Γράφει η Alicia Munoz.

Πολλά άσχημα πράγματα έχουν ακουστεί για τις γυναίκες της χώρας μας καθώς έχουμε μία κουλτούρα που τις τελευταίες δεκαετίες έχει συνδεθεί με το εμπόριο ναρκωτικών, την πορνεία, τις κλοπές και άλλα κοινωνικά δράματα. Γιατί να μην μιλήσουμε και γι’ αυτές τις θαρραλέες και επίμονες γυναίκες που επίσης υπάρχουν;

Για πάρα πολλά χρόνια η Κολομβία ήταν το επίκεντρο επικριτικών γι’αυτήν σχολίων εξαιτίας των πολέμων, των διαφωνιών και των κοινωνικών ανισορροπιών αλλά και εξαιτίας του αρνητικού κλίματος σε παγκόσμιο επίπεδο λόγω του εμπορίου ναρκωτικών. Αυτά τα γεγονότα βοήθησαν στο να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή και στις γυναίκες αν και η εικόνα που έχουμε γι’αυτές από το εξωτερικό δεν ανταποκρίνεται στη συλλογική εντύπωση  που υπάρχει. Γι’ αυτό θα πρέπει να γνωρίσουμε και την άλλη όψη του νομίσματος αυτού του φαινομένου προκειμένου να κατανοήσουμε αυτές τις τολμηρές γυναίκες που κρύβονται πίσω από τις επιθέσεις που δέχονται εξ αιτίας των κονωνικών προκαταλήψεων.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, στις περισσότερες από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, θεωρούσαμε ότι η γυναίκα ήταν η κυρία του σπιτιού κι επιπλέον ιδιοκτησία του συζύγου της ή του πατέρα της σε περίπτωση που ήταν ανύπαντρη. Ωστόσο, οι αγώνες των γυναικών επέτρεψαν την χειραφέτησή τους και την ανεξαρτησία τους. Πολλές Κολομβιανές γυναίκες οργανώθηκαν για να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην πατρική τους περιουσία, το δικαίωμα ψήφου, τη δυνατότητα να μπορούν να πάρουν διαζύγιο και το δικαίωμα στη μόρφωση, ανάμεσα σε άλλα δικαιώματα που θα βελτίωναν την κατάστασή τους κατά τις αρχές του 20ου αιώνα. Από τη δεκαετία του ’70 και μετά εμφανίστηκαν πολλά φεμινιστικά κινήματα που διεκδικούσαν ισότητα με τους άντρες, ισότητα φύλου, δικαίωμα στην άμβλωση, δικαίωμα στο σώμα, σεξουαλική απελευθέρωση προσπαθώντας να υπερβούν αυτό που ερμηνευόταν ως μίσος απέναντι στη φαλλοκρατία, έλλειψη θηλυκότητας, ακολασία και άλλες παρόμοιες αντιλήψεις που επικρατούν εσφαλμένα, κάποιες μέχρι σήμερα, στις ρίζες του όρου του φεμινισμού.

Στις δεκαετίες 80 και 90, εμφανίστηκε το εμπόριο των ναρκωτικών, περίοδος που σημάδεψε την ιστορία της Κολομβίας καθώς σ’αυτό οφείλονταν οι θάνατοι πολλών αθώων ανθρώπων και παράλληλα στιγματίστηκαν κοινωνικά οι Κολομβιανές ως ναρκομανείς. Είναι δυστυχώς ένα στερεότυπο το οποίο αποδίδει ο κόσμος ακόμη και σήμερα στις Κολομβιανές και έχει προέλθει από την διάδοση ακατάλληλων -ως προς το περιεχόμενο- τηλεοπτικών και ψηφιακών βίντεο και στιγματιστικών -εις βάρος τους- μηνυμάτων: τα διάσημα “βαποράκια” του λαθρεμπορίου ναρκωτικών και της έξαρσης της πορνείας εντός και εκτός της χώρας τους. Μία πραγματικότητα η οποία έχει προκληθεί από την φτώχεια, την έλλειψη ευκαιριών, την κοινωνική ανισότητα, την έλλειψη μόρφωσης, τις πεποιθήσεις εσφαλμένων εκτιμήσεων άλλων παραγόντων μιας και μιλάμε για το 51,4% του πληθυσμού.

Η χώρα πέρασε δύσκολες στιγμές και ακόμη περνά και τα κρούσματα βίας και γυναικοκτονιών είναι ακόμη αισθητά.

