αυτόματη αναγνώριση της έμφυλης διάστασης των εν λόγω πράξεων.

Μια μερίδα των ΜΜΕ υιοθετούν τον όρο και συμβάλλουν στη διάδοσή του. Σε αυτά συγκαταλέγονται:

  1. Μέσα που κινούνται στο ευρύτερο, θα λέγαμε, αριστερό – κεντροαριστερό ιδεολογικό φάσμα, πχ. Εποχή, Αυγή, Vice, efsyn κ.ά. Καθώς υπάρχει μεγάλη αλληλεπικάλυψη του ιδεολογικού αυτού χώρου με το φεμινιστικό κίνημα, στις διάφορες εκφάνσεις του, είναι αναμενόμενη η αποδοχή και χρήση του όρου από αυτή την κατηγορία μέσων
  2. Μέσα διεθνή, που υιοθετούν αυτό που θα λέγαμε κουλτούρα πολιτικής ορθότητας του Δυτικού Κόσμου και διαθέτουν ελληνικές εκδόσεις, π.x. cnn.gr
  3. Μέσα mainstream όπως π.χ. το altsantiri.gr, που χωρίς να προάγουν ενεργά ένα φεμινιστικό περιεχόμενο, δείχνουν να υιοθετούν τον όρο στη δημοσιογραφική lingo τους

Από την άλλη πλευρά, τη χρήση του όρου αντιμάχονται:

  1. Ιστολόγια ή λογαριασμοί social media, twitter με πολλούς followers. Παραδόξως τα ακραιφνώς ακροδεξιά μέσα δεν φαίνονται να υιοθετούν την πολεμική εναντίον του όρου
  2. Μεμονωμένοι συντάκτες του λεγόμενου αστικού τύπου, που όμως θεωρούνται τρόπον τινά opinion leaders ή εκφραστές της βασικής γραμμής ενός μέσου. π.χ. Ηλίας Κανέλλης στα Νέα, Μάνος Βουλαρίνος στην Athens Voice
  3. Γνωστές μιντιακές προσωπικότητες που εκφράζουν έναν λόγο συχνά αντιδραστικό, π.χ. Θάνος Τζήμερος, Κωνσταντίνος Μπογδάνος κ.ά.

Η αμηχανία των εισαγωγικών

Υπάρχει ακόμα από μερίδα μέσων μία αμηχανία στη χρήση του όρου ή μια αποδοχή με επιφύλαξη, που εκδηλώνεται με τη χρήση του όρου μέσα σε εισαγωγικά, όπου αναγνωρίζεται μεν η ύπαρξή του και η διάδοσή του, ταυτόχρονα τα εισαγωγικά όμως έρχονται να εκφράσουν τη μη πλήρη αποδοχή του από τη μεριά του γράφοντα ή την πρόσληψή του για την υποδοχή του όρου από το κοινό του μέσου του.

Ο Νίκος Σαραντάκος στο ιστολόγιό του παραθέτει χαρακτηριστικό απόσπασμα για τη χρήση του όρου από συντάκτη του τηλεοπτικού σταθμού Σκάι, σε άρθρο για την κήρυξη εθνικού πένθους χτες στην Πορτογαλία, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο «γυναικοκτονία», καθώς δεν μπορούσε να τον αποφύγει αφού υπήρχε σε δηλώσεις πορτογαλίδας ακτιβίστριας, μέσα σε εισαγωγικά, λες και τον πιάνει με τα γάντια για να μη μολυνθεί! λέγοντας: «Η ‘γυναικοκτονία’ είναι μια εθνική μάστιγα στην οποία πρέπει να ευαισθητοποιηθεί ο μέγιστος αριθμός ατόμων».

Αντίστοιχα, σε άρθρο του στην Καθημερινή ο δημοσιογράφος Πάσχος Μανδραβέλης εκφράζει μια έντονη αμφιθυμία και αμηχανία όχι μόνο για τη γυναικοκτονία αλλά ακόμη και για τον όρο έμφυλη βία τον οποίο παραθέτει επίσης σε εισαγωγικά· και παρότι χαρακτηρίζει ορθή την εξειδίκευση των αδικημάτων και την εισαγωγή νέων εννοιών, καταλήγει: «[…] αρκεί να μην ξεχνάμε ότι ο αποτροπιασμός οφείλεται στη βία και όχι στο φύλο θύτη και θύματος […]».