Η βία ενάντια στις γυναίκες είναι ακόμη και σήμερα μία καθημερινή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε. Κατά το 2017 και 2018 έχουν καταγραφεί περίπου 1724 υποθέσεις γυναικοκτονιών και περισσότερες από 10.398 περιπτώσεις άσκησης βίας, στατιστικά που αποδεικνύουν την έλλειψη αισθήματος ασφάλειας στη χώρα μας.

Καταλαβαίνουμε ότι δεν πρόκειται για στιγματιστικά τραύματα του παρελθόντος, αλλά για αναπαραγόμενες συμπεριφορές μιας σεξιστικής, φαλλοκρατικής κοινωνίας. Οι γυναίκες δεν είναι κτήμα κανενός, δεν είναι πια το ασθενές φύλο και δεν αξίζουν ούτε να τις βιάζουν, ούτε να τις κακοποιούν. Θα ‘πρεπε όλες/οι να είμαστε φεμινίστριες και φεμινιστές.

Παρ’όλα αυτά, οι Κολομβιανές βγήκαν από το σπίτι τους και σταμάτησαν να θεωρούνται μόνο κυρίες του σπιτιού για να ξεκινήσουν να αποδεικνύουν αυτά που μπορούν να προσφέρουν στην κοινωνία, που όπως πολλοί υποστηρίζουν, εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα των αντρών. Αντιμετωπίζουν με θάρρος και σθένος αυτά τα κοινωνικά προβλήματα ανισότητας και κατορθώνουν να κατακτήσουν σημαντικούς ρόλους σε επιχειρήσεις, στο Αστυνομικό Σώμα, στα Υπουργεία, στις Δημόσιες Υπηρεσίες. Έξω από την χώρα εργάζονται σε τομείς που κανείς δεν θα μπορούσε πριν λίγα χρόνια να φανταστεί και μάλιστα μας εκπροσωπούν.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η Κολομβία έχει για πρώτη φορά έχει μια Αντιπρόεδρο κι ότι τα τελευταία χρόνια κατορθώσαμε να θεσπίσουμε νέες νομοθεσίες προστασίας, όπως τον νόμο 1257, νόμος αποτροπής της βίας και τιμωρίας κάθε μορφής βίας και διάκρισης και τον νόμο 1761 που καταδικάζει μέχρι και σε 500 μήνες φυλάκιση για κάθε γυναικοκτονία κτλ. Εναπομένουν επίσης θέματα όπως η άμβλωση, που αποτελεί θέμα ταμπού και της οποίας τη νομιμοποίηση δεχτήκαμε μόνο σε τρεις περιπτώσεις: τη δυσπλασία του εμβρύου, την εγκυμοσύνη κατόπιν βιασμού και την περίπτωση όπου η εγκυμοσύνη είναι επικίνδυνη για την υγεία της μητέρας. Δημιουργήθηκαν ιδρύματα και μονάδες, όπως το Εθνικό Δίκτυο Γυναικών της Κολομβίας, που διεκδικούν τα δικαιώματά μας και έχουν δεσμούς και με άλλες οργανώσεις που μοιράζονται το ίδιο όραμα.

Η Κολομβία έχει ανάγκη από Παιδεία για τις μητέρες, τους πατέρες, τις κόρες και τους γιους. Είναι πρωτεύον να δημιουργήσουμε μια συνείδηση που θα αφορά την πνευματική και κοινωνική ελευθερία που όλος ο κόσμος ονειρεύεται. Προσπαθούμε να επαναφέρουμε αυτή την ειρήνη, που κάποιοι είχαν παραβιάσει εδώ και πολλά χρόνια. Γι’αυτή την αλλαγή αγωνίζονται όλες αυτές οι δυνατές γυναίκες, διηγούνται τις δύσκολες στιγμές της ιστορίας τους αλλά και μετατρέπονται σήμερα σε παράδειγμα για πολλές και πολλούς.

Υπάρχουν πολλές αποχρώσεις όταν αναφερόμαστε στις Κολομβιανές γυναίκες και γι΄αυτό είναι σημαντικό να κάνουμε μια αλλαγή ως προς το πώς τις προβάλλουμε σε παγκόσμιο επίπεδο, αφήνοντας κατά μέρος το κοινωνικό στίγμα που υπάρχει για τη φυλή, την ιθαγένεια ή την εθνικότητά τους. Οι γυναίκες επαναστατούμε και λέμε “ΦΤΑΝΕΙ ΩΣ ΕΔΩ”. Έχουμε υπάρξει θύματα βίας και η Κολομβιανή γυναίκα σήμερα έχει τη δύναμη ν’αλλάξει αυτή την πραγματικότητα που μας έχει επιβληθεί.

—————
Μετάφραση από τα γαλλικά για την ελληνική Pressenza: Χριστίνα Κηπουρού.