Η στάση των «από τα κάτω»

Στην εποχή των social media υπάρχει δημόσιος λόγος και από τα κάτω προς τα πάνω, π.χ.προσωπικά ιστολόγια. Ωστόσο, η πιο άμεση, απλή και συχνή έκφραση απόψεων είναι μέσα από το σχολιασμό. Αν και οι σχολιαστές δεν έχουν την ίδια επιδραστικότητα και επιρροή με τους αρθρογράφους, συχνά συν-διαμορφώνουν το κοινό αίσθημα.

Τα σχόλια δεν θα έπρεπε να ιδωθούν σαν μία ξεκάθαρη και αντιπροσωπευτική αποτύπωση του κοινού αισθήματος, αφού εκφράζουν τους γράφοντες αλλά δεν μπορούν να αποτυπώσουν τι σκέφτονται όσοι δεν γράφουν, όσοι δηλαδή δεν θέλουν να καταθέσουν την άποψή τους στα μέσα αυτά. Ωστόσο αποτελούν μία ένδειξη για το πώς σκέφτεται μερίδα της κοινής γνώμης.

Σε κάθε περίπτωση ο λόγος των πολιτών, όπως καταγράφεται στα ψηφιακά μέσα, αποτελεί ένα σημαντικό, ζωντανό και δυναμικό κομμάτι του δημόσιου λόγου, ο οποίος αξίζει εξίσου να μελετηθεί και μπορεί να μας δώσει μια πληρέστερη εικόνα του τρόπου με τον οποίο τα ψηφιακά μέσα αναπαράγουν σεξιστικές και στερεοτυπικές απόψεις, ιδεολογίες και νοοτροπίες.

Σεξισμός στα social media

Διαφωνίες ως προς τη χρήση του όρου γυναικοκτονία έχουν και απλοί χρήστες / σχολιαστές των social media. Δεν ξενίζει αυτή η αντίδραση. Την έχουμε ξαναδεί να εμφανίζεται σε κάθε έμφυλο ζήτημα, απέναντι στο φεμινιστικό κίνημα, αλλά και στο ευρύτερο debate της πολιτικής ορθότητας.

Είναι άγνωστο σε ποιο βαθμό η διαφωνία που εκφράζουν οι απλοί σχολιαστές διαμορφώνεται από τον λόγο επώνυμων πολέμιων του όρου γυναικοκτονία από τους οποίους επηρεάζονται ή αποτελεί προϊόν δικής τους σκέψης και πνευματικής επεξεργασίας, ή έναν συνδυασμό των δύο παραγόντων. Πάντως η αντίδραση σε ό,τι προσλαμβάνεται ως πολιτικά ορθή χρήση του δημόσιου λόγου έχει συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα.

Η χρήση του όρου συναρτάται με το πολιτικό φάσμα και όσο πιο αριστερά πάμε, τόσο πιο αβίαστα υιοθετείται. Όσο κινούμαστε προς τα δεξιά, τόσο μεγαλύτερες οι αντιδράσεις. Χαρακτηριστικό αυτού του δίπολου είναι ότι το μέσο iefimerida, δημοσίευσε άρθρο με τίτλο: «Υπάρχει τελικά η λέξη “γυναικοκτονία”;- Ο νεολογισμός που διχάζει δεξιούς και αριστερούς».

Αντίλογος και δράσεις ευαισθητοποίησης

Είναι σαφές και από όσα αναφέρθηκαν πριν, ότι με το να καθιερωθεί και να χρησιμοποιείται ευρύτερα ο όρος γυναικοκτονία δεν θα πάψει η βία κατά των γυναικών, ούτε θα ανατραπεί η πατριαρχική δομή της κοινωνίας. Θα έχει γίνει όμως ένα πρώτο βήμα, σε επίπεδο ευαισθητοποίησης – κι αυτό το πρώτο βήμα δεν είναι ασήμαντο.

Ήδη, διεθνή κινήματα όπως το #ΜeToo ή ελληνικές πρωτοβουλίες ευαισθητοποίησης σχετικά με την έμφυλη βία (π.χ. η καμπάνια του Κέντρου Διοτίμα «Don’t skip – Μην προσπερνάς την έμφυλη βία» ή άλλες που αναδεικνύουν τη σημασία της συναίνεσης όπως η εκστρατεία της Διεθνούς Αμνηστίας «Χωρίς συναίνεση είναι βιασμός»), αξιοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποκτούν μεγάλη απήχηση, εκφράζουν έναν ηχηρό αντίλογο στα κυρίαρχα δημόσια αφηγήματα και αναδεικνύονται σε σημαντικά εργαλεία και μέσα για τη συσπείρωση των γυναικών και τη σταδιακή αλλαγή των κυρίαρχων νοοτροπιών και συμπεριφορών.

Κλείνοντας παρατίθεται ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του αντίλογου, που συμπυκνώνει σε μια μόλις παράγραφο, όλα όσα θα θέλαμε να πούμε για τις γυναικοκτονίες που συνέβησαν, συμβαίνουν και θα συμβαίνουν στο μέλλον, αν δεν εργαστούμε όχι μόνο στην κατεύθυνση της ευαισθητοποίησης, αλλά και στο επίπεδο της ενδυνάμωσης των επιζησασών και της εκπαίδευσης σε θέματα φύλου και έμφυλης βίας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες.

«Η πρώτη νεκρή από γυναικοκτονία που γνώρισα ήταν η Ανθή. Ήμουν 8. Η Ανθή ζούσε σε κοντινό χωριό στο Βόλο και ήταν γειτόνισσα της αδερφής της γιαγιάς μου, η οποία επίσης κακοποιούνταν χρόνια από τον σύζυγο. Η Ανθή ερχόταν για καφέ με μελανιές. Η αδερφή της γιαγιάς μου, η κόρη της – που επίσης ερχόταν με μελανιές από τον σύζυγο – με τα ξαδέρφια μου – που είχαν σημάδια από τη ζώνη του πατέρα, η γιαγιά μου που είχε άνοια και πια είχε ξεχάσει την δική της κακοποίηση, η μάνα μου, συζητούσαν με την Ανθή για συνταγές, δουλειές καθαριότητας, σχολίαζαν άλλες γυναίκες. Θυμάμαι το τελευταίο απόγευμα που είδα την Ανθή, σχολίαζαν μια γυναίκα από το χωριό που παράτησε την οικογένειά της κι έφυγε γιατί δεν άντεξε το ξύλο. Όταν έφυγε η Ανθή, οι υπόλοιπες γυναίκες σχολίαζαν πως δεν είναι προκομμένη και εκνευρίζει τον άντρα της. Το επόμενο απόγευμα ο σύζυγος την κοπάνησε σε ένα κομοδίνο και η Ανθή έπεσε νεκρή. Αυτό το είδαν τόσο η αδερφή της γιαγιάς μου, όσο και άλλοι κάτοικοι του χωριού περαστικοί. Είπαν πως έπαθε ανακοπή. Πως την βρήκε νεκρή στο πάτωμα. Στην κηδεία του λέγανε συλλυπητήρια. Σε εμένα υπέδειξαν να μην εκνευρίζω τους άντρες. Είχαν μακιγιάρει τις μελανιές στο πτώμα. Οι γυναίκες του χωριού προσφέρθηκαν να του πλένουν, να του μαγειρεύουν, του γυναικοκτόνου. Η Ανθή δεν πήγε στους μπάτσους. Δεν την είχε καταδικάσει σε θάνατο μόνο ο άντρας που παντρεύτηκε, αλλά κι ένα ολόκληρο χωριό. Η Ανθή δολοφονήθηκε μόνη στα 30 από την πατριαρχία το 1996».

————————————

[1] Όσον αφορά το πλαίσιο παραγωγής των ειδήσεων, εδώ καταγράφεται το χαμηλό ποσοστό των γυναικών που εργάζονται σε συντακτικά γραφεία και σε συντακτικές θέσεις υψηλού επιπέδου, ενώ οι διευθύνσεις των ΜΜΕ είναι ανδροκρατούμενες. Οι ηγεμονικές αξίες των ειδήσεων συνεχίζουν να αντιστοιχούν σε μια κουλτούρα κυριαρχούμενη από τους άντρες, η οποία διαπερνά την δημοσιογραφική ρουτίνα στις ειδησεογραφικές αίθουσες.

[2] Violence against women in media and digital content, 25/2/2018

[3] The Media and Gender-Based Murders of Women: Notes on the Cases in Europe and Latin America, 24/07/2014, Ελένη, Αγγελική, Κατερίνα: ΠΑΡΟΥΣΕΣ, 8/3/2019

[4] Γυναικοκτονία, λέξη που ενοχλεί, 9/01/2019

Πηγή: Κέντρο Γυναικείων Ερευνών και Μελετών Διοτίμα